Τετάρτη 20 Μαρτίου 2024

Η Μεγάλη Σαρακοστή: " Ένας τρόπος ζωής."

 

Η Μεγάλη Σαρακοστή είναι περίοδος για αναζήτηση νοήματος. Να βρω, δηλαδή· νόημα στην επαγγελματική μου ζωή στα πλαίσια της κλήσης μου· νόημα στις προσωπικές σχέσεις μου με τ' άλλα πρόσωπα· νόημα στη φιλία, νόημα στις ευθύνες μου. Δεν υπάρχει απασχόληση, επάγγελμα που να μη μπορεί να «μεταμορφωθεί» - έστω και για λίγο μόνο - με στόχο όχι τη μεγαλύτερη απόδοση ή την καλύτερη οργάνωση αλλά τις ανθρώπινες σχέσεις.

Η ίδια προσπάθεια για «εσωτερικοποίηση» όλων των σχέσεων μας είναι απαραίτητη γιατί είμαστε ελεύθερες ανθρώπινες υπάρξεις που καταντήσαμε (χωρίς τις περισσότερες φορές να το ξέρουμε) φυλακισμένοι στα συστήματα τα οποία προοδευτικά κάνουν τον κόσμο μας απάνθρωπο. Και αν στην πίστη μας υπάρχει κάποιο νόημα, αυτό πρέπει να είναι συνδεδεμένο με τη ζωή και όλα τα συνακόλουθα της. Χιλιάδες άνθρωποι νομίζουν ότι οι απαραίτητες αλλαγές έρχονται μόνο απ' έξω με την επανάσταση και την αλλαγή στις εξωτερικές συνθήκες. Στο χέρι τους είναι να αποδείξουν οι χριστιανοί ότι στην πραγματικότητα καθετί ξεκινάει από μέσα - από την πίστη και τη ζωή σύμφωνα με την πίστη αυτή.

Η Εκκλησία όταν μπήκε στον ελληνο-ρωμαϊκό κόσμο, δεν κατάγγειλε τη δουλεία, δεν ξεσήκωσε σε επανάσταση. Αυτή η ίδια η πίστη της, η νέα θεώρηση του ανθρώπου και της ζωής είναι κείνη που προοδευτικά καταργεί τη δουλεία. Ένας «άγιος» - και άγιος εδώ σημαίνει, πολύ απλά, κάθε άνθρωπος που παίρνει πάντοτε στα σοβαρά την πίστη του - θα κάνει πολύ περισσότερα για την αλλαγή του κόσμου παρά χιλιάδες τυπωμένα προγράμματα. Ο άγιος είναι ο μόνος αληθινός επαναστάτης σ' αυτόν τον κόσμο.

Alexandre Schmemann: Η μεγάλη Σαρακοστή,
Πορεία προς το Πάσχα, εκδ. Ακρίτας

 

Σάββατο 9 Μαρτίου 2024

Να προσευχόμαστε για του αγαπημένους μας κεκοιμημένους.

 

Ερώτηση: Πάτερ, τι μπορείτε να μας πείτε για τις ψυχές των κεκοιμημένων;

Απάντηση: Δεν πρέπει να θρηνούμε για τους νεκρούς, αλλά να προσευχόμαστε φλογερά ώστε ο Θεός να αξιώσει τα αγαπημένα μας πρόσωπα, που έχουν «αναχωρήσει», να συγκατοικήσουν με τους αγγέλους. Αυτό είναι ότι θέλει Εκείνος από μας. Οι θρηνωδίες δεν μας βγάζουν πουθενά. Ο θρήνος ενδέχεται να αποβεί όχι μόνο βλαβερός για τη δική μας υγεία, αλλά και ενοχλητικός για την ειρήνη που έχει χαρίσει ο Κύριος στην ψυχή του αγαπημένου μας προσώπου.

