«Ως δε ήγγισε τη πύλη της
πόλεως, και ιδού εξεκομίζετο τεθνηκώς, υιός μονογενής τη μητρί αυτού..» και η
μητέρα ήταν χήρα «και ιδών αυτήν ο Κύριος εσπλαχνίσθη επ αυτή..»
Ο Χριστός εκείνη την ημέρα
έφθανε έξω από μια πόλη, την Ναίν και στη πύλη της πόλεως συναντήθηκε με μια
κηδεία. Είχε πεθάνει ένας νέος άνθρωπος.
Προσέξατε όμως αδελφοί μου, η
ευαγγελική περικοπή μας λέγει ότι ιδών ο Κύριος εσπλαχνίσθη επ’
αυτή. Δηλαδή για τη μητέρα. Για εκείνη που έμενε και όχι για τον
νεανία που είχε πεθάνει.
Δεν είναι ο θάνατος του νεανία
που συγκινεί τον Κύριο, αλλά είναι ο πόνος της χήρας που μένει μόνη. Με αυτή
την ανθρώπινη θλίψη έρχεται να συναντηθεί σήμερα ο Χριστός μας. Με την
ανθρώπινη αδυναμία μπροστά στο θάνατο. Με τους δεσμούς που δένουν όλους εμάς
μεταξύ μας. Και όλοι όσοι ακολουθούν την σορό, αυτή τη θλίψη συνοδεύουν.
«Μη κλαίε» είπε στη γυναίκα και
στον υιό της, «σοι λέγω, εγέρθητι».
Μόνο για να πάψει το πόνο της
μητέρας, ο Χριστός διατάζει την επιστροφή του νεανίσκου. Γιατί γνωρίζει πόσο
δύσκολο μας είναι να αποχωριστούμε τους δικούς μας. Πόσο δύσκολο μας είναι να καταλάβουμε
το νόημα της ύπαρξής μας μέσα στο κόσμο του Θεού. Μέσα στην αγάπη ενός Θεού που
ορίζει αυτό το όριο. «Σοι λέγω, εγέρθητι». Με αυτό το «σοι
λέγω» αναφέρεται, προς τον άνθρωπο πρόσωπο
προς πρόσωπο, προς κάποιον που διατηρεί το σοι, που έχει υπόσταση, που ζει και μπορεί να απαντήσει. Το
καλεί το νεανία όπως θα καλέσει και το Λάζαρο, προσωπικά.
Για να δείξει αυτό το τόσο
σημαντικό στοιχείο της σχέσης μας με τη ζωή. Τη διατήρηση της υπόστασης του προσώπου και πέρα από το κατώφλι του
θανάτου. Από την εδώ ζωή στην άλλη. Και προσέξατε, η συνάντηση αυτή γίνεται στη
πύλη. Δηλαδή σε ένα άλλο κατώφλι. Σε ένα συγκεκριμένο τόπο, έξω της
πόλεως.
Και «έλαβε δε φόβος πάντας..»
και «εδόξασαν τον Θεό».
Η θλίψη και ο πόνος έδωσαν τη
θέση τους στο φόβο. Το γεγονός τους ξεπερνούσε αλλά εδόξασαν τον Θεό γιατί
κατάλαβαν ότι είναι επίσκεψη Θεού αυτό που συνέβη.
Ενός Θεού που στέκει εκεί στο
κατώφλι περιμένοντας. Που συναντά τη θλίψη, το πόνο και το κλάμα εκείνων που μένουν,
με ευσπλαχνία.
Αλλά προσέξατε αδελφοί.
Ευσπλαχνίσθη επ αυτή ο Ιησούς.
Για αυτήν που έμενε.
Και όχι για εκείνον που τόσο
νέος άφηνε τη πόλη.