Στο τυφλό της σημερινής
παραβολής, αγαπητοί μου αδελφοί, φαίνεται πως ενώ τα υλικά του μάτια ήταν
κλειστά, τα μάτια της ψυχής του όμως, ήταν γεμάτα φως.
Όταν ένιωσε την παρουσία του
Χριστού,
«εβόησε λέγων: Ιησού υιέ Δαυίδ, ελέησον με».
«Και οι προάγωντες επετίμων
αυτώ, ίνα σιωπήση».
«αυτός δε πολλώ μάλλων έκραζε.
Υιέ Δαυίδ ελέησον με».
Ο τυφλός της παραβολής μας είχε
αντιληφθεί ποιος ήταν εμπρός του. Για αυτό δεν επαιτούσε χρήματα, αλλά ίνα αναβλέψει. Κάποια άγνωστη σε μας
πορεία είχε κάνει την καρδιά του ανθρώπου αυτού τέτοια που να αναγνωρίσει τον Χριστό
και με όλη την δύναμη της ψυχής του να ζητήσει ίνα αναβλέψει.
Η τυφλότης, η πτωχεία, η
εγκατάλειψη είναι τα κύρια στοιχεία που μας περιγράφονται σήμερα, αλλά η ένταση
του «πολλώ μάλλον έκραζε» μας αφοπλίζει. Πως μπορεί να βλέπουν εκείνοι που δεν
βλέπουν και οι «προάγοντες» να εθελοτυφλούν;
Και εάν μέσα σε αυτόν τον
συσκοτισμό μας, σε αυτήν την τυφλότητα μας συναντηθούμε με το φως, μπορεί,
είναι πιθανόν, ο περίγυρος να μας επιτιμήσει, να μας ζητήσει να σιωπήσουμε.
Ίσως και η δική μας λογική να συμπράξει.
Εάν όμως βρεθούμε σε αυτήν την
κατάσταση του τυφλού, εκούσια ή ακούσια, «παρά την οδόν» και προσαιτώντες, ίσως
αδελφοί μου, μέσα σε αυτήν την πτωχεία, πιο εύκολα να ξεκαθαρίσουμε τα
αιτήματα μας. Και ίσως, δεν ζητήσουμε πράγματα υλικά, αλλά στην ερώτηση του
Χριστού: «τι σοι θέλεις ποιήσω;» να
απαντήσουμε το:
«ίνα αναβλέψω».
Μα αυτή η συνάντηση, αδελφοί
μου, όπως και τόσες άλλες συναντήσεις του Ευαγγελίου, έγινε έξω
από τα όρια της πόλης, στην άκρη του δρόμου, ανάμεσα στον Χριστό και σε έναν
άνθρωπο πονεμένο. Με μια σημαντική έλλειψη: Τυφλός.
Πόσο μπορούν οι αισθήσεις μας,
αντί να μας βοηθούν, να μας σκοτίζουν; Πόσο μπορεί ο κόσμος μας, η Ιεριχώ με τα
τείχη της και η κάθε Ιεριχώ να μας συνθλίβει και να μας επιτιμά να σιωπήσουμε;
Πως γίνεται τελικά όλα αυτά να κάνουν την ζωή μας πολύπλοκη και τελικά να
χάνουμε την συνάντηση με τον Χριστό; Να διαπορευόμεθα και να παρερχόμεθα
ανίδεοι και αδαείς;
Και να κερδίζει ο Τυφλός και ο
επαίτης. Και να μας διδάσκει.
Ο κάθε τυφλός και ο κάθε
επαίτης:
«Η πίστις σου σέσωκέ σε».
Αυτό το τόσο απλό που όμως είχε
βασιστεί σε εσωτερικό πλούτο, σε κάποια άγνωστη σε μας ελευθερία, σε μια φιλία με το φως
εκείνου που το είχε στερηθεί , υλικά.
«Και παραχρήμα» λοιπόν «ανέβλεψε».
Αυτή είναι η δύναμη του Θεού.
Αυτές είναι οι αλλαγές που γίνονται «παραχρήμα»,
σαν ευλογία.
Με την χάρη του Θεού.
Με την δύναμη της πίστης.
Και κάνουν την ζωή, δοξολογία.
«Και πας ο λαός ιδών, έδωκεν
αίνον τω Θεώ»
Προχωρούμε, αδελφοί μου, στην
πορεία της ζωής μας, βλέποντας και πολλές φορές μη βλέποντας.
Αλλά ο Μεγάλος Θεός, εγγίζει με
την Ενανθρώπιση Του, την Ιεριχώ της ζωής μας, τα όρια της αδυναμίας μας και
πάντα ρωτά:
«Τι σοι θέλεις ποιήσω;»
Η έτοιμη καρδιά, θα απαντήσει:
«Ίνα αναβλέψω».
Και θα σωθεί παραχρήμα.
Αμήν.