Πρέπει να προσευχόμαστε για τους αγαπημένους μας. Δεν πρέπει να είμαστε θλιμμένοι και απελπισμένοι. Η εξεζητημένη θλίψη για τους αγαπημένους που έφυγαν από αυτό εδώ τον κόσμο, δεν είναι χριστιανική πράξη, αλλά πράξη που φανερώνει έλλειψη Θεού. Σ’ αυτή τη ζωή προετοιμάζουμε τον εαυτό μας για την αιώνια ζωή. Πρέπει να είμαστε ευγνώμονες για καθετί και να ευχαριστούμε τον Θεό που πήρε την ψυχή των αγαπημένων μας νεκρών κοντά Του.

Αν έφυγαν από τούτο τον κόσμο, χωρίς να έχουν μετανοήσει, πρέπει να προσευχόμαστε να τους συγχωρήσει ο Θεός τις αμαρτίες. Πρέπει να κάνουμε πράξεις ελέους στο όνομα τους και στη μνήμη τους, για την ειρήνη της ψυχής τους, και ο Θεός θα αποδεχθεί τέτοιες ενέργειες αγάπης.
Μόνο ο Κύριος μπορεί να ελευθερώσει μια ψυχή από τα δίχτυα των λογισμών που την παγίδευσαν σ’ αυτή εδώ τη ζωή και που την κρατούν ακόμα δέσμια στην αιωνιότητα. Μόνο ο Θεός μπορεί να ελευθερώσει μια τέτοια ψυχή. Επομένως πρέπει να προσευχόμαστε για τους αγαπημένους μας κεκοιμημένους. Είναι το περισσότερο που μπορούμε να κάνουμε: να προσευχόμαστε να δώσει ο Θεός ανάπαυση στην ψυχή τους, και να δίνουμε τα βαφτιστικά τους ονόματα στους ιερείς και τους ιερομόναχους, που τελούν θεία Λειτουργία καθημερινά, για να τους μνημονεύουν και να προσεύχονται για την ψυχή τους.

Κάποιος πλησίασε κάποτε τον επίσκοπο Νικόλαο (Βελιμίροβιτς) και τον ρώτησε: «Θα σωθούν οι ψυχές των αμετανόητων αμαρτωλών;». Εκείνος απάντησε, «Ναι, αν βρεθεί κάποιος που να προσευχηθεί γι’ αυτές. Είναι εξαιρετικά ευεργετικό αν γίνει σαρανταλείτουργο γι’ αυτές και αν, μετά από αυτό, κάνει κανείς μια δωρεά στην Εκκλησία, ώστε να συνεχιστεί η μνημόνευση τους στη θεία Λειτουργία». Η Λειτουργία είναι, απ’ όσο ξέρουμε, μια θυσία στον Γολγοθά. Αυτό σημαίνει ότι ο ίδιος ο Κύριος θυσιάζεται στη θεία λειτουργία. Όταν ο ιερέας εξάγει από το πρόσφορο τις μερίδες για τους τεθνεώτες και κεκοιμημένους. και αφού λάβει τη θεία Κοινωνία, λέει, «Απόπλυνον, Κύριε, τα αμαρτήματα των ενθάδε μνημονευθέντων δούλων σου τω Αιματί σου τω αγίω».

Όπως βλέπετε, αυτή είναι η τελειότερη προσευχή και η μεγαλύτερη θυσία που μπορούμε να προσφέρουμε για τους αγαπημένους μας που έχουν αναχωρήσει για τον Θεό.

 

Οι λογισμοί καθορίζουν τη ζωή μας, Βίος και διδαχές του γέροντα Θαδδαίου της Βιτόβνιτσα , Εκδόσεις Εν πλω.

 

Πέμπτη 7 Μαρτίου 2024

Βίος των Αγίων Σαράντα Μαρτύρων.

 

Οι σαράντα αυτοί Άγιοι ήταν στρατιώτες στο πιο επίλεκτο τάγμα του στρατού του Λικινίου. Όταν αυτός εξαπέλυσε διωγμό κατά των χριστιανών, οι Άγιοι σαράντα συλλαμβάνονται αμέσως από τον έπαρχο Αγρικόλα (στη Σεβάστεια).

