Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2020

Άγιος Γέροντας Παϊσιος: Ο Θείος έρως.

 

–Γέροντα, ο θείος έρως είναι η αγάπη για τον Θεό;

–Ο θείος έρως είναι κάτι ανώτερο από την αγάπη για τον Θεό. Είναι τρέλα. Αγάπη – έρως – τρέλα, όπως φθόνος-μίσος-φόνος. Η ακριβή αγάπη προς τον Θεό, με τις θυσίες της, γλυκοβράζει την καρδιά, και σαν τον ατμό πετιέται ο θείος έρως, ο οποίος δεν μπορεί να συγκρατηθεί, και ενώνεται με τον Θεό.

 Ο θείος έρως λυγίζει τα σκληρά κόκκαλα και γίνονται τόσο μαλακά, που ο άνθρωπος δεν μπορεί να σταθεί όρθιος, πέφτει κάτω! Γίνεται σαν την λαμπάδα που βρίσκεται σε θερμό χώρο και δεν μπορεί να σταθεί όρθια. Πότε λυγίζει από εδώ, πότε λυγίζει από εκεί. Την σιάζεις, αλλά πάλι λυγίζει, πάλι πέφτει, γιατί είναι θερμός ο χώρος, πολύ θερμό… Όταν κανείς βρίσκεται σ’ αυτήν την κατάσταση και πρέπει να πάει κάπου ή να κάνει κάποια δουλειά, δεν μπορεί. Παλεύει, προσπαθεί να βγει από αυτήν την κατάσταση…

–Γέροντα, όταν βρίσκεται κανείς στην κατάσταση του θείου έρωτος, αν πονάει, το αισθάνεται;

–Ο πόνος, αν είναι πολύ δυνατός μετριάζεται και γίνεται υποφερτός. Αν είναι λίγος χάνεται. Βλέπεις όσοι είναι ερωτευμένοι, συνεπαίρνονται τελείως, ούτε ύπνος τους πιάνει.

 Μου έλεγε ένας μοναχός: “Γέροντα, ο αδελφός μου έχει ερωτευθεί μια γύφτισσα, και ούτε να κοιμηθεί μπορεί. Συνέχεια “Παρασκευούλα μου, Παρασκευούλα μου” λέει. Μάγια του έχουν κάνει; δεν ξέρω! Εγώ τόσα χρόνια καλόγερος, δεν αγαπώ την Παναγία ούτε όσο αγαπάει ο αδελφός μου αυτή την γύφτισσα! Καθόλου να μη σκιρτάει η καρδιά μου!”.

Δυστυχώς υπάρχουν πνευματικοί άνθρωποι που σκανδαλίζονται με την λέξη “θείος έρως”. Δεν έχουν καταλάβει τι θα πει “θείος έρως ”και θέλουν να βγάλουν την λέξη αυτή από τη Μηναία και από την Παρακλητική, γιατί λένε ότι σκανδαλίζει. Που φθάσαμε! Αντίθετα, οι κοσμικοί που έχουν ζήσει τον κοσμικό έρωτα, αν τους μιλήσεις για θείο έρωτα, αμέσως λένε : “Κάτι ανώτερο θα είναι αυτό”. Πόσα παιδιά που γνώρισαν τον κοσμικό έρωτα τα φέρνω αμέσως σε λογαριασμό, όταν τους μιλώ για τον θείο έρωτα! “Εσείς πέσατε κάτω καμιά φορά από την αγάπη που νοιώσατε; τα ρωτάω, Νιώσατε ποτέ εσείς έτσι που να μην μπορείτε να κουνηθείτε, να μην μπορείτε να κάνετε τίποτε;”. Αμέσως καταλαβαίνουν ότι αυτό είναι κάτι ανώτερο και συνεννοούμαστε. “Αν εμείς, λένε, από αυτό το κοσμικό κάτι νιώθουμε, φαντάσου τι θα είναι εκείνο το ουράνιο!”.

–Πως μπορείς να παλαβώσεις, Γέροντα, από την αγάπη του Θεού;

–Να συναναστρέφεσαι με… παλαβούς, να σου μεταδώσουν την τρέλα τους την πνευματική! Θα εύχομαι να σε δω… θεότρελή! Αμήν

Έχω κι εγώ μια μικρή πείρα από την πνευματική τρέλα, η οποία προέρχεται από τον θείο έρωτα. Φθάνει τότε ο άνθρωπος στην θεία αφηρημάδα και δεν θέλει να σκέφτεται τίποτε εκτός από τον Θεό, τα θεία, τα πνευματικά, τα ουράνια. Ερωτευμένος πια θεϊκά, καίγεται εσωτερικά, γλυκά, και ξεσπάει εξωτερικά, παλαβά, μέσα στον θείο χώρο της σεμνότητος δοξολογώντας σαν άγγελος μέρα-νύχτα τον Θεό και Πλάστη του.

Είναι έκστασης αυτό, Γέροντα;

–Ναι, είναι εκτός εαυτού τότε ο άνθρωπος, με την καλή έννοια. Αυτό είναι …..”έκστηθι φρίττων ουρανέ” [ειρμός της η’ ωδής του κανόνος του Μ. Σαββάτου]

 Η θεία τρέλα βγάζει τον άνθρωπο έξω από την έλξη της γης, τον ανεβάζει στον θρόνο του Θεού, και νιώθει πια ο άνθρωπος τον εαυτό του σαν το σκυλάκι στα πόδια του αφεντικού του και του γλείφει τα πόδια με χαρά και ευλάβεια.


Πηγή: Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου, Λόγοι Ε’: Πάθη και Αρετές, έκδ. Ι.Ησ. «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος», Σουρωτή Θεσσαλονίκης: 2006.

 

 

 

 

 

 

 

 

Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2020

Η ΚΑΤΑ ΣΑΡΚΑ ΓΕΝΝΗΣΙΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΣΩΤΗΡΟΣ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

Η ΚΑΤΑ ΣΑΡΚΑ ΓΕΝΝΗΣΗΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΣΩΤΗΡΟΣ ΗΜΩΝ

ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ 

«…Ιδού μάγοι από ανατολών παρεγένοντο εις Ιεροσόλυμα λέγοντες.

Πού εστίν ο τεχθείς βασιλεύς των Ιουδαίων; Ίδωμεν γαρ αυτού τον αστέρα εν ανατολή και ήλθομεν προσκυνείσαι αυτώ..»

Και εμείς, σήμερα, εδώ. Ακολουθούντες ο κάθε ένας από εμάς και άλλα σημάδια. Άλλοτε χωρίς να ξέρουμε, από τη μακρινή μας πατρίδα, από τη προσωπική μας περιπλάνηση, κάτι μας φέρνει απόψε, εδώ.

Οι Προφήτες για τη Σάρκωση του Θεού από την ώρα πού ειπώθηκαν, σημάδεψαν τις ζωές μας.

Θα έλθει ο Υιός του Θεού και θα γεννηθεί κατά σάρκα από Μητέρα Παρθένο.

Μόνο να είμαστε «αγραυλούντες» αυτήν ώρα, ποιμένες πράοι και γαλήνιοι σε μια νύχτα γεμάτη συναισθήματα.

Να θυμηθούμε, όσο μπορούμε, και την δική μας γέννηση, την δική μας μοναδική, σάρκωση και αν η καρδιά μας αντέχει, και την δική μας θέωση.

Όλες οι Προφητείες μέσα στην ιστορία προετοίμαζαν τους ανθρώπους για την έλευση του Μεσσία, για τη σάρκωση του Δευτέρου Προσώπου της Αγίας Τριάδος. Για την ταφή και την Ανάσταση.

Και σε εμάς, σε κάθε μας βήμα, αυτό μας λέγει ολόκληρος ο κόσμος γύρω μας.

Κάθε φύλλο που πέφτει το φθινόπωρο και πεθαίνει, ο σπόρος που θάβεται στην γη και περιμένει να δώσει καρπό εκατονταπλασίονα, κάθε φορά που η βροχή σμίγει με το χώμα, το μήνυμα της δικής μας γέννησης, του θανάτου και της ανάστασης, μας προφητεύει το βιβλίο της φύσης που έγραψε ο Θεός.

Μόνο να ακούσουμε, να καταλάβουμε, να διακρίνουμε ανάμεσα στα αστέρια εκείνον τον Αστέρα που έβλεπαν οι Μάγοι και να τον ακολουθήσουμε. Και να τον θέσουμε σκοπό της ζωής μας έτσι « ίδωμεν γαρ τον Αστέρα αυτού εν τη ανατολή και ήλθομεν προσκυνήσαι Αυτώ» να μπορούμε να πούμε στον εαυτό μας για την ζωή μας.

Αλλοιώς, ματαίως πορευόμεθα…..

Το θέλημα του Θεού, αδελφοί, οδήγησε σε αυτήν την μοναδική στιγμή της ολοκλήρωσης ολόκληρης της Κτίσης.

Στην Θεοτοκία από  την Παρθένο Μαρία, του Σωτήρα.

Η απέραντη αγάπη του Θεού γεννά ζωή και την δική μας ζωή.

Ο κάθε ένας από εμάς προσωπικά, ήλθε στον Κόσμο από τη θέληση του Θεού και την ανθρώπινη επιθυμία.

Η ζωοποιός ενέργεια του Αγίου Πνεύματος έφερε πνοή ζωής και για τον καθ` έναν από εμάς προσωπικά. Και ο κάθε ένας από εμάς μια μοναδική ύπαρξη, μια μοναδική εκπόρευση της Αγάπης του Θεού.

Μια μοναδική και ανεπανάληπτη προσωπικότητα που γεννήθηκε στην ύπαρξη και έχει σαν στόχο την όντως ύπαρξη,

Την Θεοτοκία, την εν Χριστώ Γέννηση, την Θέωση και την Ανάσταση.

Θα ακουμπήσουμε σήμερα εδώ, αν έχουμε, Σμύρνα από την επίγνωση του επικείμενου και σίγουρου θανάτου μας, Χρυσό από τον κόπο και τον μόχθο της ζωής μας, και Λίβανο από την επιθυμία μας να λατρεύουμε τον Θεό.

Εδώ, είναι παρών το Θείο Βρέφος, τα σπάργανά του είναι και σάβανα και η φάτνη του μοιάζει με μνήμα, γιατί έρχεται να νικήσει τον θάνατο, δια του θανάτου, έρχεται να ολοκληρώσει τη ζωή.

Μαζί μας από σήμερα θα πορευθεί, εν σαρκί, και πάλιν μαζί μας.

Από την σκοτεινή νύχτα του Δεκέμβρη έως την άνοιξη του Πάσχα.

Γεμάτος αγάπη θα βαδίσει δίπλα μας από Βρέφος, έως Νυμφίος, θεραπεύοντας τη χωλότητα και τη τυφλότητα μας, ανασταίνοντας τους νεκρούς που έχουμε θάψει μέσα μας.

Από σήμερα θα μαίνεται ο Ηρώδης της φονικής μας εξωστρέφειας, και οι εγωκεντρικοί στρατιώτες της ανομίας μας θα ψάχνουν όπως θανατώσουν Αυτόν, Μέσα μας.

Μπλεγμένοι στα όρια ενός κόσμου που όλο απογράφεται χωρίς ποτέ να καταφέρνει να αναγνωρίσει εαυτόν, υπακούοντας εντολές ενός Καίσαρα που δεν μας αγαπά, δρόμους σκολιούς, δαιδαλώδεις.

Νυχτερινούς   «από Αβραάμ έως Δαυίδ γενεαί δεκατέσσερες και από Δαυίδ έως μετοικεσίας Βαβυλώνος γενεαί  δεκατέσσερες και από μετοικεσίας Βαβυλώνος έως του Χριστού, γενεαί δεκατέσσερες».

Τόσο μακρινή είναι η προσωπική μας περιπλάνηση αδελφοί.

Μόνο να είναι «έως Χριστού», για να αξίζει ο κόπος.

Και ας μην ξεχνάμε. Ο αστέρας της πίστης, της αγάπης και της ελπίδας να μην σβήσει ποτέ από το βλέμμα μας.

