Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2020

ΚΥΡΙΑΚΗ ΕΝΔΕΚΑΤΗ (ΤΩΝ ΠΡΟΠΑΤΟΡΩΝ) Εκ του κατά Λουκά

Κυριακή ενδεκάτη εκ του κατά Λουκά.

«Άνθρωπος τις εποίησεν δείπνον μέγα και εκάλεσε πολλούς».

Είναι μεγάλο το δείπνο στο οποίο είμαστε καλεσμένοι, αγαπητοί μου αδελφοί. Στρωμένο έτοιμο. Μέρα με την ημέρα ακούμε όλο και πιο κοντινές τις μουσικές, τις ευωχίες αυτού του δείπνου. Από γιορτή σε γιορτή, Αποστόλων, Αγίων και Μαρτύρων ακούμε και μαθαίνουμε για τη χαρά του δείπνου του «εστρωμένου» του ητοιμασμένου ημίν, του δείπνου του μεγάλου με τους πολλούς καλεσμένους.

Ανεβαίνουμε σκαλί -σκαλί προς το παλάτι, το παλάτι του Θεού, που μας περιμένει σαν αγαθός οικοδεσπότης. Που περιμένει απλά να αποδεχθούμε την πρόσκληση.

Αλλά, τι μπορεί να σταθεί εμπόδιο στην ανταπόκρισή μας;

Μας το λέει το σημερινό ευαγγέλιο: Αγροί, βόδια και οικογενειακοί δεσμοί. Αυτά που ο καθένας από εμάς θεωρεί ότι αγαπά περισσότερο από τη χαρά του δείπνου. Που έτσι κι αλλιώς είμαστε προσκεκλημένοι.

Λοιπόν, «ου δύναμαι ελθείν» γιατί έχω ζευγάρια βόδια, έναν αγρό και μια γυναίκα. Όλα αυτά που δίνουν ταυτότητα στο καθένα από εμάς.

Μα ποια είναι η στάση του οικοδεσπότη που μας κάλεσε;

Οργίσθη ο οικοδεσπότης και είπε: Πήγαινε στις πλατείες και στις ρύμες και βρες πτωχούς, αναπήρους, τυφλούς και χωλούς και φέρτε τους εδώ. Φέρτε εδώ όλους αυτούς που δεν μπόρεσαν να χτίσουν τον εγωκεντρισμό τους πάνω σε αγρούς και βόδια. Όλους αυτούς που τυφλότης και χωλότης άφησε έξω σε ρύμες και πλατείες, σε οδούς και φραγμούς κι «ανάγκασον εισελθείν» ίνα γεμισθεί ο οίκος μου.

Εκείνοι που είχαν κληθεί, παραιτήθησαν. Εκείνοι που μπορούσαν να επιλέξουν, δεν ήλθαν. Διεσκορπίσθησαν σε κτήματα. Για εκείνους ήταν το δείπνο. Οι άλλοι, οι πτωχοί κι οι ανάπηροι αναγκάσθηκαν να έλθουν. Η πτωχεία κι η αναπηρία τους έγινε ανάγκη. Έγινε, χωρίς να το ξέρουν πρόσκληση σε δείπνο.

Πρέπει να φτωχύνουμε; Να αρρωστήσουμε; Να πάψουμε να βλέπουμε; Για να αναγκασθούμε εισελθείν; Μόνο κάτω από το κράτος της ανάγκης πορευόμασθε προς τον οίκο του Θεού;

Όταν ελεύθερα ενεργούμε, αυτόβουλα, επιλέγουμε τον εγωκεντρισμό; Περιορίζουμε τον εαυτό μας σε έναν αγρό ή ένα ζευγάρι βόδια; Και μένουμε αυτάρκεις στο στενό κύκλο της οικογένειας;

Ενώ, ποιο εκεί, πέρα από αυτά, ο οίκος του οικοδεσπότη του παντός προσκαλεί σε κένωση, σε μοίρασμα.

Ο οίκος πρέπει να πληρωθεί.

Ο αγρός θα ερημώσει, οι βόες θα πορεύονται και χωρίς εμάς.

Και όσους η ανάγκη κι η φτώχεια εμπόδισε να περιχαρακώσουν το εγώ τους σε χρήματα και κτήματα, κι άφησε εκτεθειμένους σε ρύμες και

πλατείες, αυτούς θα τους βρει ο δούλος και θα τους αναγκάσει να έλθουν.

Και αυτοί οι ταπεινοί δεν θα έχουν τι να αντιτάξουν. Δεν θα έχουν γιατί να παραιτηθούν. «Για να γεμίσει ο οίκος».

Να γεμίσει όχι από τους κλητούς αλλά από τους εκλεκτούς.

Πόσο σημαντικό είναι, αδελφοί μου, αυτό το νόημα, του σημερινού Ευαγγελίου.

Υπάρχει ένας οίκος μακριά από τους αγρούς και τα ζεύγη βοών. Μακριά από ρύμες και πλατείες.

Ένας οίκος που πρέπει να γεμισθεί

Γιατί έτσι θέλει ο οικοδεσπότης.

Καλά Χριστούγεννα.