Στην αρχή τους επαινεί και τους υπόσχεται αμοιβές και αξιώματα, για να αρνηθούν την πίστη τους. Τότε ένας από τους σαράντα, ο Κάνδιδος, απαντά:

«Ευχαριστούμε για τους επαίνους της ανδρείας μας. Αλλά ο Χριστός, στον όποιο πιστεύουμε, μας διδάσκει ότι στον καθένα άρχοντα πρέπει να του προσφέρουμε ό,τι του ανήκει. Και γι’ αυτό στο βασιλέα προσφέρουμε τη στρατιωτική υπακοή

Αν, όμως, ενώ ακολουθούμε το Ευαγγέλιο, δεν ζημιώνουμε το κράτος, αλλά μάλλον το ωφελούμε με την υπηρεσία μας, γιατί μας ανακρίνεις για την πίστη πού μορφώνει τέτοιους χαρακτήρες και οδηγεί σε τέτοια έργα;» Ο Αγρικόλας κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να τους επιβληθεί με ήρεμο τρόπο και διέταξε να τους βασανίσουν.

Οπότε, μια παγωμένη χειμωνιάτικη νύχτα, τους ρίχνουν στα κρύα νερά μιας λίμνης. Το μαρτύριο ήταν φρικτό. Τα σώματα άρχισαν να μελανιάζουν. Αλλά αυτοί ενθάρρυναν ο ένας τον άλλο, λέγοντας: «Δριμύς ο χειμών, αλλά γλυκύς ο παράδεισος. Λίγο ας υπομείνουμε και σε μια νύχτα θα κερδίσουμε ολόκληρη την αιωνιότητα».

Ενώ προχωρούσε το μαρτύριο, ένας μόνο λιποψύχησε και βγήκε από τη λίμνη. Τον αντικατέστησε όμως ο φρουρός (Αγλάϊος), που είδε τα στεφάνια πάνω από τα κεφάλια τους. Ομολόγησε το Χριστό, μπήκε στη λίμνη και μαζί με τους 39 παίρνει και αυτός το στεφάνι του μαρτυρίου, αφού μισοπεθαμένους τους έβγαλαν το πρωί από τη λίμνη και τους συνέτριψαν τα σκέλη. Τα μαρτυρικά λείψανα ευρέθησαν από τους Χριστιανούς σε κάποιο γκρεμό, όπου είχαν συναχθεί κατά θεία οικονομία και ενταφιάσθηκαν με ευλάβεια.

Στον Ευεργετινό αναφέρεται ότι ενώ οι Άγιοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες βρίσκονταν στο στάδιο της αθλήσεως έχοντας παραμείνει όλη τη νύχτα μέσα στην παγωμένη λίμνη και καθώς τους έσερναν στον αιγιαλό για να τους συντρίψουν τα σκέλη, η μητέρα ενός Μάρτυρος παρέμενε εκεί πάσχουσα με αυτούς, βλέποντας το παιδί της που ήταν νεότερο στην ηλικία από όλους, μήπως και λόγω του νεαρού της ηλικίας και της αγάπης προς την ζωή, δειλιάσει και βρεθεί ανάξιο της τιμής και της τάξεως των στρατιωτών του Χριστού. Στεκόταν λοιπόν, εκεί και άπλωνε τα χέρια της προς το παιδί της λέγοντας:

«Παιδί μου γλυκύτατο, υπόμεινε για λίγο και θα καταστείς τέκνο του Ουράνιου Πατέρα. Μην φοβηθείς τις βασάνους. Ιδού, παρίσταται ως βοηθός σου ο Χριστός. Τίποτε δεν θα είναι από εδώ και πέρα πικρό, τίποτα το επίπονο δεν θα απαντήσεις. Όλα εκείνα παρήλθαν, διότι όλα αυτά τα νίκησες με τη γενναιότητά σου. Χαρά μετά από αυτά, άνεση, ευφροσύνη. Όλα αυτά θα τα γεύεσαι, διότι θα είσαι κοντά στον Χριστό και θα πρεσβεύεις εις Αυτόν και για μένα που σε γέννησα».