Αυτός ο αστέρας μας φέρνει και πάλιν εδώ απόψε «και έστη επάνω ου ήν το Παιδίον».

Να ανοίξουμε λοιπόν απόψε τα μάτια της καρδιάς μας και να βρούμε το Παιδίον μετά της Μαρίας της Μητρός αυτού, και να χαρούμε χαράν μεγάλη.

Μόνον αδελφοί, ας μην ανακάμψωμεν πάλιν προς τον Ηρώδη της προσωπικής μας αυτοκτονίας και ματαίωσης, αλλά «χρηματισθέντες κατ όναρ» δι άλλης οδού να επιστρέψουμε προς τη χώρα μας.

Προς την κοινή, καινή μας Πατρίδα.

Καλά Χριστούγεννα, Καλά Θεοφάνια.

Σε όλους μας



Η ΚΑΤΑ ΣΑΡΚΑ ΓΕΝΝΗΣΙΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΣΩΤΗΡΟΣ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

Ο άνθρωπος ξεκινά την ζωή του με μια φυσική περιέργεια. Ο άνθρωπος-παιδί, κοιτάει πολύ συχνά στον ουρανό, τα αστέρια, το φεγγάρι, τους πλανήτες, συχνά πλάθει με το χώμα τα όνειρά του, πύργους στην άμμο που γκρεμίζει η θάλασσα με τα κύματά της. Ο άνθρωπος, πάντα κάτι περιμένει…..και αυτό το κάτι, σχεδόν πάντα του ξεφεύγει….
Εμείς που μεγαλώσαμε, κοιτάμε με τα μάτια μας προς την ανατολή, αλλά με το Νου μας, κοιτάμε προς τα πίσω, στο χθες….
Και όταν, δίπλα μας, ταξιδεύουν οι τρεις Μάγοι αυτού του κόπου, η σοφία, η πίστη, η αναζήτηση ενός σκοπού, πάντα πολύ, επιφανειακά και επιπόλαια, αναθέτουμε σε αυτούς να εξετάσουν περί του Παιδίου και ότι βρουν να έλθουν, να μας το απαγγείλουν και πάντα υποσχόμεθα ότι θα κινηθούμε από αυτά που έχουμε κολλήσει και θα προσκυνήσουμε Αυτόν.
Και παραμένουμε στην θέση μας, στην περιορισμένη φυλακή του Ηρώδη, στα πάθη και στις συνήθειές μας, μιας Ιερουσαλήμ χωρίς πραγματική προοπτική. Αυτή η ζωή που ζούμε, δεν μας επιτρέπει να δούμε και να βρούμε τον αστέρα. Γιατί δεν σηκώνουμε το βλέμμα καθόλου προς τα επάνω. Και όταν μας πλησιάζει η ώρα να ακουστεί: «Του Ιησού Χριστού η Γέννησις ούτος ην» δεν έχουμε βγει στον δρόμο, του Αστέρος, ο οποίος φαίνεται εν τη ανατολή.
Διότι, όλο αυτό το γεγονός που ήλθαμε να εορτάσουμε εδώ, συνέβη μία φορά στον τόπο και τον χρόνο, στην Βηθλεέμ της Ιουδαίας, και από τότε συμβαίνει, συνεχώς, και τώρα, στο νυν της Εκκλησίας.
«Χριστός Γεννάται Δοξάσατε» τώρα, σήμερα…Όχι σε τόπο, αλλά σε κατάσταση. Η Γέννησις του Χριστού, είναι μία κατάσταση. Μέσα μας,…Μέσα μας υπάρχει ή δεν…. υπάρχει. Μέσα μας τα δώρα και οι θησαυροί μας, χρυσός, λιβάνι και σμύρνα ή ο φθόνος, η αδιαφορία και η άρνηση του Ηρώδη.
Εάν μπορούμε να κοιτάξουμε μέσα μας, εάν φέρουμε τον Νου μας πίσω, από την περιπλάνησή του στα του κόσμου, εάν προσηλωθούμε στον Αστέρα της αναζήτησης, του «που εστί το Παιδίον» θα τα δούμε όλα, και την οικίαν και το Παιδίον μετά της Μαρίας της μητρός αυτού.
 Και λίγο πιο έξω από τα Ιεροσόλυμα της καθήλωσης μας, υπάρχει πάντα η Βηθλεέμ της Σωτηρίας μας, πολύ κοντά, δίπλα.
Η διαφορά είναι ελάχιστη….μια μετακίνηση και θα δούμε και θα ακούσουμε, Αγγέλους και ποιμένες δοξολογούντες και θα χαρούμε, επιτέλους, χαράν μεγάλη σφόδρα.
Είναι εύκολη η σωτηρία μας αδελφοί.
Εύκολο το φως, εύκολη η χαρά. Και όλοι μας μπορούμε να μετέχουμε. Αλλά χρειάζεται….κίνηση, είδομεν γαρ….αλλά και ήλθομεν….
Χρειάζεται μετακίνηση από αυτό το εγώ μας στο Εσύ, στο Εσύ  που οδηγεί έξω από το φόβο μας….
Και ποιος είναι αυτός ο φόβος; Ο καθ’ ένας μας θα βρει μόνος τι τον εμποδίζει να κινηθεί να ακολουθήσει τον Αστέρα του. Και όλο ρωτά,  αλλά δεν αλλάζει στάση.
Και η σημερινή εορτή, κυριολεκτικά, αποκαλύπτεται εμπρός μας και εντός μας. Εδώ σήμερα. Στον ναό και εάν θελήσουμε και στο Νου μας.
Ας διαλέξουμε τη θέση μας, ας μετα-κινηθούμε, ας μετα-νοήσουμε, ας αλλάξουμε δηλαδή τον Ηρώδη που τρέφουμε, πριν μας σκοτώσει, με το φως, που σχεδόν μας τυφλώνει, της συνάντησής μας με το Παιδίον.
Όσο περνά ο καιρός, τόσο πιο κοντά να είμαστε σε αυτό το σκοπό, σε αυτό το ταξίδι. Όσο μεγαλώνουμε, να επιτρέπουμε στο όνειρο να μας οδηγεί «μη ανακάμψαι προς Ηρώδην», αλλά δι άλλης οδού, να αναχωρήσουμε, επιτέλους, εις την χώρα μας,
Το ποια είναι αυτή η «άλλη οδός», μας το δείχνει πάντα η εκκλησία. Αλλά το ποια είναι η οδός που πορευόμεθα, εάν πορευόμεθα, ας το βρούμε ο κάθε ένας μόνος του……..

Καλά Χριστούγεννα

Αμήν

  


Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2020

'Οσιος Γέροντας Παϊσιος:Ευχές για τα Χριστούγεννα

“Εύχομαι η καρδιά σας να γίνει Αγία Φάτνη και το Πανάγιο Βρέφος της Βηθλεέμ να σας δώσει όλες τις ευλογίες Του.”
-Γέροντα, δώστε μου μια ευχή για τα Χριστούγεννα.
–Εύχομαι ο Χριστός και η Παναγία να σε έχουν κοντά τους σαν το αρνάκι που είναι δίπλα στην φάτνη. Νομίζω, περνάει καλά, όπως και το βοϊδάκι και το γαϊδουράκι που ζεσταίνουν τον Χριστό στην φάτνη…
“΄Εγνω βους τον κτησάμενον και όνος την φάτνην του Κυρίου αυτού”, λέει ο Προφήτης Ησαΐας (Ης. 1,3).
Γνώρισε δηλαδή το βοϊδάκι το αφεντικό του και το γαϊδουράκι την φάτνη του Κυρίου του. Γνώρισαν τι ήταν μέσα στη φάτνη και με τα χνώτα τους το ζέσταιναν! Κατάλαβαν τον Δημιουργό τους! Αλλά και το γαϊδουράκι, τι τιμή να πάει τον Χριστό μετά στην Αίγυπτο! Οι άρχοντες είχαν άρματα χρυσοκέντητα, και ο Χριστός τι χρησιμοποίησε!
Τι καλά να ήμουν αυτό το γαϊδουράκι!
(Γέροντος Παϊσίου Λόγοι, τόμος Ε, σ. 231)

Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου 2020

Όσιος Θεοφάνης ο Έγκλειστος: Ο Χριστιανός διαμορφώνεται από τη φύση και από τη χάρη.

 

Ο χριστιανός δεν είναι ένας κοινός άνθρωπος, αφού διαμορφώνεται τόσο από τη φύση όσο και από τη χάρη…

Πρόσεξε τι λέει ο Κύριος: «Η βασιλεία των ουρανών μοιάζει με προζύμι, που το πήρε μια γυναίκα και το ανακάτεψε μ’ ένα σακί αλεύρι, ώσπου ζυμώθηκε όλο» (Ματθ. 13:33).

Το ζυμάρι δεν φουσκώνει αμέσως μόλις ανακατωθεί με το προζύμι. Φουσκώνει στην ώρα του, αφού πρώτα το προζύμι διεισδύσει και απλωθεί σιγά-σιγά μέσα του. Το ψωμί που γίνεται έτσι, είναι αφράτο, ευωδιαστό, νόστιμο.

Το ίδιο συμβαίνει και με τη θεία χάρη. Όταν ενώνεται με τη φύση μας στο άγιο Βάπτισμα, δεν τη διαποτίζει αμέσως. Απλώνεται σιγά-σιγά. Και όταν η χάρη απλωθεί παντού, όταν σύνολη η φύση μας χαριτωθεί, τότε όλα, όσα κάνουμε, παίρνουν έναν άλλο χαρακτήρα.

Τότε οι ενέργειές μας, μολονότι φαινομενικά είναι οι ίδιες ή όμοιες με άλλες οποιουδήποτε ανθρώπου, αποκτούν ένα ιδιαίτερο άρωμα, μίαν ιδιαίτερη γεύση, έναν ιδιαίτερο ήχο. Ο Θεός δέχεται μόνο αυτές τις ενέργειες, που Του είναι εξαιρετικά ευάρεστες.

Θα κάνω άλλη μια παρομοίωση, για να εξηγήσω το πώς η χάρη, όταν της δίνονται περιθώρια να ενεργήσει, αφού διαποτίσει σύνολη τη φύση μας, γίνεται και εξωτερικά ορατή σε όλους όσοι είναι ικανοί να τη δουν.

Η χάρη, λοιπόν, μοιάζει με τη φωτιά, που διεισδύει στο σίδερο. Δεν είναι μόνο μέσα στο σίδερο, αλλά και στο εξωτερικό του. Την πύρινη δύναμή της τη βλέπει ο καθένας.

Έτσι συμβαίνει και με τη χάρη, όταν εισχωρήσει στη φύση μας: Γίνεται αντιληπτή απ’ όλους. Όλοι όσοι έρχονται σε επαφή μ’ έναν θεοχαρίτωτο άνθρωπο, αισθάνονται ότι αυτός έχει μίαν ασυνήθιστη δύναμη, που εκδηλώνεται ποικιλότροπα.

Όταν αρχίζει να μιλάει για οτιδήποτε το πνευματικό, λάμπει σαν τον μεσημεριάτικο ήλιο, και τα λόγια του πηγαίνουν κατευθείαν στην ψυχή του ακροατή, διαμορφώνοντας μέσα του με αυθεντία ανάλογα αισθήματα και ανάλογες διαθέσεις.

Μα κι όταν ακόμα δεν μιλάει, εκπέμπει μια θερμότητα, που επηρεάζει τα πάντα γύρω του, και μια παράξενη δύναμη, που επενεργεί στις ψυχές και τους εμπνέει προθυμία για πνευματικό αγώνα.

Παίρνουμε τη χάρη του Θεού στη νηπιακή μας ηλικία με το άγιο Βάπτισμα. Από την ώρα εκείνη η χάρη αρχίζει να ενεργεί μέσα μας με την προοπτική και την ελπίδα ότι, μετά την ενηλικίωση και ωρίμανσή μας, θα αναλάβουμε αυτοθέλητα και πρόθυμα τον αγώνα για τη σωτηρία μας.