Κυριακή ενδεκάτη (των Προπατόρων) Εκ του κατά Λουκά.
«Έρχεσθε, ότι ήδη έτοιμα εστί πάντα»..
Τι καλλίτερο θα μπορούσαμε να ακούσουμε δύο εβδομάδες πριν τα Χριστούγεννα; «Έρχεσθε», μια πρόσκληση γεμάτη βεβαιότητα «ότι ήδη έτοιμα εστί πάντα», όλα είναι από πριν έτοιμα.
Από κάποιον οικοδεσπότη, τον οικοδεσπότη του κόσμου ετούτου. Ο οποίος στην πιο όμορφη στιγμή του χρόνου, ποιεί δείπνον μέγα, έτσι Μέγας που είναι και ο ίδιος και καλεί πολλούς, έτσι πολύ που είναι η αγάπη του. Τα πάντα, ήδη έτοιμα. Για εμάς. Η πρόσκληση του Θεού μια πρόσκληση σε γιορτή, που ορίζεται από τη λέξη «έρχεσθε».
Κάθε στιγμή της ζωής μας , αδελφοί, κάποιος μας καλεί σε μια έτοιμη γιορτή. Σε μια έτοιμη χαρά.
Αν το σκεφθείτε, από το χάραμα που μέσα σε μια έκρηξη χρωμάτων η μέρα διαδέχεται την νύχτα, μια πρόσκληση είναι και αυτή σε μια χαρά. Την χαρά της καινούργιας μέρας, μια πρόσκληση να πετύχουμε και να χαρούμε αυτό το θαύμα που θα συντελεσθεί και σήμερα μπροστά στα μάτια μας, για εμάς.
Κι όταν το δειλινό, τα χρώματα ηρεμούν και μας οδηγούν στην μυστική ομορφιά της νύχτας, άλλη μια πρόσκληση για γιορτή, για χαρά, να ευφρανθούμε για τον όμορφο κόσμο που μας χάρισε ο Μεγάλος Θεός και να συμμετάσχουμε, να τον κοινωνήσουμε αυτόν τον κόσμο, να τον μεταλάβουμε σε δείπνο χαράς.
Και κάθε άνθρωπος που μας πλησιάζει είναι ένας δούλος του οικοδεσπότη αυτού του κόσμου, που μας καλεί να συνυπάρξουμε εμείς και οι άλλοι, εκλεκτοί, πλάσματα του Δημιουργού εκλεκτά.
Και σήμερα, Κυριακή των Προπατόρων, στην καρδιά ενός χειμώνα, στα προεόρτια των Χριστουγέννων, όλα, μια ετοιμασία για δείπνο χαράς.
«Έρχεσθε» το μόνο που ακούν τα αυτιά μας.
Όμως δεμένοι σε αγρούς που αγοράσαμε και νομίζουμε ότι μας ανήκουν, ακολουθώντες ζεύγη βοών των  πέντε αισθήσεων μας που καταντούν παραισθήσεις έτσι που τα ζεύσαμε και μας έζευσαν και πορευόμαστε οπίσθω τους, δοκιμάζοντας συνεχώς επιθυμίες και αισθήματα…
Ή δεμένοι με γυναίκα απομονώσαμε τα πάντα γύρω και δεν δυνάμεθα πλέον ελθείν μιας και νομίσαμε, ότι ο γάμος θα μας έκανε εμάς τους ίδιους οικοδεσπότες κάποιου μικρού στενού χώρου. Μπερδεμένοι, μέσα στον ελάχιστο ιδιόκτητο αγρό μας, ακολουθούντες τις διπλές, πάντα, επιθυμίες μας, έγινε ακόμα και ο σύντροφός μας, άρνηση για έξοδο από τον εαυτό μας.
Και απαντάμε « ου δύναμαι ελθείν». Πάντα για κάποιον άλλον.
Όμως κάποιοι άλλοι, έμειναν πτωχοί, δίχως αγρούς και δεσμεύσεις. Με πολλές ελλείψεις, τυφλοί για τον κόσμο και ανάπηροι, τόσο που ποτέ δεν δέθηκαν πίσω από βόδια κι άφησαν τους εαυτούς τους σε πλατείες και ρύμες της πόλεως. Εκτέθηκαν. Οι ελλείψεις τους, τους άφησαν έξω, στο δρόμο, εκεί που ίσως θα συναντούσαν αυτό που τους λείπει.
Αν καταλάβαμε ποτέ πόσο πτωχοί, ανάπηροι και τυφλοί είμαστε, θα μείναμε έξω, σε πλατείες και ρύμες, ψάχνοντας, επαιτώντας.
Ζητιάνοι, ανέστιοι και πένητες, από ταπείνωση, παρίες.
Αν γελαστήκαμε και δεν αναγνωρίσαμε τη χωλότητα και τη τυφλότητά μας, τότε αγοράσαμε αγρούς που δεν ήταν δικοί μας, πήραμε από πίσω βόδια και κάναμε τη γυναίκα που παντρευτήκαμε άρνηση για πιο πέρα. Και οργίσαμε με την ανοησία μας το Θεό.
Γιατί ο οίκος του Θεού θα γεμίζει πάντοτε από εκείνους τους τυφλούς και τους ανάπηρους, από εκείνους του δρόμου. Και πάντοτε θα προσέρχονται σ’ αυτόν οι άνθρωποι  «του δρόμου».
Ας σκεφτούμε, αδελφοί μου, τι θεωρούμε τον εαυτό μας…Γιατί η αναπηρία μας, η τυφλότητά μας, η χωλότητά μας, είναι η ανθρωπιά μας. Και μέσα σ’ αυτή την αδυναμία μας θα δεχθούμε την πρόσκληση. Θα αναγκασθούμε να προχωρήσουμε προς το δείπνο.
Όλα τα άλλα, που έχουμε, νομίζουμε ότι κατέχουμε, θα μας οδηγούν πάντα στο «έχε με παρητημένον»
Στην άρνηση της χαράς, της όντως χαράς.
Αδελφοί, η ζωή μας είναι Δρόμος. Είναι ο Δρόμος.
Μη γελιόμαστε με αγρούς… Ο δρόμος που μας οδηγεί στην Χριστού Γέννηση.
Εντός μας, εκτός Βηθλεέμ. Στην πτωχεία και στην ελευθερία του σπηλαίου.
Στην βασιλεία των ουρανών.