«Γύναι, απολέλυσαι της ασθενείας
σου.»
Δεκαοχτώ χρόνια ήταν συγκύπτουσα
η γυναίκα εκείνη.
Ζούσε σκυφτή, «πνεύμα έχουσα
ασθενείας». Μα και το Σάββατο εκείνο, προσήυχετο στην συναγωγή. Και στο χώρο αυτό, συναντήθηκε με τον Χριστό.
Εκείνος, «επέθηκεν επ αυτή τας
χείρας….και παραχρήμα ανορθώθη…» «και εδόξαζεν τον Θεόν».
Είναι ένα συγκλονιστικό θαύμα,
αγαπητοί μου αδελφοί, που συμβαίνει, «δημοσία», θα λέγαμε, Σάββατο και στην
συναγωγή. Και αφορά ένα πρόσωπο πολύ ταλαιπωρημένο.
Σε αυτόν τον ανθρώπινο πόνο, ο
Χριστός, επιθέτει τας χείρας. Και ελευθερώνει από τα δεσμά της αρρώστιας που
δεν αφήνουν την γυναίκα «ανακύψει εις το παντελές». Μα εκείνη την ημέρα, ήταν
εκεί, παρών και ο αρχισυνάγωγος, που και εκείνος όπως φαίνεται, είχε ανάγκη
«ανακύψαι».
Ο αρχισυνάγωγος παράμενε
προσηλωμένος στην τήρηση της αργίας του Σαββάτου, τόσον που να αγανακτά για την
θεραπεία της συγκύπτουσας γυναίκας.
Ποιο είναι το εμπόδιο, αγαπητοί
μου αδελφοί, που κρατά τον αρχισυνάγωγο μακριά από την δυνατότητα του θαύματος;
Η αργία του Σαββάτου είχε την αξία που της προσδίδει;
Και βέβαια όχι. Διότι για τον
βούν και για τον όνον καταλύεται η αργία. Για την θυγατέρα του Αβραάμ, να μην
καταλυθεί;
Ο Κύριος ονομάζει την γυναίκα
αυτή, θυγατέρα του Αβραάμ. Της δίδει την μεγάλη αξία, της παλαιοδιαθικηκής
γενεαλογίας. Για να θυμίσει στον αρχισυνάγωγο, το μέγεθος της κάθε ψυχής
και την
μοναδικότητα της στον δρόμο της σωτηρίας.
Τυφλωμένος ο αρχισυνάγωγος από το
τύπο και τη τήρηση του θρησκευτικού κανόνα, αγνοεί την δυνατότητα της
υπέρβασης. Το κάνει για τον βούν και για τον όνον, αλλά όχι για την
συγκύπτουσαν. Ίσως γιατί ποτέ δεν είχε σκεφθεί ότι η ασθένεια της ήταν δέσιμο
του σατανά, πνεύμα ασθενείας.
Υποκριτής είναι, αγαπητοί μου αδελφοί, ο καθ’ ένας από εμάς, που όταν αποτυγχάνει στην αγάπη προς τον πλησίον, χρησιμοποιεί τον θρησκευτικό τύπο για να δικαιολογηθεί. Μία θρησκευτικότητα που καταστρατηγείται όμως όταν το ίδιον συμφέρον το προκαλεί. Και μένουμε σκυφτοί, συγκύπτοντες, μη δυνάμενοι ανακύψει. Με πνεύμα ασθενείας, από τον σατανά. Μένουμε προσηλωμένοι μέσα στα περιορισμένα όρια, έξι ημέρες να εργαζόμεθα και την εβδόμη να παραμένουμε τυφλοί.
Σήμερα, η δικιά μας Κυριακή, η
Κυριακή του Θεού, είναι για να λύσει δεσμά. Τα δεσμά της συγκύπτουσας και
τα δικά μας. Είναι η ημέρα ελευθερίας, εάν δεν χρησιμεύσει για
να ποτίσουμε τον βούν και τον όνον, δηλαδή εάν δεν αναλωθεί στο ψητό που μας
περιμένει στο σπίτι ή στη βραδινή ψυχαγωγία, αλλά στην δόξα του Θεού. Εάν η
σημερινή αργία δεν είναι επίκουρος της εβδομάδας, μια ξεκούραση από τους
ρυθμούς της βιοτικής μέριμνας.
Αλλά εάν γίνει ημέρα λυσίματος
δεσμών, τότε θα μας κάνει «ανακύψαι» και ίσως «αναβλέψαι» έτσι ώστε να
καταλάβουμε τι είναι θρησκευτική αργία ή εορτή. Τι είναι εκκλησιασμός.
Όταν, όπως και σήμερα στην
συναγωγή της ευαγγελικής περικοπής, μαζί με την συγκύπτουσα και τον
αρχισυνάγωγο, παρών είναι και ο Κύριος του Σαββάτου. Εκείνος που χαρίζει
ελευθερία και τον μεν ένα, τον ταπεινό και ταλαίπωρο ονομάζει, τέκνο του
Αβραάμ, το δε έτερο, ένδοξα και υψηλά ιστάμενο, υποκριτή.