Όταν οι γονείς είναι ευσεβείς και ανατρέφουν τα παιδιά τους, όπως λέει ο απόστολος, «δίνοντάς τους αγωγή και συμβουλές που εμπνέονται από την πίστη στον Κύριο» (Εφ. 6:4), τότε η θεία χάρη γεννά την ειρήνη στις παιδικές ψυχές. Έτσι, τα παιδιά γίνονται ευγενικά, ταπεινά, υπάκουα, καλότροπα, θεοσεβούμενα.

 

Από το βιβλίο: Πνευματική Ανθολογία από τους βίους και τους λόγους των Αγίων της Ρωσίας. Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 2018.

 

 

Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2020

ΚΥΡΙΑΚΗ ΕΝΔΕΚΑΤΗ (ΤΩΝ ΠΡΟΠΑΤΟΡΩΝ) Εκ του κατά Λουκά

Κυριακή ενδεκάτη εκ του κατά Λουκά.

«Άνθρωπος τις εποίησεν δείπνον μέγα και εκάλεσε πολλούς».

Είναι μεγάλο το δείπνο στο οποίο είμαστε καλεσμένοι, αγαπητοί μου αδελφοί. Στρωμένο έτοιμο. Μέρα με την ημέρα ακούμε όλο και πιο κοντινές τις μουσικές, τις ευωχίες αυτού του δείπνου. Από γιορτή σε γιορτή, Αποστόλων, Αγίων και Μαρτύρων ακούμε και μαθαίνουμε για τη χαρά του δείπνου του «εστρωμένου» του ητοιμασμένου ημίν, του δείπνου του μεγάλου με τους πολλούς καλεσμένους.

Ανεβαίνουμε σκαλί -σκαλί προς το παλάτι, το παλάτι του Θεού, που μας περιμένει σαν αγαθός οικοδεσπότης. Που περιμένει απλά να αποδεχθούμε την πρόσκληση.

Αλλά, τι μπορεί να σταθεί εμπόδιο στην ανταπόκρισή μας;

Μας το λέει το σημερινό ευαγγέλιο: Αγροί, βόδια και οικογενειακοί δεσμοί. Αυτά που ο καθένας από εμάς θεωρεί ότι αγαπά περισσότερο από τη χαρά του δείπνου. Που έτσι κι αλλιώς είμαστε προσκεκλημένοι.

Λοιπόν, «ου δύναμαι ελθείν» γιατί έχω ζευγάρια βόδια, έναν αγρό και μια γυναίκα. Όλα αυτά που δίνουν ταυτότητα στο καθένα από εμάς.

Μα ποια είναι η στάση του οικοδεσπότη που μας κάλεσε;

Οργίσθη ο οικοδεσπότης και είπε: Πήγαινε στις πλατείες και στις ρύμες και βρες πτωχούς, αναπήρους, τυφλούς και χωλούς και φέρτε τους εδώ. Φέρτε εδώ όλους αυτούς που δεν μπόρεσαν να χτίσουν τον εγωκεντρισμό τους πάνω σε αγρούς και βόδια. Όλους αυτούς που τυφλότης και χωλότης άφησε έξω σε ρύμες και πλατείες, σε οδούς και φραγμούς κι «ανάγκασον εισελθείν» ίνα γεμισθεί ο οίκος μου.

Εκείνοι που είχαν κληθεί, παραιτήθησαν. Εκείνοι που μπορούσαν να επιλέξουν, δεν ήλθαν. Διεσκορπίσθησαν σε κτήματα. Για εκείνους ήταν το δείπνο. Οι άλλοι, οι πτωχοί κι οι ανάπηροι αναγκάσθηκαν να έλθουν. Η πτωχεία κι η αναπηρία τους έγινε ανάγκη. Έγινε, χωρίς να το ξέρουν πρόσκληση σε δείπνο.

Πρέπει να φτωχύνουμε; Να αρρωστήσουμε; Να πάψουμε να βλέπουμε; Για να αναγκασθούμε εισελθείν; Μόνο κάτω από το κράτος της ανάγκης πορευόμασθε προς τον οίκο του Θεού;

Όταν ελεύθερα ενεργούμε, αυτόβουλα, επιλέγουμε τον εγωκεντρισμό; Περιορίζουμε τον εαυτό μας σε έναν αγρό ή ένα ζευγάρι βόδια; Και μένουμε αυτάρκεις στο στενό κύκλο της οικογένειας;

Ενώ, ποιο εκεί, πέρα από αυτά, ο οίκος του οικοδεσπότη του παντός προσκαλεί σε κένωση, σε μοίρασμα.

Ο οίκος πρέπει να πληρωθεί.

Ο αγρός θα ερημώσει, οι βόες θα πορεύονται και χωρίς εμάς.

Και όσους η ανάγκη κι η φτώχεια εμπόδισε να περιχαρακώσουν το εγώ τους σε χρήματα και κτήματα, κι άφησε εκτεθειμένους σε ρύμες και

πλατείες, αυτούς θα τους βρει ο δούλος και θα τους αναγκάσει να έλθουν.

Και αυτοί οι ταπεινοί δεν θα έχουν τι να αντιτάξουν. Δεν θα έχουν γιατί να παραιτηθούν. «Για να γεμίσει ο οίκος».

Να γεμίσει όχι από τους κλητούς αλλά από τους εκλεκτούς.

Πόσο σημαντικό είναι, αδελφοί μου, αυτό το νόημα, του σημερινού Ευαγγελίου.

Υπάρχει ένας οίκος μακριά από τους αγρούς και τα ζεύγη βοών. Μακριά από ρύμες και πλατείες.

Ένας οίκος που πρέπει να γεμισθεί

Γιατί έτσι θέλει ο οικοδεσπότης.

Καλά Χριστούγεννα.





Κυριακή ενδεκάτη (των Προπατόρων) Εκ του κατά Λουκά.
«Έρχεσθε, ότι ήδη έτοιμα εστί πάντα»..
Τι καλλίτερο θα μπορούσαμε να ακούσουμε δύο εβδομάδες πριν τα Χριστούγεννα; «Έρχεσθε», μια πρόσκληση γεμάτη βεβαιότητα «ότι ήδη έτοιμα εστί πάντα», όλα είναι από πριν έτοιμα.
Από κάποιον οικοδεσπότη, τον οικοδεσπότη του κόσμου ετούτου. Ο οποίος στην πιο όμορφη στιγμή του χρόνου, ποιεί δείπνον μέγα, έτσι Μέγας που είναι και ο ίδιος και καλεί πολλούς, έτσι πολύ που είναι η αγάπη του. Τα πάντα, ήδη έτοιμα. Για εμάς. Η πρόσκληση του Θεού μια πρόσκληση σε γιορτή, που ορίζεται από τη λέξη «έρχεσθε».
Κάθε στιγμή της ζωής μας , αδελφοί, κάποιος μας καλεί σε μια έτοιμη γιορτή. Σε μια έτοιμη χαρά.
Αν το σκεφθείτε, από το χάραμα που μέσα σε μια έκρηξη χρωμάτων η μέρα διαδέχεται την νύχτα, μια πρόσκληση είναι και αυτή σε μια χαρά. Την χαρά της καινούργιας μέρας, μια πρόσκληση να πετύχουμε και να χαρούμε αυτό το θαύμα που θα συντελεσθεί και σήμερα μπροστά στα μάτια μας, για εμάς.
Κι όταν το δειλινό, τα χρώματα ηρεμούν και μας οδηγούν στην μυστική ομορφιά της νύχτας, άλλη μια πρόσκληση για γιορτή, για χαρά, να ευφρανθούμε για τον όμορφο κόσμο που μας χάρισε ο Μεγάλος Θεός και να συμμετάσχουμε, να τον κοινωνήσουμε αυτόν τον κόσμο, να τον μεταλάβουμε σε δείπνο χαράς.
Και κάθε άνθρωπος που μας πλησιάζει είναι ένας δούλος του οικοδεσπότη αυτού του κόσμου, που μας καλεί να συνυπάρξουμε εμείς και οι άλλοι, εκλεκτοί, πλάσματα του Δημιουργού εκλεκτά.
Και σήμερα, Κυριακή των Προπατόρων, στην καρδιά ενός χειμώνα, στα προεόρτια των Χριστουγέννων, όλα, μια ετοιμασία για δείπνο χαράς.
«Έρχεσθε» το μόνο που ακούν τα αυτιά μας.
Όμως δεμένοι σε αγρούς που αγοράσαμε και νομίζουμε ότι μας ανήκουν, ακολουθώντες ζεύγη βοών των  πέντε αισθήσεων μας που καταντούν παραισθήσεις έτσι που τα ζεύσαμε και μας έζευσαν και πορευόμαστε οπίσθω τους, δοκιμάζοντας συνεχώς επιθυμίες και αισθήματα…
Ή δεμένοι με γυναίκα απομονώσαμε τα πάντα γύρω και δεν δυνάμεθα πλέον ελθείν μιας και νομίσαμε, ότι ο γάμος θα μας έκανε εμάς τους ίδιους οικοδεσπότες κάποιου μικρού στενού χώρου. Μπερδεμένοι, μέσα στον ελάχιστο ιδιόκτητο αγρό μας, ακολουθούντες τις διπλές, πάντα, επιθυμίες μας, έγινε ακόμα και ο σύντροφός μας, άρνηση για έξοδο από τον εαυτό μας.
Και απαντάμε « ου δύναμαι ελθείν». Πάντα για κάποιον άλλον.
Όμως κάποιοι άλλοι, έμειναν πτωχοί, δίχως αγρούς και δεσμεύσεις. Με πολλές ελλείψεις, τυφλοί για τον κόσμο και ανάπηροι, τόσο που ποτέ δεν δέθηκαν πίσω από βόδια κι άφησαν τους εαυτούς τους σε πλατείες και ρύμες της πόλεως. Εκτέθηκαν. Οι ελλείψεις τους, τους άφησαν έξω, στο δρόμο, εκεί που ίσως θα συναντούσαν αυτό που τους λείπει.
Αν καταλάβαμε ποτέ πόσο πτωχοί, ανάπηροι και τυφλοί είμαστε, θα μείναμε έξω, σε πλατείες και ρύμες, ψάχνοντας, επαιτώντας.
Ζητιάνοι, ανέστιοι και πένητες, από ταπείνωση, παρίες.
Αν γελαστήκαμε και δεν αναγνωρίσαμε τη χωλότητα και τη τυφλότητά μας, τότε αγοράσαμε αγρούς που δεν ήταν δικοί μας, πήραμε από πίσω βόδια και κάναμε τη γυναίκα που παντρευτήκαμε άρνηση για πιο πέρα. Και οργίσαμε με την ανοησία μας το Θεό.
Γιατί ο οίκος του Θεού θα γεμίζει πάντοτε από εκείνους τους τυφλούς και τους ανάπηρους, από εκείνους του δρόμου. Και πάντοτε θα προσέρχονται σ’ αυτόν οι άνθρωποι  «του δρόμου».
Ας σκεφτούμε, αδελφοί μου, τι θεωρούμε τον εαυτό μας…Γιατί η αναπηρία μας, η τυφλότητά μας, η χωλότητά μας, είναι η ανθρωπιά μας. Και μέσα σ’ αυτή την αδυναμία μας θα δεχθούμε την πρόσκληση. Θα αναγκασθούμε να προχωρήσουμε προς το δείπνο.
Όλα τα άλλα, που έχουμε, νομίζουμε ότι κατέχουμε, θα μας οδηγούν πάντα στο «έχε με παρητημένον»
Στην άρνηση της χαράς, της όντως χαράς.
Αδελφοί, η ζωή μας είναι Δρόμος. Είναι ο Δρόμος.
Μη γελιόμαστε με αγρούς… Ο δρόμος που μας οδηγεί στην Χριστού Γέννηση.
Εντός μας, εκτός Βηθλεέμ. Στην πτωχεία και στην ελευθερία του σπηλαίου.
Στην βασιλεία των ουρανών.

Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2020

ΚΥΡΙΑΚΗ ΔΕΚΑΤΗ εκ του κατά Λουκά

 

«Γύναι, απολέλυσαι της ασθενείας σου..»

Έρχεται κάποια στιγμή στην ζωή του ανθρώπου, του κάθε ανθρώπου, που θα μας ιδεί ο Ιησούς, που θα μας προσφωνήσει τον καθ’ ένα, προσωπικά, που θα επιθέσει τας χείρας Του και παραχρήμα, θα ανορθωθούμε και θα απολυθούμε της ασθενείας μας.

Και τότε θα βρεθούμε όρθιοι, εμείς που επί έτη και έτη ου δυνάμεθα ανακύψαι. Εμείς που συγκύπταμε πνεύμα έχοντες ασθενείας, θα ιδούμε τον Κύριον και Αυτός θα μας ιδεί, έτσι που μόνον Εκείνος γνωρίζει να βλέπει. Εμείς σκυφτοί, έτη δέκα και οκτώ, θα βρεθούμε σε μίαν στιγμή μπροστά Του, εμπρός στην αγάπη Του. Οπωσδήποτε.

Και θα ιαθούμε, θα ανορθώσουμε, επιτέλους το βλέμμα μας και την ψυχή μας, έτσι ολόκληρη προς τα επάνω και το σώμα μας που ως τα τότε συνέκυπτε, βεβαρημένο από την αμαρτία, από την συγγένεια του με το χώμα, από μοναξιά, από πνεύμα ασθενείας.

Και τι θα κάνουμε τότε;

Μα το μόνο που κάθε υγιής σώματι και ψυχή άνθρωπος θα νιώθει να κάνει: ανορθωθέντες, θα δοξάσουμε τον Θεό.

Ενώ, άλλοι, αρχισυνάγωγοι,θα σκανδαλισθούν. Αυτοί που γνωρίζουν τι πρέπει να κάνουμε, δεν μας αγάπησαν ποτέ. Και η πλευρά αυτή του εαυτού μας που δεν αγαπήσαμε και δεν μας αγάπησε ποτέ, θα μείνει ξένη προς την παραχρήμα θεραπεία μας.

Εκείνοι που αγαπούν να κρίνουν, ακόμα και τον ίδιο το  Θεό, δεν μετέχουν στην υπέρβαση του κόσμου. Γιατί η αρρώστια μας, το Σάββατο, οι ημέρες που δεν εργαζόμεθα κι εκείνες που δεν πρέπει, είναι μέσα στην φύση, στην κανονικότητα και στον νόμο της φύσης.

Όμως υπάρχει και αυτή, η συνάντηση με τον Ιησού, υπάρχει η στιγμή που το βλέμμα Του θα μας ιδεί, η στιγμή της προσφώνησης που θα μας καλέσει στην ελευθερία. Σαν εκείνο το «απολέλυσαι της ασθενείας σου».

Αυτό, αγαπητοί μου αδελφοί, θα γίνει σε τόπο και χρόνο προσωπικό. Θα είναι μέσα στα όρια του Σαββάτου, αλλά κι έξω από αυτό. Οι άλλοι δεν θα το καταλάβουν.

Υποκριταί όλοι μας, που φροντίζουμε βόδια και όνους των επιθυμιών μας, αλλά την συγγένεια του καθενός μας με τον Αβραάμ, δηλαδή, με την Βασιλεία των Ουρανών, ξεχνούμε και συγκύπτουμε και ου δυνάμεθα ανακύψαι εις το παντελές, αρχισυνάγωγοι και υποκριταί, όταν κρίνουμε τους άλλους ή τον εαυτό μας. 

Όμως ο Χριστός, θέτει πάντα τας χείρας Του εφ ημάς και μας θεραπεύει και παραχρήμα ανορθούμεθα και δοξάζουμε τον Θεό, ελεύθεροι από όνους, και Σάββατα.

Αμήν.


ΚΥΡΙΑΚΗ ΔΕΚΑΤΗ  εκ του κατά Λουκά

«Γύναι, απολέλυσαι της ασθενείας σου.»
Δεκαοχτώ χρόνια ήταν συγκύπτουσα η γυναίκα εκείνη.
Ζούσε σκυφτή, «πνεύμα έχουσα ασθενείας». Μα και το Σάββατο εκείνο, προσήυχετο στην συναγωγή.  Και στο χώρο αυτό, συναντήθηκε με τον Χριστό.
Εκείνος, «επέθηκεν επ αυτή τας χείρας….και παραχρήμα ανορθώθη…» «και εδόξαζεν τον Θεόν».
Είναι ένα συγκλονιστικό θαύμα, αγαπητοί μου αδελφοί, που συμβαίνει, «δημοσία», θα λέγαμε, Σάββατο και στην συναγωγή. Και αφορά ένα πρόσωπο πολύ ταλαιπωρημένο.
Σε αυτόν τον ανθρώπινο πόνο, ο Χριστός, επιθέτει τας χείρας. Και ελευθερώνει από τα δεσμά της αρρώστιας που δεν αφήνουν την γυναίκα «ανακύψει εις το παντελές». Μα εκείνη την ημέρα, ήταν εκεί, παρών και ο αρχισυνάγωγος, που και εκείνος όπως φαίνεται, είχε ανάγκη «ανακύψαι».
Ο αρχισυνάγωγος παράμενε προσηλωμένος στην τήρηση της αργίας του Σαββάτου, τόσον που να αγανακτά για την θεραπεία της συγκύπτουσας γυναίκας.
Ποιο είναι το εμπόδιο, αγαπητοί μου αδελφοί, που κρατά τον αρχισυνάγωγο μακριά από την δυνατότητα του θαύματος; Η αργία του Σαββάτου είχε την αξία που της προσδίδει;
Και βέβαια όχι. Διότι για τον βούν και για τον όνον καταλύεται η αργία. Για την θυγατέρα του Αβραάμ, να μην καταλυθεί;
Ο Κύριος ονομάζει την γυναίκα αυτή, θυγατέρα του Αβραάμ. Της δίδει την μεγάλη αξία, της παλαιοδιαθικηκής γενεαλογίας. Για να θυμίσει στον αρχισυνάγωγο, το μέγεθος της κάθε ψυχής και την μοναδικότητα της στον δρόμο της σωτηρίας.
Τυφλωμένος ο αρχισυνάγωγος από το τύπο και τη τήρηση του θρησκευτικού κανόνα, αγνοεί την δυνατότητα της υπέρβασης. Το κάνει για τον βούν και για τον όνον, αλλά όχι για την συγκύπτουσαν. Ίσως γιατί ποτέ δεν είχε σκεφθεί ότι η ασθένεια της ήταν δέσιμο του σατανά, πνεύμα ασθενείας.
Υποκριτής είναι, αγαπητοί μου αδελφοί, ο καθ’ ένας από εμάς, που όταν αποτυγχάνει στην αγάπη προς τον πλησίον, χρησιμοποιεί τον θρησκευτικό τύπο για να δικαιολογηθεί. Μία θρησκευτικότητα που καταστρατηγείται όμως όταν το ίδιον συμφέρον το προκαλεί. Και μένουμε σκυφτοί, συγκύπτοντες, μη δυνάμενοι ανακύψει. Με πνεύμα ασθενείας, από τον σατανά. Μένουμε προσηλωμένοι μέσα στα περιορισμένα όρια, έξι ημέρες να εργαζόμεθα και την εβδόμη να παραμένουμε τυφλοί.
Σήμερα, η δικιά μας Κυριακή, η Κυριακή του Θεού, είναι για να λύσει δεσμά. Τα δεσμά της συγκύπτουσας και τα δικά μας. Είναι η ημέρα ελευθερίας, εάν δεν χρησιμεύσει για να ποτίσουμε τον βούν και τον όνον, δηλαδή εάν δεν αναλωθεί στο ψητό που μας περιμένει στο σπίτι ή στη βραδινή ψυχαγωγία, αλλά στην δόξα του Θεού. Εάν η σημερινή αργία δεν είναι επίκουρος της εβδομάδας, μια ξεκούραση από τους ρυθμούς της βιοτικής μέριμνας.
Αλλά εάν γίνει ημέρα λυσίματος δεσμών, τότε θα μας κάνει «ανακύψαι» και ίσως «αναβλέψαι» έτσι ώστε να καταλάβουμε τι είναι θρησκευτική αργία ή εορτή. Τι είναι εκκλησιασμός.
Όταν, όπως και σήμερα στην συναγωγή της ευαγγελικής περικοπής, μαζί με την συγκύπτουσα και τον αρχισυνάγωγο, παρών είναι και ο Κύριος του Σαββάτου. Εκείνος που χαρίζει ελευθερία και τον μεν ένα, τον ταπεινό και ταλαίπωρο ονομάζει, τέκνο του Αβραάμ, το δε έτερο, ένδοξα και υψηλά ιστάμενο, υποκριτή.
Βλέπετε, αγαπητοί μου αδελφοί, ποια είναι η των πραγμάτων αλήθεια; Αυτό που ψάλαμε εχθές στην εορτή του Αγίου που εν τη ταπεινώσει τα υψηλά απέκτησε και εν τη πτωχεία τα πλούσια.
Μέσα στην σημερινή μας σύναξη, μέσα από τις τόσο πυκνές εορτές, μνήμες αγίων και μαρτύρων της εκκλησίας μας, ελπίζουμε, με την χάρη του Θεού, από την συγκύπτουσα πνευματική μας κατάσταση, από την υποκριτική πολλές φορές τήρηση των θρησκευτικών μας εορτών και νηστειών, να πορευτούμε προς εκείνη την Γέννηση, εκείνη την μεγάλη εορτή που όλο και πλησιάζει, που όλα, και βούς και όνος και φάτνη, ξεχνούν τα εξαήμερα δεσμά και προσηλώνονται στην αγάπη προς τον Χριστό.
Για του οποίου την Γέννηση, μέσα στις ψυχές μας, νηστεύουμε και εορτάζουμε τους Αγίους.
Για να αναβλέψουμε.

Αμήν.

Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου 2020

'Οσιος Γέροντας Πορφύριος: Ο Χριστός είναι το παν στη ζωή μας.

 

Σε κλειδωμένες ψυχές ο Θεός δεν εισέρχεται, δεν εκβιάζει, δεν παραβιάζει. Αντίθετα, σε αυτούς που έχουν πίστη απλή, ο Θεός εμφανίζεται και χαρίζει το άκτιστον φως Του.

Η καρδιά σας να είναι απλή κι αγαθή.

Δεν υπάρχει ανώτερο πράγμα απ’ αυτό που λέγεται μετάνοια και εξομολόγηση. Αυτό το μυστήριο είναι η προσφορά της αγάπης του Θεού στον άνθρωπο.

Όταν είναι κανείς άδειος από τον Χριστό, τότε έρχονται και τον γεμίζουν ζήλειες, μελαγχολία, αντίδραση, κοσμικό φρόνημα, κοσμικές χαρές. Προσπαθήστε να γεμίσετε την ψυχή σας με τον Χριστό!

Όταν ο άνθρωπος ζει χωρίς Θεό, χωρίς γαλήνη, χωρίς εμπιστοσύνη, αλλά με άγχος, αγωνία, κατάθλιψη, απελπισία, αποκτάει ασθένειες σωματικές και ψυχικές.

Άμα βλέπετε νωθρότητα, ο άνθρωπος δεν είναι καλά στην ψυχή. Ο σωματικός κόπος είναι αγώνας πνευματικός.

Ζώντας μέσα στην αγάπη του Θεού, ζείτε μέσα στην ελευθερία.

Το σπουδαιότερο όπλο κατά του διαβόλου είναι ο Τίμιος Σταυρός που τον τρέμει. Ο σταυρός όμως να γίνεται σωστά.

Να μαθαίνουμε ν’ αγαπάμε κι όχι να ζητούμε να μας αγαπάνε.

Αν αγαπήσεις τον Θεό, αγαπάς τα πάντα και τους πάντες, διότι μέσα στον Θεό υπάρχουν τα πάντα! Αυτός ο ίδιος λέγει: “Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της διανοίας σου και εξ όλης της ισχύος σου”.