Τα λείψανα των Αγίων βρήκε με θεία οπτασία, το έτος 438 μ.Χ., η αυτοκράτειρα Πουλχερία κρυμμένα στο ναό του Αγίου Θύρσου, πίσω από τον άμβωνα, στον τάφο της διακόνισσας Ευσέβειας σε δύο αργυρές θήκες, οι οποίες κατά την διαθήκη της Ευσέβειας, είχαν εναποτεθεί στον τάφο της στο μέρος της κεφαλής της. Στην συνέχεια η Πουλχερία οικοδόμησε ναό έξω από τα τείχη των Τρωαδησίων.

Σπουδαία από ιστορικής απόψεως θεωρείται από νεότερους ερευνητές η Διαθήκη των Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων, η οποία αποσκοπεί στο να παρεμποδίσει τον διασκορπισμό των ιερών λειψάνων τους μεταξύ των Χριστιανών, πράγμα συνηθισμένο στην Ανατολή κατά τους χρόνους εκείνους.

Τέλος αξίζει να αναφέρουμε ότι οι Άγιοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες είναι προστάτες της Ι. Μ. Ξηροποτάμου στο Άγιον Όρος, το Καθολικό της οποίας τιμάται στη Μνήμη τους.

Κατά τους Παρισινούς Κώδικες 1575 και 1476 τα ονόματα τους ήταν: Κυρίων, Κάνδιδος (ή Κλαύδιος), Δόμνας, Ευτύχιος (ή Ευτυχής), Σεβηριανός, Κύριλλος, Θεόδουλος, Βιβιανός, Αγγίας, Ησύχιος, Ευνοϊκός, Μελίτων, Ηλιάδης (ή Ηλίας), Αλέξανδρος, Σακεδών (ή Σακερδών), Ουάλης, Πρίσκος, Χουδίων, Ηράκλειος, Εκδίκιος, (ή Ευδίκιος), Ιωάννης, Φιλοκτήμων, Φλάβιος, Ξάνθιος, (ή Ξανθιάς), Ουαλέριος, Νικόλαος, Αθανάσιος, Θεόφιλος, Λυσίμαχος, Γάϊος, Κλαύδιος, Σμάραγδος, Σισίνιος, Λεόντιος, Αέτιος, Ακάκιος, Δομετιανός (ή Δομέτιος), δυο Γοργόνιοι, Ιουλιανός, (ή Ελιανός ή Ηλιανός), και Αγλάϊος ο καπικλάριος. (Ορισμένοι Κώδικες αναφέρουν και επιπλέον των σαράντα ονόματα, όπως αυτά των Αγίων Αειθάλα, άλλου Γοργονίου κ.λ.π.).

 Τη μνήμη των Αγίων Σαράντα Μαρτύρων που μαρτύρησαν στη Σεβάστεια τιμά 9 Μαρτίου, η Εκκλησία μας.

 

 

 

Των Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων.


Τι είναι η Βασιλεία των Ουρανών;

Ίσως το ένα, το μοναδικό δηνάριο, που θα λάβουμε στο τέλος, οι βαστάσαντες το βάρος της ημέρας και τον καύσωνα, της ζωής μας.

Ίσως, ακόμα καλλίτερα, η Βασιλεία  των Ουρανών να είναι, ο οικοδεσπότης όστις εξέρχεται άμα πρωί μισθώσας εργάτας εις τον αμπελώνα αυτού.

Ίσως να είναι και αυτός ο ίδιος ο αμπελώνας η Βασιλεία των Ουρανών.   

