Για τον χριστιανό, δεν υπάρχει δραστικότερο
δίδαγμα από το να διαβάζει τη ζωή ενός αγίου, προ πάντων ενός ανθρώπου που
έζησε στον καιρό του, και που φάνηκε πως ήτανε άγιος από μόνος του, χωρίς να συντελέσει
σ αυτό μήτε κανένας θόρυβος γι' αυτόν, μήτε κανένα εγκώμιο ειπωμένο από κάποιον
επίσημον άνθρωπο.
Μάλιστα, εκείνος που τον πιστέψανε για άγιο,
φαινότανε από κάθε τί που έκανε και που έλεγε, πως δεν είχε καμμιά ιδέα για την
αγιοσύνη του, αλλά το δάκρυο για τίς αμαρτίες του δεν έλειπε από τα μάτια του,
ενώ προσπαθούσε να ζει κρυμμένος και μοναχιασμένος, «ως στρουθίον μονάζον επί
δώματος».
Η χαρά του κ η ζωή του ήτανε να λατρεύει τον
Θεό «ημέρας και νυκτός», να κάνει Λειτουργίες, αγρυπνίες, εσπερινούς,
παρακλήσεις, αγιασμούς, ευχέλαια, μνημόσυνα.
Έξω από αυτά, ζωή και ευτυχία δεν υπήρχε για τον
γέροντα, για τον «παππού», για τον παπα-Νικόλα, κατά τον προφήτη Δαυίδ πού
λέγει: «Μίαν ητησάμην παρά Κυρίου, ταύτην ζητήσω, το κατοικείν με εν οίκω
Κυρίου πάσας τας ημέρας τής ζωής μου. Του θεωρείν με την τερπνότητα Κυρίου, του
επισκέπτεσθαι τον ναόν τον άγιον αυτού» (Ψαλμ. κστ΄ 4).
Και με την άσβεστη δίψα που είχε να ιερουργεί,
μαζί με την απλοϊκή συνοδεία του παράσερνε και τους αδιάφορους και τους
ακατάνυκτους, και τους έκανε χριστιανούς.
Η συνοδεία του ήτανε τα τέκνα του, υιοί και
θυγατέρες του Χριστού, ευλογημένη συντροφιά, που στη μέση είχανε τον αθώο
γέροντα για οδηγό, τον καλόν ποιμένα, που οδηγούσε τα πρόβατά του στα καλά και
δροσερά λιβάδια τής Ορθοδόξου πίστεως.
Όλη η έγνοια κ η φροντίδα τού γέροντα ήτανε η
σωτηρία των προβάτων. Τα πονούσε, επειδή δεν ήτανε «ο μισθωτός», που αφήνει τα
πρόβατα και φεύγει. Και πως δεν ήτανε «μισθωτός» το φανερώνει όλη η ζωή του, που
την πέρασε χωρίς να αποκτήσει τίποτα.
Με τα χρήματα δεν είχε καμμιά συνάφεια, όπως
είπαμε πρωτύτερα. Ό,τι του δίνανε για να λειτουργήσει και για να μνημονέψει,
από το ένα χέρι τα έπαιρνε κι από τ άλλο τα έδινε.
Τα πρόβατά του ήθελε να ανακουφίσει, κ
εκείνος ας ήτανε πεινασμένος, διψασμένος, κουρασμένος, με στεγνό λαρύγγι, ύστερα
από χιλιάδες ονόματα πού είχε μνημονέψει.
Επί χρόνια έσερνε μαζί του δέματα από χαρτιά
κιτρινισμένα, πού απάνω σ αυτά ήτανε γραμμένα ένα πλήθος ακαταμέτρητο ονόματα
κεκοιμημένων.
Ώ! Τί απίστευτη απλότητα και αγαθότητα! Και
πόσο μακάριοι θα είναι όσοι τεθνεώτες μνημονευθήκανε από έναν τέτοιον ιερέα!