Όποιος ζει τον Χριστό, γίνεται ένα μαζί Του, με την Εκκλησία Του. Ζει μία τρέλα!

Να έχετε συνέχεια την μνήμη του Θεού και την εγρήγορση.

Ο θείος Έρως μας ανεβάζει στην σφαίρα του Θεού, μας χαρίζει γαλήνη, χαρά, πληρότητα. Κάθε άλλος έρωτας όμως μπορεί να φέρει τον άνθρωπο σ’ απελπισία.

Το παν είναι ο έρωτας στον Χριστό. Άμα η ψυχή σας επαναλαμβάνει με λατρεία, με πόθο τις πέντε λέξεις “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με”, δεν χορταίνει. Είναι λέξεις αχόρταστες! Σ’ όλη σας την ζωή να τις λέτε, κρύβουν τόσους χυμούς!

Κι όταν λέτε την ευχή “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με”, να την λέτε αργά, ταπεινά, απαλά, με θείο Έρωτα. Με γλυκύτητα να λέτε το όνομα του Χριστού. Να λέτε μία-μία τις λέξεις. “Κύριε … Ιησού … Χριστέ … ελέησον με”, απαλά, τρυφερά, αγαπητικά.

Ο τελειότερος τρόπος προσευχής είναι ο σιωπηλός. Εκεί γίνεται η πιο αληθινή λατρεία.

Να αγαπάτε τον Χριστό. Ο Χριστός είναι το παν στην ζωή μας. Όταν έχουμε μέσα μας τον Χριστό είμαστε χαρούμενοι και ευτυχισμένοι. Ο Χριστός είναι ο στοργικός μας Πατέρας και Νυμφίος της ψυχής μας.

Θέλω να κάνης υπακοή στην Γερόντισσά σου, γιατί η υπακοή είναι ζωή, ενώ η παρακοή θάνατος.

Στο Μοναστήρι πρέπει να έχετε αγάπη και σύμπνοια μεταξύ σας, υπακοή, ταπείνωση και προσευχή. Να υποχωρεί η μία στην άλλη, για να επέρχεται η ειρήνη, και τότε θα ζείτε τον παράδεισο απ’ αυτήν την ζωή. Επίσης ν’ αγαπήσεις την προσευχή, γιατί η προσευχή είναι η αναπνοή μας.

 

 

Από το βιβλίο: «Ο Όσιος Πορφύριος (Μαρτυρίες – Διηγήσεις – Νουθεσίες)».  Γ’. Νουθεσίες.  Έκδοση «Ενωμένη Ρωμηοσύνη» (αποσπάσματα).

 

 

 

 

 

 

 

Τρίτη 1 Δεκεμβρίου 2020

Όσιος Γέροντας Πορφύριος: ΔΙΔΑΧΕΣ


Όποιος θέλει να γίνει χριστιανός, πρέπει πρώτα να γίνει ποιητής. Αν στραπατσαριστεί η ψυχή και γίνει ανάξια της αγάπης του Χριστού, διακόπτει ο Χριστός τις σχέσεις, διότι ο Χριστός «χοντρές» ψυχές δεν θέλει κοντά Του.
Κανείς να μη σας βλέπει, κανείς να μην καταλαβαίνει τις κινήσεις της λατρείας σας προς το θείον. Όλα αυτά κρυφά, μυστικά, σαν τους ασκητές. Θυμάστε που σας έχω πει για τ’ αηδονάκι; Μες στο δάσος κελαϊδάει. Στη σιγή. Να πει πως κάποιος τ’ ακούει, πως κάποιος το επαινεί; Πόσο ωραίο κελάηδημα στην ερημιά! Έχετε δει πως φουσκώνει ο λάρυγγάς του; Έτσι γίνεται και μ’ αυτόν που ερωτεύεται τον Χριστό. Άμα αγαπάει, «φουσκώνει ο λάρυγγας, παθαίνει, μαλλιάζει η γλώσσα». Πιάνει μια σπηλιά, ένα λαγκάδι και ζει τον Θεό μυστικά, «στεναγμοίς αλαλήτοις».
Περιφρονήστε τα πάθη, μην ασχολείσθε με τον διάβολο. Στραφείτε στον Χριστό.
Η θεία χάρις μας διδάσκει το δικό μας χρέος. Για να την προσελκύσουμε, θέλει αγάπη, λαχτάρα. Η χάρις του Θεού θέλει θείο έρωτα. Η αγάπη αρκεί, για να μας φέρει σε κατάλληλη «φόρμα» για προσευχή. Μόνος Του θα έλθει ο Χριστός και θα εγκύψει στην ψυχή μας, αρκεί να βρει ορισμένα πραγματάκια που να Τον ευχαριστούν. αγαθή προαίρεση, ταπείνωση και αγάπη. Χωρίς αυτά δεν μπορούμε να πούμε «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με»
Ο παραμικρός γογγυσμός κατά του πλησίον επηρεάζει την ψυχή σας και δεν μπορείτε να προσευχηθείτε. Το Πνεύμα το Άγιο, όταν βρίσκει έτσι την ψυχή, δεν τολμάει να πλησιάσει.
Να ζητάμε να γίνει το θέλημα του Θεού. αυτό είναι το πιο συμφέρον, το πιο ασφαλές για μας και για όσους 
προσευχόμαστε. Ο Χριστός θα μας τα δώσει όλα πλούσια. Όταν υπάρχει έστω και λίγος εγωισμός, δεν γίνεται τίποτα.
Όταν ο Θεός δεν μας δίδει κάτι που επίμονα ζητάμε, έχει το λόγο Του. Έχει κι ο Θεός τα «μυστικά» Του.
Αν δεν κάνετε υπακοή (σε ιερέα-πνευματικό) και δεν έχετε ταπείνωση, η ευχή  (δηλ. το Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με) δεν έρχεται και υπάρχει και φόβος πλάνης.
Να μην γίνεται η ευχή (το Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με) αγγαρεία. Η πίεση μπορεί να φέρει μια αντίδραση μέσα μας, να κάνει κακό. Έχουν αρρωστήσει πολλοί με την ευχή, γιατί την έκαναν με πίεση. Και γίνεται, βέβαια, κι όταν το κάνεις αγγαρεία. αλλά δεν είναι υγιές.
Δεν είναι ανάγκη να συγκεντρωθείτε ιδιαίτερα για να πείτε την ευχή. Δεν χρειάζεται καμιά προσπάθεια όταν έχεις θείο έρωτα. Όπου βρίσκεσθε, σε σκαμνί, σε καρέκλα, σε αυτοκίνητο, παντού, στον δρόμο, στο σχολείο, στο γραφείο, στη δουλειά μπορείτε να λέτε την ευχή, το «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με», απαλά, χωρίς πίεση, χωρίς σφίξιμο.
Σημασία στην προσευχή έχει όχι η χρονική διάρκεια αλλά η ένταση. Να προσεύχεσθε έστω και πέντε λεπτά, αλλά δοσμένα στο Θεό με αγάπη και λαχτάρα. Μπορεί ένας μια ολόκληρη νύχτα να προσεύχεται κι αυτή η προσευχή των πέντε λεπτών να είναι ανώτερη. Μυστήριο είναι αυτό βέβαια, αλλά έτσι είναι.
Ο άνθρωπος του Χριστού όλα τα κάνει προσευχή. Και τη δυσκολία και τη θλίψη, τις κάνει προσευχή. Ότι και να του τύχει αμέσως αρχίζει: «Κύριε Ιησού Χριστέ …;». Η προσευχή ωφελεί σε όλα, και στα πιο απλά. Για παράδειγμα, πάσχεις από αϋπνία. να μη σκέπτεσαι τον ύπνο. Να σηκώνεσαι, να βγαίνεις έξω και να έρχεσαι πάλι μέσα στο δωμάτιο, να πέφτεις στο κρεβάτι σαν για πρώτη φορά, χωρίς να σκέπτεσαι αν θα κοιμηθείς ή όχι. Να συγκεντρώνεσαι, να λες τη δοξολογία και μετά τρεις φορές το «Κύριε Ιησού Χριστέ …;» κι έτσι θα έρχεται ο ύπνος.

Να μην αποθαρρυνόμαστε, ούτε να βιαζόμαστε, ούτε να κρίνομε από πράγματα επιφανειακά και εξωτερικά. Αν, για παράδειγμα, βλέπετε μια γυναίκα γυμνή ή άσεμνα ντυμένη, να μη μένετε στο εξωτερικό, αλλά να μπαίνετε, στο βάθος, στην ψυχή της. Ίσως να είναι πολύ καλή ψυχή κι έχει υπαρξιακές αναζητήσεις, που τις εκδηλώνει με την  έξαλλη εμφάνιση. Έχει μέσα της δυναμισμό, έχει τη δύναμη της προβολής, θέλει να εκλύσει τα βλέμματα των άλλων. Από άγνοια, όμως, έχει διαστρέψει τα πράγματα. Σκεφθείτε να γνωρίσει αυτή τον Χριστό. Θα πιστέψει, κι όλη αυτή την ορμή θα τη στρέψει στον Χριστό. Θα κάνει το παν, για να ελκύσει τη χάρη του Θεού. Θα γίνει αγία.
Πολλές φορές με την αγωνία μας και τους φόβους μας και την άσχημη ψυχική μας κατάσταση, χωρίς να το θέλομε και χωρίς να το καταλαβαίνομε, κάνομε κακό στον άλλον, έστω κι αν τον αγαπάμε πάρα πολύ, όπως, για παραδείγματος χάριν, η μάνα το παιδί της. Η μάνα μεταδίδει  στο παιδί όλο το άγχος της για τη ζωή του, για την υγεία του, για την πρόοδό του, έστω κι αν δεν του μιλάει, έστω κι αν δεν εκδηλώνει αυτό που έχει μέσα της. Αυτή η αγάπη, η φυσική αγάπη, μπορεί κάποτε να βλάψει. Δεν συμβαίνει, όμως, το ίδιο με την αγάπη του Χριστού, που συνδυάζεται με την προσευχή και με την αγιότητα του βίου. Η αγάπη αυτή κάνει άγιο τον άνθρωπο, τον ειρηνεύει, διότι αγάπη είναι ο Θεός.



Aπό το βιβλίο «ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ Ανθολόγιο Συμβουλών»
 
ΕΚΔΟΣΕΙΣ Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΙΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΜΗΛΕΣΙ ΑΤΤΙΚΗΣ

Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2020

Βίος του Αγίου Ιερομάρτυρος Φιλουμένου του Αγιοταφίτου του φύλακος του φρέατος του Ιακώβ