Κι εμείς είμαστε άλλοτε καθισμένοι στην αγορά, αργοί, καθηλωμένοι, ακίνητοι, άλλοτε πιστεύοντες ότι κανείς δεν μας θέλει, κανείς δεν μας μίσθωσε, αργοί, καθηλωμένοι σε μια ψευδαίσθηση που σαν αιτία έχει τους άλλους, «ουδείς υμάς εμισθώσατο».

Κι ακόμα κι αν εν τέλει, η συνάντησή μας με την Βασιλεία των Ουρανών και με τον οικοδεσπότη αυτής, δεν μας ικανοποίησε, πάλιν η Βασιλεία και ο οικοδεσπότης αυτής θα κινηθεί, απόλυτος, γεμάτος Αγάπη θα μας αποκαλέσει: «Εταίρε».

Την ομορφότερη λέξη του κόσμου, εταίρε, τόσο που να μοιράζεται μαζί μας τα πάντα, έταιρος προς έταιρον, αποκαλύπτοντας τον Εαυτό του, την επιθυμία του για συμμετοχή, για κοινωνία. Για ένωση.

Εταίρε, ουκ αδικώ σε.

Αυτό το δηνάριο είναι από την αρχή του κόσμου, από την αρχή της Δημιουργίας, από την δική μας Αρχή του καθ’ ενός από εμάς. Από την γέννηση μας.

Όταν ήλθαμε από του μηδενός, ΟΛΟΚΛΗΡΟΙ, πλήρεις, υιοί Θεού, στο κόσμο του Θεού, από την αρχή, αυτό το δηνάριο, ήταν κι έμεινε δικό μας. Όποιαν ώρα κι αν προσήλθαμε στον αμπελώνα.

Ότι και αν μας καθυστέρησε, πάντοτε ο εαυτός μας, έφθασε μια στιγμή, έστω και στην ενδεκάτη, εάν εισήλθαμε στον αμπελώνα, για να απολάβουμε αυτό που από την αρχή, ήταν δικό μας, το ΕΝΑ δηνάριο.

Σίγουρα στη ζωή μας, όλοι μας, αγωνιστήκαμε για περισσότερα, νομίσαμε ότι πλείονα ληψόμεθα. Γιατί διανύσαμε πολύ από το βάρος της ημέρας και του καύσωνα.

Και σχεδόν πάντα, ΣΥΓΚΡΙΝΑΜΕ τον εαυτό μας με τους άλλους και δικαιώσαμε τον εαυτό μας, περιμέναμε περισσότερα. Πάντα αυτοί οι άλλοι, οι ελθόντες κατά την ενδέκατην ώραν, και αυτοί έλαβαν ένα δηνάριον.

Γιατί η αγάπη ου μεμέρισται. Δεν μοιράζεται η αγάπη. Ο οικοδεσπότης γνωρίζει, είναι δίκαιος, γνωρίζει αυτό το τόσο σπουδαίο, ένα δηνάριο, που έχουμε όλοι που είναι η Βασιλεία των Ουρανών.  

Μέσα σ’ αυτήν την τέλεια ενότητα, που θα φθάσουμε, όταν φθάσουμε, πέρα από κάθε δική μας λογική ή κρίση. Εκεί, θα γνωρίσουμε πως είναι η κρίση του Οικοδεσπότη, που γνωρίζει τόσο καλά τον καθ’ ένα από εμάς, ώστε να δώσει αυτό που του ανήκει, αυτό το ένα δηνάριο, χωρίς να κρίνει, αλλά ποιώντας «ό θέλω εν τοις εμοίς», όπως λέγει.

Δικοί Του είναι οι αγαθοί.

Το μάτι μας, αδελφοί, ας μην είναι πονηρό, ας μην κοιτά τον διπλανό, ας μην μετρά τον χρόνο του, τον κόπο του, την σχέση του με τον εαυτό του και το Θεό.

Το δηνάριο είναι ίσο για όλους.