Βλέπετε, αγαπητοί μου αδελφοί,
ποια είναι η των πραγμάτων αλήθεια; Αυτό που ψάλαμε εχθές στην εορτή του Αγίου
που εν τη ταπεινώσει τα υψηλά απέκτησε και εν τη πτωχεία τα πλούσια.
Μέσα στην σημερινή μας σύναξη,
μέσα από τις τόσο πυκνές εορτές, μνήμες αγίων και μαρτύρων της εκκλησίας μας,
ελπίζουμε, με την χάρη του Θεού, από την συγκύπτουσα πνευματική μας κατάσταση,
από την υποκριτική πολλές φορές τήρηση των θρησκευτικών μας εορτών και
νηστειών, να πορευτούμε προς εκείνη την Γέννηση, εκείνη την μεγάλη εορτή που
όλο και πλησιάζει, που όλα, και βούς και όνος και φάτνη, ξεχνούν τα εξαήμερα
δεσμά και προσηλώνονται στην αγάπη προς τον Χριστό.
Για του οποίου την Γέννηση, μέσα
στις ψυχές μας, νηστεύουμε και εορτάζουμε τους Αγίους.
Για να
αναβλέψουμε.
Αμήν.
ΚΥΡΙΑΚΗ
ΔΕΚΑΤΗ
Εκ του κατά Λουκά
«Γύναι, απολέλυσαι της ασθενείας σου..»
Έρχεται κάποια στιγμή στην ζωή
του ανθρώπου, του κάθε ανθρώπου, που θα μας ιδεί ο Ιησούς, που θα μας
προσφωνήσει τον καθ’ ένα, προσωπικά, που θα επιθέσει τας
χείρας Του και παραχρήμα, θα ανορθωθούμε και θα απολυθούμε της ασθενείας μας.
Και τότε θα βρεθούμε όρθιοι,
εμείς που επί έτη και έτη ου δυνάμεθα ανακύψαι. Εμείς που συγκύπταμε πνεύμα
έχοντες ασθενείας, θα ιδούμε τον Κύριον και Αυτός θα μας ιδεί, έτσι που μόνον
Εκείνος γνωρίζει να βλέπει. Εμείς σκυφτοί, έτη δέκα και οκτώ, θα βρεθούμε σε
μίαν στιγμή μπροστά Του, εμπρός στην αγάπη Του. Οπωσδήποτε.
Και θα ιαθούμε, θα ανορθώσουμε,
επιτέλους το βλέμμα μας και την ψυχή μας, έτσι ολόκληρη προς τα επάνω και το
σώμα μας που ως τα τότε συνέκυπτε, βεβαρημένο από την αμαρτία, από την
συγγένεια του με το χώμα, από μοναξιά, από πνεύμα ασθενείας.
Και τι θα κάνουμε τότε;
Μα το μόνο που κάθε υγιής σώματι
και ψυχή άνθρωπος θα νιώθει να κάνει: ανορθωθέντες, θα δοξάσουμε τον Θεό.
Ενώ, άλλοι, αρχισυνάγωγοι,θα
σκανδαλισθούν. Αυτοί που γνωρίζουν τι πρέπει να κάνουμε, δεν μας αγάπησαν ποτέ.
Και η πλευρά αυτή του εαυτού μας που δεν αγαπήσαμε και δεν μας αγάπησε ποτέ, θα
μείνει ξένη προς την παραχρήμα θεραπεία μας.
Εκείνοι που αγαπούν να κρίνουν,
ακόμα και τον ίδιο το Θεό, δεν μετέχουν
στην υπέρβαση του κόσμου. Γιατί η αρρώστια μας, το Σάββατο, οι ημέρες που δεν
εργαζόμεθα κι εκείνες που δεν πρέπει, είναι μέσα στην φύση, στην κανονικότητα
και στον νόμο της φύσης.
Όμως υπάρχει και αυτή, η συνάντηση
με τον Ιησού, υπάρχει η στιγμή που το βλέμμα Του θα μας ιδεί, η στιγμή της
προσφώνησης που θα μας καλέσει στην ελευθερία. Σαν εκείνο το «απολέλυσαι της
ασθενείας σου».
Αυτό, αγαπητοί μου αδελφοί, θα
γίνει σε τόπο και χρόνο προσωπικό. Θα είναι μέσα στα όρια
του Σαββάτου, αλλά κι έξω από αυτό. Οι άλλοι δεν θα το καταλάβουν.
Υποκριταί όλοι μας, που φροντίζουμε βόδια και όνους των επιθυμιών μας, αλλά την συγγένεια του καθενός μας με τον Αβραάμ, δηλαδή, με την Βασιλεία των Ουρανών, ξεχνούμε και συγκύπτουμε και ου δυνάμεθα ανακύψαι εις το παντελές, αρχισυνάγωγοι και υποκριταί, όταν κρίνουμε τους άλλους ή τον εαυτό μας.
Όμως ο Χριστός, θέτει πάντα
τας χείρας Του εφ ημάς και μας θεραπεύει και παραχρήμα ανορθούμεθα και
δοξάζουμε τον Θεό, ελεύθεροι από όνους, και Σάββατα.
Αμήν.