  Ο Άγιος Φιλούμενος κατά κόσμος Σοφοκλής γεννήθηκε στην Λευκωσία, στις 15 Οκτωβρίου 1913. Γονείς του ήταν οι Ευσεβείς Γεώργιος και Μαγδαληνή. Ήταν δίδυμος αδελφός με τον π. Ελπίδιο κατά κόσμον Αλέξανδρος και από μικροί ξεχώριχαν για την αγάπη που είχαν προς τον Θεό και γι’ αυτό από πολύ νωρίς άναψε μέσα τους η επιθυμία για τη μοναχική ζωή. Το 1927, σε ηλικία μόλις 14 τώ αναχώρησαν και οι δυο για την Ιερά Μονή Σταυροβουνίου, αφού πήραν την ευχή του πνευματικού τους, αλλά και των ευλαβών γονέων τους. Εκεί έμειναν 6 περίπου χρόνια, όταν ο Έξαρχος του Παναγίου Τάφου τους πήρε για να φοιτήσουν στο Γυμνάσιο του Πατριαρχείου στα Ιεροσόλυμα, όπου βρέθηκαν το 1934, μαθητές στην Σχολή της Αγίας Σιών.
Το 1937 εκάρησαν μοναχοί παίρνοντας ο Σοφοκλής το όνομα Φιλούμενος και ο Αλέξανδρος το όνομα Ελπίδιος. Στις 5 Σεπτεμβρίου του ιδίου χρόνου χειροτονήθηκαν διάκονοι και το 1939 αποφοίησαν από το Γυμνάσιο του Πατριαρχείου. Ο π. Ελπίδιος έφυγε από την Αγία Γη, υπηρετώντας σε άλλους τόπους. Ο Άγιος Φιλούμενος παρέμεινε στα Ιεροσόλυμα για 45 συνεχή χρόνια, μέχρι το μαρτύριό του. Το 1943 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και αφού πέρασε από διάφορες διακονίες μέσα στο Πατριαρχείο και διορίσθηκε σε διάφορες θέσεις υπηρετώντας πάντοτε με ευθύνη και φόβο Θεού και με πολύ αγάπη προς τους αγιοταφίτες πατέρες, στις 8 Μαΐου του 1979 μετατέθηκε στο Φρέαρ του Ιακώβ όπου υπηρέτησε μέχρι το μαρτυρικό του θάνατο, στις 29 Νοεμβρίου του ιδίου έτους. Εκεί όμως, αντιμετώπιζε πολλά προβλήματα από φανατικούς Εβραίους που συνέχεια τον απειλούσαν ότι αν δεν εγκαταλείψει το Φρέαρ και πάρει τις εικόνες και τον Εσταυρωμένο να φύγει, θα τον σκοτώσουν. Εκείνος όμως απαντούσε ότι δεν θα εγκαταλείψει ποτέ το προσκύνημα, αλλά ότι ήταν έτοιμος ακόμα και να μαρτυρήσει, ως πιστός φύλακας αυτού.
Το απόγευμα της 29ης Νοεμβρίου του 1979, ημέρα της μνήμης του Αγ. Μάρτυρος Φιλουμένου, φανατικοί Εβραίοι μπήκαν στο χώρο του Φρέατος του Ιακώβ κι ενώ ο Άγιος τελούσε τον Εσπερινό, του επιτέθηκαν με τσεκούρι, τον κακοποίησαν και τέλος τον σκότωσαν. Το μαρτύριό του ήταν φρικτό, γιατί οι δήμιοί του τον χτύπησαν αλύπητα στο πρόσωπο και του έκοψαν τα δάχτυλα του δεξιού του χεριού. Στη συνέχεια βεβήλωσαν την Εκκλησία και το Σταυρό κι έριξαν μια χειροβομβίδα καταστρέφοντας τον χώρο. Είναι συγκλονιστική η μαρτυρία του π. Σωφρονίου που παρέλαβε το τίμιο λείψανο του μάρτυρα για να το ντύσει και να το ετοιμάσει για την ταφή, ότι παρέμεινε 5 μέρες μετά το μαρτύριό του ζεστό και εύκαμπτο και «βοήθησε» το Γέροντα Σωφρόνιο για να τον ντύσει. Συγκλονιστική είναι επίσης η μαρτυρία του κατά σάρκα αδελφού του π. Ελπιδίου, που αν και μίλια μακρυά, άκουσε τη φωνή του π. Φιλουμένου να του λέγει: «Αδελφέ μου με σκοτώνουν προς δόξαν Θεού. Σε παρακαλώ μην αγανακτήσεις». Στην κηδεία του πλήθος κόσμου μαζεύτηκε, όχι μόνο χριστιανοί, αλλά και ετερόδοξοι, μουσουλμάνοι και χοτζάδες ακόμη. Όλοι ήρθαν να του δώσουν τον τελευταίο ασπασμό. Όλοι τον έκλαψαν, γιατί ήταν ένας καλός και άγιος ιερομόναχος.
Η Εκκλησία τον τιμά ως άγιο στις 29 Νοεμβρίου και το ευωδιάζον και θαυματουργό σκήνωμά του βρίσκεται εντός του νέου τρισυπόστατου μεγαλοπρεπούς ιερού ναού που χτίστηκε στο Φρέαρ του Ιακώβ, επ’ ονόματι της Αγίας Φωτεινής της Σαμαρείτιδος, του Αγίου Φιλουμένου και του αγίου Ιουστίνου. Κτίτωρ του νέου αυτού ναού είναι ο Αρχιμανδρίτης π. Ιουστίνος, στον οποίο ο Άγιος Φιλούμενος εμφανίζεται συχνά και τον προστατεύει από τις επιθέσεις των φανατικών Εβραίων που συνεχίζονται εναντίον του π. Ιουστίνου και του Ιερού Προσκυνήματος. Χιλιάδες ορθόδοξοι καταφθάνουν κατ’ έτος για να προσκυνήσουν το ιερό λείψανό του στο Φρέαρ του Ιακώβ, στη Σαμάρεια.
«Ο Άγιος Φιλούμενος, αναφέρει η ευσεβής μοναχή «ήταν πάρα πολύ ολιγόλογος. Όταν όμως πηγαίναμε στο προσκύνημα που διακονούσε, στο πέρας της Θείας Λειτουργίας, πάντοτε έκανε ένα σύντομο και απλό κήρυγμα. Μας έλεγε, για παράδειγμα, να έχουμε ταπείνωση, να έχουμε αγάπη, να ήμαστε ελεήμονες… “Να λέτε την Ευχή” μας έλεγε, “και η ευχή θα τα κανονίσει όλα. Όταν λέτε την Ευχή, μη φοβείστε τίποτα. Αλλά κι ο ίδιος ζούσε την Ευχή, η οποία δεν έλειπε ο από το στόμα του. Περπατούσε και έβλεπες συνεχώς τα χείλη του να κινούνται. Εμάς, πού ήμασταν μοναχές, μας έλεγε να διαβάζουμε πολύ και κυρίως πατερικά βιβλία, όπως τον Άγιο Ισαάκ τον Σύρο, τον Άγιο Εφραίμ τον Σύρο, την Κλίμακα του Αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου, την Αγία Γραφή… Το Ευαγγέλιο, μας έλεγε, να μη σας λείπει από το χέρι σας. Την Καινή Διαθήκη να τη διαβάζετε τακτικά». Ο Άγιος Φιλούμενος έζησε αθόρυβα και ταπεινά. Η ασκητική ζωή και η ακρίβεια της τήρησης των μοναχικών ιδεωδών, ήταν τα κυριότερα χαρακτηριστικά που τον διέκριναν. Πολλές φορές έκανε και τον σαλό για να κρύβεται από τον κόσμο.
Αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί. Ας αναλογιστούμε όλοι μας. Οι Άγιοι δεν είναι κάτι εκτός του κόσμου τούτου.  Ήταν και είναι  άνθρωποι σαν εμάς, με πίστη όμως ακλόνητη, αγάπη στο Θεό, και στον πλησίον και ταπείνωση. Πίστη τέτοια στο Θεό που και το μαρτύριο το υπέμειναν και τη ζωή τους έδωσαν προς Δόξαν Του. Με τον θάνατό τους , πάτησαν και νίκησαν τον θάνατο και τον Αδη και κέρδισαν την αιώνια ζωή στην Βασιλεία των ουρανών, όπως ακριβώς ο Άγιος ιερομάρτυρας Φιλούμενος. Άνθρωποι που έζησαν εν ασκήσει δια βίου, που έδωσαν αίμα και πήραν Πνεύμα Θεού.
Ακόμα και στους δύσκολους τούτους καιρούς, η Χάρις του Κυρίου μας, μας δίνει Αγίους και θα εξακολουθήσει να δίνει μέχρι της συντέλειας των αιώνων, προς Δόξα του εν Τριάδει Θεού και για παρηγοριά και παραμυθία δικιά μας. Ότι κι αν κάνουν, η Εκκλησία μας, το Σώμα του Κυρίου, το πλήρωμα του Παναγίου Πνεύματος, θα μείνει όρθια, ζωντανή, κραταιά, αταλάντευτη, ακλόνητος κυματοθραύστης στις επιθέσεις του πονηρού. «Πύλαι άδου ου κατισχύνουσιν αυτής».


Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2020

ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΑΚΩΒΟΥ ΤΟΥ ΤΣΑΛΙΚΗ

 Ένας Άγιος των ημερών μας, της εποχής μας τούτης της δύσκολης. Ο Άγιος Ιάκωβος εγεννήθη το 1920 στα ματωμένα χώματα της Μικράς Ασίας, εις το Λιβίσι της Μάκρης,.
Ένεκεν αυτής της γειτονίας ένιωθε πάντοτε μια ιδιαίτερη αγάπη για την Κύπρο. Η μάνα του Θεοδώρα, όταν ήθελε να παρακαλέσει την Παναγία, εγύριζε κατά τα βουνά του Κύκκου και φώναζε: «Παναγία του Κύκκου μου. Φύλαγε τα παιδιά του κόσμου και τα δικά μου». Αυτή τη σχέση της μάνας του με την Παναγία του Κύκκου, με την Κύπρο, θα την κληρονομήσει ο γέροντας μαζί με όλη τη μικρασιατική παράδοση και θα τη μεταφέρει πρόσφυγας το 1922 στη βόρεια Εύβοια. Όταν τα καράβια της προσφυγιάς έφτασαν το 1922 στον Πειραιά, με τους πονεμένους πρόσφυγες να παρηγορούνται με τη σκέψη ότι θα τους αγκάλιαζε η μητέρα Ελλάδα, τότε άκουσαν τους ανθρώπους του λιμανιού να βρίζουν τον Χριστό και την Παναγία: «Για τους δικούς μας ανθρώπους», έλεγε ο γέροντας, «ήταν πρωτάκουστα ακούσματα και όλοι φωνάξαμε, παρά να βρίζουν τον Χριστό και την Παναγία μας, καλύτερα πίσω στους Τούρκους».
 Οι κυνηγημένοι πρόσφυγες ήταν φορείς μιας άλλης παράδοσης, αυστηρής, καλογερικής. Και ο γέροντας ένιωθε πάντοτε ότι ήταν απόγονος αγίων ανδρών, αφού άκουε από τη μάνα του ότι καταγόταν από εφτά γενεές ιερέων. Ένας από αυτούς ήτο ασκητής στα Ιεροσόλυμα, την ίδια δε τη μάνα του Θεοδώρα τη χαρακτήριζε ως ασκήτρια. Είχε τόση αρετή η ευλογημένη αυτή γυναίκα, που προείδε τον θάνατό της πολλές μέρες πριν και τον ανακοίνωσε στα παιδιά της, για να τα προετοιμάσει. Την προσφυγική οικογένεια του Τσαλίκη τη δέχτηκαν τα φιλόξενα χώματα της βορείου Ευβοίας, συγκεκριμένα το χωριό Φαράκλα. Εκεί έμαθε τα πρώτα γράμματα στο δημοτικό σχολείο του χωριού, τα οποία ήσαν και τα τελευταία. Δεν συνέχισε ο γέροντας στο γυμνάσιο. Ο πατέρας του ένεκεν της φτώχειας, που είχαν τότε, τον έβγαλε από το σχολείο και τον έπαιρνε μαζί του στα κτίσματα, για να τον βοηθά.
Τα βράδια, όταν όλοι κοιμόντουσαν στο σπίτι, έβγαινε κρυφά και πήγαινε σε ένα ξωκλήσι του χωριού, για να προσευχηθεί, στην Αγία Παρασκευή. Εκεί έκανε πολλές μετάνοιες, όπως τον συνήθισε η μάνα του Θεοδώρα, και προσευχόταν για ώρες πολλές. Μετά γύριζε στο σπίτι, χωρίς να καταλαβαίνει κανείς τίποτα. Ένα βράδυ εκεί στο ξωκλήσι, που γονατιστός ο μικρός Ιάκωβος προσευχόταν, είδε μια σκιά μέσα στο ιερό. Αυτός φοβήθηκε και το πρωί το είπε στη μάνα του. Η διακριτική κυρία Δωρούλα του λέει: «Μη φοβάσαι, Ιακωβάκο μου, το ράσο του παπά θα είναι και το φεγγάρι του κάνει σκιά». Έτσι διασκέδασε το λογισμό του γιου της. Το βράδυ πήγε πάλι ο μικρός μας γέροντας στο ξωκλήσι για τον κανόνα του. Όταν τέλειωσε και εξερχόταν από το ταπεινό ξωκλήσι, είδε κάτω από ένα μεγάλο δένδρο μια ψηλή μαυροφορεμένη γυναίκα να του κάνει νόημα να την πλησιάσει. Πήγε κοντά της και τον ρωτά: «Τι θέλεις, Ιάκωβέ μου, να σου χαρίσω για τις τόσες προσευχές, που κάνεις στο σπίτι μου;». «Ποια είσαι εσύ, καλή μου κυρία;», «Εγώ είμαι η Αγία Παρασκευή και ό,τι μου ζητήσεις θα στο δώσω». «Εγώ είμαι μικρός και δεν ξέρω τι θέλω, θα ρωτήσω όμως τη μάνα μου και ό,τι μου πει θα στο ζητήσω». Το πρωί λέει στην ευλογημένη μάνα: «Μάνα, ψες έξω από το ξωκλήσι είδα την Αγία Παρασκευή και μου είπε, ό,τι της ζητήσω θα μου το δώσει. Τι να της ζητήσω, μάνα;». Άνοιξε τότε η μάνα τα δυο της χέρια διάπλατα, σαν να 'θελε να χωρέσουν όλον τον ουρανό, και έκραξε φωνή μεγάλη: «Την τύχη μου, Αγία Παρασκευή, να μου δώσεις, την τύχη μου». Την επομένη ο μικρός Ιάκωβος επανέλαβε, σαν γνήσιος υποτακτικός, τα λόγια της γερόντισσάς του στην αγία. Η Αγία Παρασκευή στην απλοϊκή απάντηση της μάνας Θεοδώρας απάντησε προφητικά: «Θα σου δώσω εγώ τύχη, να τη ζηλέψουν πολλοί».
Έλεγε αργότερα σ' εμάς ο γέροντας: «Και μήπως ψέματα μου είπε, παιδάκι μου, η Αγία Παρασκευή; Μικρή τύχη του έδωκε; Με έκαμε ιερέα των μυστηρίων του Θεού!». Και θυμόταν και μας διηγιόταν με το ιδιαίτερο γεροντικό του χιούμορ. «Όταν λειτουργούσε ο παπάς του χωριού, την ώρα, που οι ψάλτες έψαλλαν, «Οι τα Χερουβείμ μυστικώς εικονίζοντες...» εγώ άκουα φτερουγίσματα γύρω από την Αγία Τράπεζα. Ο παπάς ενόμιζα ότι δεν έχει σώμα. Είναι άγγελος. Έλεγα έχει δυο κόκαλα στους ώμους, σαν κρεμάστρα, και κρέμονται τα ράσα απ' εκεί». Έτσι έβλεπαν την ιεροσύνη τα παιδικά μάτια της ψυχής του, και έτσι στ' αλήθεια τα θεία πράγματα είναι. έβλεπε τον παπά, σαν επίγειο άγγελο, που λειτουργεί με τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ. Από μικρός απόκτησε χερουβικούς οφθαλμούς, να θεωρεί τα επουράνια μυστήρια. Όταν μια μέρα ο παπάς του χωριού τον πήρε μαζί του στα μελίσσια, που είχε στο δάσος, κάπου πιάστηκαν τα ράσα του παπά και φάνηκε το παντελόνι από κάτω από το αντερί. Τότε για πρώτη φορά άρχισε να υποψιάζεται ότι και ο παπάς είναι άνθρωπος, «σάρκα φορών και τον κόσμο οικών».
Στο χωριό γιατρός τα χρόνια εκείνα δεν υπήρχε. Υπήρχε όμως ο πατήρ Ιάκωβος. Από τον καιρό, που ήτο δεκαπενταετής, όλοι οι κάτοικοι του χωριού έβλεπαν ότι ο Ιάκωβος του Τσαλίκη ήταν άνθρωπος του Θεού, σκεύος εκλογής, γι' αυτό και τον φώναζαν, πάτερ Ιάκωβε. Όποιος αρρώσταινε καλούσαν τον πατέρα Ιάκωβο, του διάβαζε μια ευχή και γινόταν καλά. Πολλές γυναίκες, που είχαν δυσκολίες στη γέννα, καλούσαν τον πατέρα Ιάκωβο να κάνει προσευχή, και αυτές αμέσως απελευθερώνονταν. Έτσι μια μέρα ο παπάς του χωριού κάλεσε τον πατέρα Ιάκωβο, που ήτο τότε δώδεκα ή δεκατριών ετών, να διαβάσει την ετοιμόγεννη παπαδιά. «Επήρα και εγώ μια παλαιά εκκλησιαστική φυλλάδα προσευχών, που είχα, και με μεγάλη ντροπή γονάτισα σε μια γωνιά και έκανα την προσευχή για την παπαδιά». Μόλις βγήκε από την πόρτα, γέννησε το Βαγγελάκη.
Η μητέρα του Θεοδώρα «διετήρει πάντα τα ρήματα ταύτα εν τη καρδία αυτής», και βλέποντας αυτά τα σημεία στον Ιάκωβό της, αντελήφθη ότι το παιδί αυτό έχει ιερά αποστολή να επιτελέσει. Η μάνα του γέροντα δεν ήτο μια οποιαδήποτε συνηθισμένη γυναίκα του λαού. Ο ίδιος ο γέροντας την αποκαλούσε ασκήτρια. Περνούσε τη ζωή της με υπομονή στις θλίψεις, συνεχή νηστεία, αδιάλειπτη προσευχή, χαμαικοιτία. Μικρασιάτισσα. Γυναίκα της Ανατολής. Για τον π. Ιάκωβο ήτο η γερόντισσά του, κι υποτασσόταν σ' αυτή μέχρι την κοίμησή της. Μια μέρα βροχερή της είπε: «Μάνα πάλι βρέχει!». Και η αυστηρή γερόντισσα του απάντησε επιτιμητικά: «Παιδί μου, Θεός είναι, ό,τι θέλει κάνει». Η μάνα του, η Θεοδώρα προείδε το θάνατό της πολλές μέρες πριν και προετοίμασε τα παιδιά της, για να μη λυπηθούν υπερβαλλόντως. Παρ' όλα αυτά ο ευαίσθητος π. Ιάκωβος κόντεψε να ξεψυχήσει και αυτός πάνω στον τάφο της αγίας μητέρας του. Ένεκεν αυτής του της στάσεως στον θάνατο της μάνας του πάντα μας τόνιζε να είμεθα εγκρατείς στις θλίψεις και ότι η υπερβολική στενοχώρια ή λύπη είναι αμαρτία.
Το 1952, αφού υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία, ο γέροντας ήλθε στο μοναστήρι του Οσίου Δαβίδ, όπου έμεινε επί τριάντα εννέα έτη, δηλαδή μέχρι της κοιμήσεώς του. Είχε ήδη περάσει το τριακοστό έτος της ηλικίας ο γέροντας, όταν έφτασε στο μοναστήρι του Οσίου Δαβίδ. Εδώ έμελλε να επιτελέσει την ιερά αποστολή του κατά τα προφητικά λόγια της μάνας Θεοδώρας. Στην είσοδο της μονής τον περίμενε ο ίδιος ο Όσιος Δαβίδ. Όπως η Αγία Παρασκευή υποσχέθηκε στο μικρό Ιακωβάκο μία ουράνια τύχη, έτσι και τώρα ο μέγας Γέροντας Δαβίδ υποδεχόταν τον αρτιγέννητο γέρο Ιάκωβο με την υπόσχεση: «Αν φυλάξεις ακτημοσύνη, παρθενία και υπακοή, παραμένοντας άχρι τέλους στη μονή, θα σε προσκυνήσουν αρχιερείς, οι πατριάρχες θα σε ευλαβούνται, πλούτος πολύς θα περάσει από μπροστά σου, αλλά δεν θα τον αγγίξεις». Αυτή η πρώτη συνομιλία με τον Όσιο Δαβίδ έμοιαζε με ακολουθία κουράς, όπου ο γέροντας εισάγει τον υποτακτικό στο μυστικό κήπο της βασιλείας του Θεού. Ο Όσιος Δαβίδ θα είναι πλέον ο γέροντας του πατρός Ιακώβου, όπως άλλοτε η μάνα του Θεοδώρα. Εξάλλου έτσι ήταν και είναι γνωστός ο όσιος σ' όλη την Εύβοια: Ο Γέροντας. Και το μοναστήρι του η μονή του Οσίου Δαβίδ του Γέροντος.
Η μονή είναι κτισμένη τον 16ο αιώνα, ένα αιώνα καρποφόρο για την Εκκλησία, παρόλα τα δύσκολα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Ο αιώνας αυτός προσέφερε πολλούς αγίους - Άγιο Γεράσιμο, τον Διονύσιο εν Ολύμπω, τον Τιμόθεο Πεντέλης, την Φιλοθέη Αθηναία, τον Όσιο Δαβίδ - και άλλους, οι οποίοι έκτισαν μοναστήρια, απ' όπου αντλούσε ο λαός του Θεού πίστη και ελπίδα.
Το 1952, έτος, που ο π. Ιάκωβος εισήλθε στη Μονή του Γέροντος Δαβίδ, το μοναστήρι ήτο ένα ετοιμόρροπο κτίριο, που επιζητούσε τον ανακαινιστή του. Έμεναν τότε στη μονή δύο τρεις αμόναχοι μοναχοί, ιδιορρυθμίτες, που δεν είδαν με καλό μάτι τον νέο μικρασιάτη καλόγερο. Του έδωσαν ένα ανώγειο κελί με τρύπιο πάτωμα, όπου στο ισόγειό του έβαζαν τα γίδια της μονής. Σ' αυτό το περιβάλλον έζησε την αρχή της καλογερικής του ζωής, μόνος με το Μόνο Θεό, προσευχόμενος νυχθημερόν, ως επίγειος άγγελος, προσφέροντας τη λογική λατρεία με τα άλογα ζώα του ισογείου. Τις καθημερινές ακολουθίες στο καθολικό της μονής τις κάνει με τον ευλαβή και απλοϊκό μοναχό π. Ευθύμιο.