Αυτή είναι η Βασιλεία των Ουρανών. Είναι το «έξεστι μοι ποιήσαι ό θέλω, εν τοις εμοίς..» είναι του Θεού ο κόσμος και ο Αμπελώνας και το δηνάριον.

Δικός μας όμως, είναι ο ΟΦΘΑΛΜΟΣ και ο τρόπος που αυτός κοιτάει, επίσης, δικός μας.

Αυτό να το ξέρουμε, δεν μετράει ο δρόμος και ο κόπος, αλλά ο τρόπος που κοιτάμε…………   

Κυριακή 3 Μαρτίου 2024

Άγιος Νικόλαος ο Πλανάς : Το θαύμα με το πρόσφορο.

 Μέσα από τα βάθη της ψυχής του τελούσε ο Άγιος τη Θεία Λειτουργία. Πενήντα ολόκληρα χρόνια δεν πέρασε ούτε μία μέρα χωρίς να λειτουργήσει. Κατά τις πολύωρες λειτουργίες δεν ήταν λίγα τα θαύματα που συνέβαιναν. Ο Άγιος Νικόλαος τα θεωρούσε εντελώς φυσιολογικά, όπως εντελώς φυσιολογική ήταν η αστείρευτη αγάπη του προς τον Θεό.

Οι ακολουθίες του Παππού, όπως τον φώναζαν τον Άγιο τα πνευματικά του παιδιά, ήταν μοναδικές και ανεπανάληπτες. Είχαν τη μεγαλοπρέπεια του Βυζαντίου αλλά και τη σφραγίδα της αγιοπατερικής παράδοσης. Πλήθος κόσμου συγκεντρώνονταν στους ναούς που λειτουργούσε ο ταπεινός ιερέας. Άνθρωποι κάθε ηλικίας, άνδρες και γυναίκες, Αθηναίοι και επαρχιώτες, επιστήμονες και απλοί εργάτες. Ακόμα και παιδιά, αρκετά παιδιά με τις μητέρες τους, έμεναν στο ναό ώρες πολλές μέχρι να τελειώσει η ακολουθία. Τα μικρά παιδιά τον αγαπούσαν πολύ τον παππούλη, αλλά και ο Άγιος αγαπούσε τα αθώα παιδιά.

Συχνά πήγαιναν από νωρίς στην εκκλησία για να προλάβουν να είναι πρώτα στο ιερό και έτσι να ντυθούν τη στολή τους για να βοηθήσουν τον Άγιο στη Θεία Λειτουργία. Ακολουθούσαν τις οδηγίες του και συμμετείχαν και αυτά με τον τρόπο τους στον δοξολογικό ύμνο προς τον Θεό. Δεν τα στενοχωρούσε η πολύωρη ακολουθία. Αντίθετα, τους άρεσε αφού κοντά στον Άγιο ένιωθαν απερίγραπτη γαλήνη και σιγουριά.

Αρκετές φορές τα παιδιά είχαν δει ένα παράδοξο θέαμα. Κατά την ώρα της Θείας Λειτουργίας έβλεπαν τον Άγιο να στέκεται ψηλότερα από τη γη και τα πόδια του να μην αγγίζουν στο έδαφος. Πολλά παιδιά τρόμαζαν και έτρεχαν με φόβο να το ανακοινώσουν στους γονείς τους που, μολονότι δεν έβλεπαν αυτό το θαυμαστό γεγονός, δάκρυζαν και ευχαριστούσαν τον Θεό που τους αξίωνε να βρίσκονται κοντά στον ευλογημένο ιερέα. Στη συνέχεια καθησύχαζαν τα παιδιά και με ακόμα μεγαλύτερη πίστη συμμετείχαν στην ακολουθία.