Μεγάλο και ψυχοσωτήριο παράδειγμα για μας
είναι η ζωή ενός τέτοιου ανθρώπου στον σημερινό καιρό που φούντωσε η αμαρτία, και
που την κάθε λογής ακολασία την έχουν συνηθίσει τόσο οι άνθρωποι, ώστε να έχουν
γίνει αναίσθητοι.
Στους πλέον σκοτεινούς καιρούς, που κρύβεται το
λαμπερό πρόσωπο τού Θεού από τα μάτια των ανθρώπων, η φιλανθρωπία του φανερώνει
ανάμεσά μας κάποιον απεσταλμένο του, για να μας στερεώσει στην πίστη με την
πολιτεία του, κι ας μη λέγει πολλά λόγια.
Τέτοιος απεσταλμένος ήτανε ο παπα-Πλανάς, που
μήτε γράμματα γνώριζε, μήτε είχε την ευκολία στα λόγια που έχουν εκείνοι που συνηθίζει
ο κόσμος να τους λέγει θεολόγους, και που σπουδάζουν στα πανεπιστήμια και στα
άλλα σχολειά και παίρνουν διπλώματα.
Γνώρισμα τής Ορθοδοξίας είναι η απλότητα της
καρδιάς που φέρνει την πίστη. Κι όπου υπάρχει αληθινή κι αμετασάλευτη
πίστη, φανερώνονται όλα τα πνευματικά χαρίσματα και δώρα του Θεού. Όλα αυτά τα
ουράνια χαρίσματα τα είχε λάβει από τον Κύριον ο παπα-Νικόλας.
Όλα αυτά τα άφθαρτα διαμάντια στολίζανε
εκείνο το φτωχοντυμένο γεροντάκι, που στάθηκε ο πιο ταπεινός από τους ταπεινούς.
Για τούτο η θεία χάρη σκήνωσε μέσα του, κατά τον λόγο τής Γραφής που λέγει:
«Επί τίνα επιβλέψω, αλλ ή επί τον ταπεινόν και ησύχιον και τρέμοντά μου τους
λόγους;» ( Ησ. ξστ΄ 2).
Ποιος άρχοντας, ποιος βαθύπλουτος έζησε σαν τον
παπα-Πλανά, πού δεν είχε «πού την κεφαλήν κλίνη»; Ποιος δοξασμένος αγαπήθηκε
όσο αγαπήθηκε εκείνος που κρυβότανε για να μη τον δει κανένας;
Ποιος ρήτορας στάθηκε πιο εκφραστικός από τον
παπα-Νικόλα, που ψεύδιζε σαν νάτανε κανένα νήπιο; Κι αληθινά, ποιος ήτανε πιο
πλούσιος από τον αγιασμένο αυτόν γέροντα, αφού τα είχε όλα στη ζωή του, χωρίς να
κρατά μία δραχμή στην τσέπη του;
Αυτός ζούσε σαν εκείνους τούς βλογημένους που
λέγει ο απόστολος Παύλος πως ήτανε «μηδέν έχοντες και τα πάντα κατέχοντες».
Ζητούσε πρώτα τη βασιλεία τού Θεού, κι όλα τα άλλα «προσετίθεντο αυτώ (Μαρκ. δ΄
24).
Το πιο μικρό νόμισμα δεν βραδιαζότανε στην
τσέπη του. «Γιατί, όπως λέγει ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, «εκείνος οπού
έχει φυλαγμένα χρήματα, είναι αδύνατο να πιστεύει και να ελπίζει στον Θεό».
Και τούτο είναι φανερό από εκείνα όπου είπε ο
Χριστός και Θεός μας: « Όπου ο θησαυρός υμών, εκεί έσται και η καρδία υμών»
(Ματθ. στ΄21).
από το βιβλίο “Ο παπα-Νικόλας Πλανάς. Ο
απλοϊκός ποιμήν των απλοϊκών προβάτων”, Μάρθας μοναχής,., εκδόσεις “Αστήρ”,
Αθήνα 1979