Στα νότια της μονής και σε απόσταση είκοσι λεπτών οδοιπορικώς, πλάι σε χαράδρα, μέσα σε βράχο, βρίσκεται ένα μικρό σπήλαιο, γνωστό ως ασκητήριο του Οσίου Δαβίδ. Σ' αυτό ο όσιος παρέμενε όλη τη βδομάδα, και το Σάββατο ανέβαινε στη μονή να λειτουργηθεί και να δώσει τις σοφές συμβουλές του. Αυτό το ασκητήριο στην τωρινή εποχή μας, όπου εψυχράνθη ο ζήλος των πολλών, δεχόταν τα βράδια ένα νεαρό επισκέπτη, ένα νέο ευχέτη, να δέεται υπέρ της σωτηρίας του σύμπαντος κόσμου. Ως γνήσιος υποτακτικός του γέροντος Οσίου Δαβίδ, ακολουθεί το παράδειγμά του, νηστεύων, αγρυπνών, προσευχόμενος «εν σπηλαίοις και όρεσι και ταις οπαίς της γης».
Όπως τότε ο μικρός Ιάκωβος πήγαινε κρυφά από τους δικούς του στο ταπεινό ξωκλήσι της Αγίας Παρασκευή, έτσι και τώρα μυστικά, όταν οι λίγοι της μονής κοιμόντουσαν, αυτός επήγαινε στο αγιασμένο ασκητήριο του Οσίου Δαβίδ για τη νυχτερινή του προσευχή. Έλεγε ο γέροντας: «Τότε, παιδί μου, δεν υπήρχε δρόμος, ένα στενό μονοπάτι ήτο, και εμείς, μακριά από τον κόσμο, δεν είχαμε τον τρόπο μας να κινηθούμε τη νύχτα. Ούτε ένα φανάρι δεν είχαμε. Τόσο πόθο όμως είχαν να πηγαίνω τα βράδια στο ασκητήριο του αγίου μας, και ας είμαι εκ φύσεως δειλός, που τολμούσα να πάω. Καθ' οδόν όμως, αφού δεν έβλεπα, έπεφτα μέσα σε αυλάκια και χαράδρες και έτσι ήτο αδύνατο να φτάσω. Τότε παρακάλεσα: Θεέ μου, φώτισε μου το δρόμο να φτάσω στο ασκητήριο. Και ο καλός Θεός άκουσε το αίτημά μου. Από τα πολλά άστρα του ουρανού μου έδωσε κι εμένα ένα. Αυτό πήγαινε μπροστά και μου ‘φεγγε το δρόμο. εγώ από πίσω του. Έτσι έφτανα στο ασκητήριο. Εκεί, «ελθών ο αστήρ, έστη επάνω του σπηλαίου», έκανα την προσευχή μου και μετά πάλιν μπροστά ο αστέρας μου φέγγει μέχρι την πόρτα της μονής. Οι πατέρες εκάθευδον και τίποτα δεν καταλάβαιναν από όλα αυτά».
Ένα βράδυ εκεί στο ασκητήριο οι δαίμονες στην προσπάθειά τους να εκφοβίσουν τον γέροντα, για να εμποδίσουν τις πυρφόρες αναβάσεις του στον ουρανό, μετασχηματίσθηκαν σε ένα σμήνος από σκορπιούς. Τον περικύκλωσαν από όλες τις πλευρές, ακόμη κι' από την οροφή του σπηλαίου κρεμόντουσαν, σαν τσαμπιά από σταφύλι. Ο γέροντας, επικαλούμενος τις πρεσβείες του Οσίου Δαβίδ και την αψευδή εξουσία του Κυρίου «του περιπατείν επάνω όφεων και σκορπίων», διέλυσε τις μηχανές και φαντασίες του νοερού εχθρού. Αυτά είναι μερικά περιστατικά, ενδεικτικά των ασκητικών αγώνων του γέροντα, που τον αναδεικνύουν συνεχιστή των παλαιών οσίων του γεροντικού και της ερήμου.
Τα χρόνια περνούσαν, οι παλαιοί πατέρες της μονής απήρχοντο εκ του κόσμου τούτου, και δύο νέοι μοναχοί έρχονται βοηθοί του γέροντος στην αναστήλωση της μονής, αναστήλωση πνευματική και κτιριακή. Το 1962 ήρθε στη μονή ο π. Κύριλλος και αργότερα μετά τον θάνατο της συζύγου του ο π. Σεραφείμ. Το 1975 ο γέροντας γίνεται ηγούμενος και πνευματικός. Η πνευματική πατρότης στο πρόσωπο του π. Ιακώβου δεν ήτο ψιλός τίτλος, αλλά χάρισμα του Αγίου Πνεύματος, που το γευόταν κάθε πονεμένη ψυχή, όταν τον πλησίαζε, και ξεδιψούσε τη δίψα της. Η μονή επί των ημερών του διπλασιάζεται κτιριακά με ξενώνες, τραπεζαρία για τους προσκυνητές, καμπαναριό κλπ., ενώ ταυτόχρονα ο ναός ευπρεπίστηκε έτσι, που να ξαναβρεί η μονή το αρχέγονο κάλλος της.
Η φήμη της μονής για τα θαύματα του Οσίου Δαβίδ, τον αγιασμένο ηγούμενό της, και την αβραμιαία φιλοξενία των πατέρων της ξεπερνά τα όρια της Εύβοιας. Γίνεται πανελλήνιο προσκύνημα, πανορθόδοξη αναφορά του αιώνα μας. Από όλα τα μέρη της Ελλάδας φτάνουν προσκυνητές, για να αποθέσουν στο πετραχήλι του γέροντα τον πόνο και τις αμαρτίες τους. Πολλές φορές οι προσκυνητές και οι εξομολογούμενοι έκπληκτοι άκουγαν από τον διορατικό γέροντα την αμαρτία ή το πρόβλημά μας, πριν ακόμα το εκφράσουν. Ο προσεκτικός προσκυνητής θα έπρεπε να αντιληφθεί ότι οι διάφορες διηγήσεις του γέροντα - ιστορίες της μάνας του από τη Μικρά Ασία και της κατοπινής μοναχικής του ζωής - τον αφορούσαν προσωπικά. Ο γέροντας, ως γνήσιος ανατολίτης, που ήτο, μιλούσε και φώτιζε τις πικραμένες ψυχές με ιστορίες και παραβολές, για να ακούγονται γλυκύτερα οι ιαματικές του συμβουλές. Στην τράπεζα, στην κουζίνα, στη μεγάλη αυλή της μονής, παντού και πάντοτε είχε κάτι να διηγηθεί από τη ζωή του. Και αυτό το κάτι συχνά αφορούσε τη δική μας ζωή. Όλα αυτά τα διηγιόταν με ιδιαίτερη χάρη -αφού τον χαρίτωνε το Άγιο Πνεύμα- παραστατικότητα, με τις ανάλογες κινήσεις και φωνές, που απαιτούσε η κάθε διήγηση. Είχε μιμητική ικανότητα, που τον καθιστούσε χάρμα ακοής και οφθαλμών.
Αυτός ήτο ο γέρων Ιάκωβος πριν την ακολουθία, απλούς και χαριέστατος. Μέσα στο ναό, στη λατρεία, γινόταν άλλος άνθρωπος. Επίγειος άγγελος «συλλειτουργών», όπως ο ίδιος, έλεγε, «με Χερουβίμ και Σεραφείμ». Χωρίς να είναι ιδιαίτερα ψηλός, έδινε την αίσθηση ενός μεγαλοπρεπούς άρχοντα, που με ύψος υψηλού κηρύγματος κατά την ανάγνωση του εξάψαλμου και ευαγγελίου αναγγέλλει την παρουσία του Κυρίου στην κάθε λειτουργία. Ήταν, όπως λέμε, μεγαλοπρεπής εν απλότητι. Κατά τη διάρκεια των ακολουθιών του συνέβαιναν πολλά πνευματικά γεγονότα, τα οποία μετά μας διηγείτο. Όταν εμνημόνευε στην προσκομιδή, έβλεπε πολλές φορές τις ψυχές των παλαιών πατέρων της μονής να ζητούν τις προσευχές του. Πόση θλίψη είχε, όταν μας περιέγραψε αργότερα τη μετά θάνατο κατάσταση μερικών εξ αυτών. Όταν κάλυπταν τα Τίμια Δώρα ευλαβείς ιερείς την ώρα, που έθεταν τον αστερίσκο επάνω του αμνού, έβλεπε ένα φωτοειδή αστέρα επάνω από το κεφάλι του ιερουργούντος ιερέως. Κατά τη διάρκεια της λειτουργίας την περισσότερη ώρα, όταν το επέτρεπε η στιγμή, ήτο γονυπετής.
Εντύπωση προκαλούσε η άμεση σχέση, που είχε με τον Όσιο Δαβίδ. Όταν κάποτε οι κάτοικοι του χωριού Λιβανάτες ήρθαν, για να πάρουν την κάρα του οσίου στο χωριό τους με σκοπό να βρέξει εκείνη την άνυδρη χρονιά, ο γέροντας πήγε μπροστά στην εικόνα του οσίου και του μίλησε, μάλλον τον διέταξε μετά παρρησίας: «Γέρο, ήρθαν οι χωριανοί σου να σε πάνε στους Λιβανάτες για την ανομβρία. Σε παρακαλώ τώρα, που θα πάμε, να μπουμπουνίσεις. Πρόσεξε, μη με προσβάλεις!». Και ο Όσιος Δαβίδ τον άκουσε αμέσως. Μετά την παράκληση άρχισαν δυνατές βροχές. Αυτή την άμεση σχέση, που είχε με τον Όσιο Δαβίδ, την περιέγραφε σαν ένα τηλέφωνο: «Εγώ, παιδί, τα λέγω στο αυτί του αγίου, και αυτός ανοίγει γραμμή με τον Χριστό μας!». Ο Όσιος Δαβίδ εξεπλήρωσε τις υποσχέσεις, που έδωκε στον γέροντα, όταν πρωτοεισερχόταν στη μονή, στο ακέραιο. Πατριάρχες, αρχιερείς και κοσμικοί άρχοντες εξομολογήθηκαν κοντά του και ζητούσαν τις αποτελεσματικές ευχές του. Ο ταπεινός Ιακωβάκος, που δεν πήγε γυμνάσιο, για να βοηθά τον φτωχό πατέρα του στα κτίσματα, έγινε διαχειριστής πολλών εκατομμυρίων δραχμών. Κατά το προφητικό λόγιο του Οσίου Δαβίδ δεν τα άγγιξε τα χρήματα. Τα πήρε, για να τα σκορπίσει, ως άλλος Ιωάννης Ελεήμων, σε φτωχούς και άπορους. Αυτό όμως, που πλούσια έδωσε σ' εμάς τους φτωχούς τότε φοιτητές, είναι η ζωντανή πίστη ότι -όπως τακτικά ο ίδιος ομολογούσε- «ζει Κύριος ο Θεός μου», ποιών στις δύσκολες μέρες μας στο πρόσωπο του αγιασμένου θεράποντα Του ένδοξά τε και εξαίσια.
Ήταν τέτοιας θέρμης η ζέση της πίστεώς του, που το Πάσχα πήγαινε στο κοιμητήριο της μονής και έλεγε: «Χριστός Ανέστη» στους κεκοιμημένους πατέρες, τα δε Χριστούγεννα η ευαίσθητη καρδία του συνέχιζε τον εορτασμό και την πανήγυρη της ημέρας μέσα στο γειτονικό δάσος. Εκεί όλως τυχαία και ξαφνικά ακούσαμε φωνή να ψάλλει: «Χριστός γεννάται δοξάσατε, Χριστός εξ ουρανών απαντήσατε... Άσατε τω Κυρίω πάσα η γη...». Ήταν η φωνή του γέροντα, που έψαλλε με τα χέρια αναπεπταμένα στον εορτάζοντα ουρανό ανάμεσα στα γέρικα πλατάνια, ενώ σμήνος πουλιών συνεόρταζε τριγύρω του. Αυτές τις καταβασίες έψαλλε την ημέρα των Εισοδίων της Παναγίας κατά το παρελθόν έτος 1991. Μετά εξομολόγησε τον αδελφό Γεννάδιο και τον παρεκάλεσε να μείνει, γιατί «το απόγευμα θα χρειαστεί», όπως είπε, «να τον αλλάξει». Πράγματι το απόγευμα εκοιμήθη, για να κάνει μαζί με τα Εισόδια της Θεοτόκου τη δική του είσοδο στον εορτάζοντα ουρανό.
Ο Άγιος γέροντας Πορφύριος, που ετοίμαζε εκείνες τις μέρες τη δική του έξοδο από αυτό τον κόσμο, είπε: «Εκοιμήθη ο γέρο-Ιάκωβος, ένας από τους μεγαλύτερους αγίους του αιώνα μας. Είχε μέγα διορατικό και προορατικό χάρισμα το οποίο έκρυβε επιμελώς, για να μη δοξάζεται».
Αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί. Ας προβληματιστούμε όλοι μας. Οι Άγιοι δεν είναι κάτι εκτός του κόσμου τούτου, ήταν άνθρωποι σαν εμάς, με πίστη όμως ακλόνητη, αγάπη στο Θεό και στον πλησίον και ταπείνωση. Άνθρωποι που έζησαν εν ασκήσει δια βίου, που έδωσαν αίμα και πήραν Πνεύμα Θεού. Ακόμα και στους δύσκολους τούτους καιρούς, η Χάρις του Κυρίου μας, μας δίνει Αγίους και θα εξακολουθήσει να δίνει μέχρι της συντέλειας των αιώνων, προς Δόξα του εν Τριάδει Θεού και για παρηγοριά και παραμυθία δικιά μας. Ότι κι αν μας κάνουν, η Εκκλησία μας, το Σώμα του Κυρίου, το πλήρωμα του Παναγίου Πνεύματος, θα μείνει όρθια, ζωντανή, κραταιά, αταλάντευτη, ακλόνητος κυματοθραύστης στις επιθέσεις του πονηρού.