Κάποια μέρα που ο Άγιος βρισκόταν σ᾿ ένα από τα αγαπημένα του ξωκκλήσια για να λειτουργήσει, παρατήρησε πως δεν υπήρχε κανένα πρόσφορο. Δεν ταράχτηκε. Προτίμησε να περιμένει με τη βεβαιότητα ότι σύντομα κάποιο πρόσφορο θα βρισκόταν. Άλλωστε τόσα χρόνια, όσες φορές είχε συμβεί να μην έχει πρόσφορο, πάντα την κατάλληλη στιγμή κάποιος θα έφερνε ή, αν έπρεπε, κάποιος από το εκκλησίασμα πήγαινε σε κοντινό φούρνο και αγόραζε ένα. Εκείνη τη μέρα όμως τα πράγματα δυσκόλευαν…

Η ώρα περνούσε και κανένας δεν έφερνε πρόσφορο. Έψαξε καλά στα ράφια του ιερού μήπως και υπήρχε κάποιο από προηγούμενη φορά, μα δε βρήκε τίποτα. Τότε έκανε νόημα σε δύο πνευματικά του παιδιά να πλησιάσουν στο ιερό και τους ζήτησε να πάνε γρήγορα στο φούρνο και να ζητήσουν πρόσφορο κι αν δεν έβρισκαν να ζητούσαν από κάποιες ενορίτισσες που πάντα φρόντιζαν και είχαν.

Έφυγαν τρέχοντας από το εκκλησάκι οι δύο, μα μάταιος ο κόπος τους. Λίγη ώρα αργότερα γύρισαν με άδεια χέρια πίσω και ανακοίνωσαν στον Άγιο πως, παρά την προσπάθεια τους, κανένας δε βρέθηκε να τους εξυπηρετήσει. Ο Άγιος ευχαρίστησε τα πνευματικά του παιδιά για τον κόπο τους και έμεινε μόνος του στο ιερό. Στενοχωρήθηκε πολύ και τα ασκητικά του μάτια γέμισαν δάκρυα. Η ώρα είχε περάσει. Ο Όρθρος έφτανε στο τέλος και ο ευλογημένος ιερέας δεν θα μπορούσε να προχωρήσει στη Θεία Λειτουργία. Τόσα χρόνια, καθημερινά λειτουργούσε, μα εκείνη τη μέρα με θλίψη θα έπρεπε να διακόψει αυτή την ευλογημένη σειρά. Με ασταμάτητα δάκρυα κοιτούσε την εικόνα του Εσταυρωμένου και με δυνατή προσευχή παρακαλούσε τον Κύριο να μη του στερήσει τη Θεία Λειτουργία.

Ξαφνικά βλέπει πάνω στην Αγία Τράπεζα ένα μικρό πρόσφορο που άχνιζε. Ήταν ολόφρεσκο και τοποθετημένο στη μέση. Μόλις το είδε ο Άγιος έκανε το σταυρό του και ύψωσε τη δακρυσμένη ματιά του προς τον ουρανό ευχαριστώντας τον Θεό. Το θαύμα είχε γίνει. Κάποιος άγγελος σταλμένος από το Χριστό είχε τοποθετήσει το μικρό πρόσφορο στην Αγία Τράπεζα. Ο Άγιος σκέφτηκε πως ένα τέτοιο θαυμαστό γεγονός δεν έπρεπε να μείνει κρυφό. Κρατώντας λοιπόν το θεόσταλτο δώρο βγήκε μπροστά στην Ωραία Πύλη του Ιερού και διακόπτοντας τους ψάλτες έδειξε το πρόσφορο προς το εκκλησίασμα και είπε συγκινημένος: «Κοιτάξτε παιδιά μου τι σημείο μας έκανε ο Θεός». Ο κόσμος σάστισε. Χωρίς πολλά λόγια ο Άγιος εξήγησε τι είχε προηγηθεί και αμέσως προχώρησε πάλι μέσα στο ιερό και σαν να είχε συμβεί κάτι απλό και συνηθισμένο συνέχισε την ακολουθία.

Στο μεταξύ, βαθιά συγκίνηση κατέλαβε τους παρευρισκόμενους όταν συνειδητοποίησαν πως ένα μεγάλο θαύμα – σημείο, όπως τους είπε ο Παππούς – είχε συμβεί εκείνη την ώρα. Όλων τα μάτια βούρκωσαν και στράφηκαν με ευγνωμοσύνη προς την εικόνα του Χριστού που τη φώτιζε αμυδρά ένα μικρό καντήλι. Ευχαριστούσαν τον Κύριο για το μεγάλο θαύμα. Τον ευχαριστούσαν όμως και για την ευλογημένη παρουσία του Παππού κοντά τους.

Μέχρι την απόλυση της Θείας Λειτουργίας όλοι ήταν συγκλονισμένοι και με δυσκολία συγκρατούσαν τα δάκρυα τους. Μόνο ο Άγιος Νικόλαος ο Πλανάς έμοιαζε να μην έχει συναίσθηση του θαύματος που είχε γίνει. Άλλωστε για τον ίδιο τα θαύματα ήταν μέρος του καθημερινού του προγράμματος και η ταπεινή του ψυχή ποτέ δεν υπερηφανεύτηκε για τα θεία σημεία. Ήταν για τον Άγιο τα θαύματα φυσιολογικά, όπως φυσιολογική ήταν και η αστείρευτη πίστη και αγάπη του στο Θεό.

Πηγή: Από το βιβλίο: «Το πρώτο μου συναξάρι», εκδόσεις Ιεράς Μονής Χρυσοπηγής, 1997

 


Ο Παπαδιαμάντης για τον Άγιο παπά Νικόλα το Πλανά.

 Τις πρώτες γραπτές μαρτυρίες για την αγιότητα του παπα-Νικόλα το Πλανά τις έχουμε από τον σύγχρονό του Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Ο Παπαδιαμάντης ήταν ψάλτης του, στο Εκκλησάκι του Αγίου Ελισσαίου, κοντά στο Μοναστηράκι της Αθήνας. Έψαλλε στους εσπερινούς και τους όρθρους, στις λειτουργίες και τις ολονυκτίες, που τελούσε με κατάνυξη, αλλά και μεγαλοπρέπεια ο παπά-Νικόλας. Και μπόρεσε να εισδύσει στο βάθος της αγιαμένης αυτής ύπαρξης και να αντιληφθεί το πλήθος των χαρισμάτων της, τα οποία ήταν επιμελώς κρυμμένα κάτω από το κέλυφος της απλότητας και της ταπείνωσης, γιατί ήταν και εκείνος εντεταγμένος στην ίδια προοπτική, ήταν, δηλαδή, φορέας της Ορθοδόξου Παραδόσεως.

Τον ονομάζει άξιο λειτουργό του Υψίστου και τον αντιπαραβάλλει με τους “επαγγελματικούς ιερείς”, όπως τους αποκαλεί, και συνεχίζει: “Γνωρίζω ένα ιερέα εις τας Αθήνας. Είναι ο ταπεινότερος των ιερέων και ο απλοϊκότερος των ανθρώπων. Δια πάσαν ιεροπραξία αν του δώσεις μίαν δραχμήν, ή πενήντα λεπτά, ή μίαν δεκάραν, τα παίρνει. Αν δεν του δώσεις τίποτε, δεν ζητεί… Κάθε ψυχοχάρτι, φέρον τα μνημονευτέα ονόματα των τεθνεώτων, αφού άπαξ του το δώσεις, το κρατεί δια πάντοτε. Επί δύο, τρία έτη εξακολουθεί να μνημονεύει τα ονόματα. Εις κάθε προσκομιδήν μνημονεύει δύο ή τρεις χιλιάδες ονόματα. Δεν βαρύνεται ποτέ. … είναι αξιαγάπητος, είναι απλοϊκός και ενάρετος, είναι άξιος του πρώτου Μακαρισμού του Σωτήρος”.


( Μάρθας μοναχής, Ο Άγιος παπα- Νικόλας πλανάς, Εκδ. Αστήρ, Αθήναι 1992)