Σάββατο 26 Φεβρουαρίου 2022

Κυριακή της Απόκρεω.

«Όταν δε έλθει ο Υιός του ανθρώπου εν τη δόξη αυτού και πάντες οι άγγελοι μετ΄ αυτού…»

Μέχρι τότε;

Μα είναι ξεκάθαρο, αδελφοί μου, μέχρι τότε είναι ανάμεσά μας, δίπλα μας και μέσα μας, στον καθ΄ έναν από εμάς….όποια επιλογή κι αν έχουμε κάνει, όποιες επιλογές κι αν έχουμε κάνει…..

Διψά και πεινά μαζί μας, είναι και ξένος και γυμνός σαν εμάς, ασθενής και φυλακισμένος σαν εμάς, σαν τον διπλανό μας. Είναι ο Υιός του ανθρώπου ο Σεσαρκωμένος, είναι αυτός που δεν έχουμε καταλάβει….

Είναι η ενότητα που δεν έχουμε καταλάβει, μαζί Του. Για αυτό και πεινάμε, διψάμε, γυμνητεύουμε, ζούμε σε φυλακές, ξένοι, κι αυτοί οι δίπλα μας, οι τόσο κοντινοί, ξένοι συχνά και αυτοί, ξένοι και προς τον εαυτό μας πολλές φορές. Διότι η μόνη μας ευκαιρία να ζήσουμε πλήρεις, ελεύθεροι, υγιείς, είναι να βιώσουμε αυτήν την εγγύτητα, την πληρότητα, την ταύτιση με τον Χριστό. Και το μεγάλο μυστήριο της ζωής είναι ότι ενώ αυτή η αλήθεια είναι μέσα μας και παντού, πρέπει να βγούμε από τον εαυτό μας και να κάνουμε, αυτό το μεγάλο μικρό ταξίδι προς τον άλλο, προς τον πλησίον, προς τον συνάνθρωπο. Προς αυτόν που έχει ανάγκη, όπου κι αν βρίσκεται.

Αλλά τις πιο πολλές φορές αυτόν τον δίπλα, ίσως, ούτε τον προσέξαμε, απορούμε πως μπορεί να ζήσαμε όλοι μαζί τόσο καιρό και δεν είδαμε, δεν νιώσαμε τόσες ανάγκες….τόσους διψασμένους και πεινασμένους τόσους γυμνούς που θα μπορούσαμε να είχαμε φροντίσει.

Την ημέρα της κρίσης του καθ΄ ενός μας αλλά και σε εκείνην την τελική, θα είναι για μας μια έκπληξη, πόσα μπορούσαμε να είχαμε κάνει και δεν κάναμε, πόσα πολλά είχαμε, πόσα πολλά παραπάνω και πόσα έλλειπαν γύρω μας…. Όμως, ίσως, ούτε το δικό μας πλεόνασμα νιώσαμε ούτε την έλλειψη.

Διότι, πρέπει να δούμε τον κόσμο όλο σαν μια πορεία προς τον Χριστό. Πρέπει να ανακαλύψουμε τον Χριστό, μέσα μας, παντού……

Η πορεία μας είναι προς τον Χριστό, που είναι παντού, που ενώθηκε μαζί μας, με όλους.

Αυτό είναι το μυστήριο της Εκκλησίας. Αυτή η ενότητα, αυτή η ταύτιση. Η αστοχία μας σε αυτήν την σχέση θα μας αφορίσει, από την ητοιμασμένην ημιν βασιλείαν από καταβολής κόσμου.                                                                                          

Βλέπετε, αδελφοί μου, σήμερα, Τρίτη Κυριακή του Τριωδίου μας αποκαλύπτεται και αυτό: Ότι η βασιλεία είναι για εμάς και είναι έτοιμη από καταβολής κόσμου.

Μόνο να το νιώσουμε, να το δούμε αυτό!

Να το βιώσουμε και θα δούμε Χριστό παντού, στον καθ΄ έναν από εμάς.  

 

  

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΑΠΟΚΡΕΩ 

Περνάμε την ζωή μας, οι περισσότεροι από εμάς, προσπαθώντας να βρούμε τον εαυτό μας, έξω από τον εαυτό μας. Σε γεγονότα και πρόσωπα και πράγματα. Και βρισκόμαστε σχεδόν συνεχώς αναβαίνοντες εις τον Ναόν, για να προσευχηθούμε, προς τον εαυτό μας, Φαρισαίοι συχνότερα από οτιδήποτε άλλο, περιπλανώμεθα εις χώραν μακράν, σπαταλώντας την ουσίαν και την περιουσίαν μας, σαν να μην την είχαμε ποτέ. Σαν να μην καταλαβαίναμε καν, Ποιος μας τα έδωσε όλα και τι ήταν αυτά τα όλα, τα πλούσια, τα όμορφα….

Και κάποια στιγμή, πάντοτε έρχεται αυτή η στιγμή, που η υπερφίαλη φαρισαϊκή προσευχή μας, που από τον εαυτό μας, αυτάρεσκα και φαρισαϊκά επιστρέφει στον εαυτό μας, φυσικά μη δικαιωμένη. Η στιγμή που ο θόρυβος του κόσμου των επιθυμιών μας που ως άσωτοι υιοί περιπλανηθήκαμε ασκόπως, σιγά…σταματά να υπάρχει….

Τα πάθη μας αδυνατούν να μας θρέψουν και τα ξυλοκέρατα των σαρκικών μας επιθυμιών, αρκούν για τα ζωώδη μας ένστικτα, όμοια των χοίρων, αλλά όχι για εμάς, τους υιούς της Βασιλείας.

Και η Εκκλησία μας, σήμερα, κυριολεκτικά μας αρπάζει και μας φέρνει εμπρός σε κάτι συγκλονιστικό!

Αφού την Κυριακή του Τελώνου και του Φαρισαίου και την Κυριακή του Ασώτου μας περιέγραψε τις δυνατότητες μας, τον σκοπό της ύπαρξης μας, που είναι η προσευχή και η Μετάνοια, η στροφή του προσώπου μας προς το Σωστό Πρόσωπο που είναι αυτό του Πατέρα, σήμερα μας οδηγεί σχεδόν  «βίαια» απέναντι από το πρόσωπο εκείνων που δίπλα μας, πλησίον μας επείνασαν και δεν τους δώσαμε να φαν, εδίψασαν και δεν τους δώσαμε να πιουν, ξένοι και δεν τους βάλαμε στην καρδιά μας, γυμνοί, απροστάτευτοι, αδύνατοι και δεν τους στηρίξαμε, φυλακισμένοι μέσα σε προβλήματα, εθισμούς ή άλλες φυλακές και δεν μοιρασθήκαμε το χώρο τους.

Μας οδηγεί σήμερα «βίαια» απέναντι στο Πρόσωπό Του, αφού υπάρχει παντού Εκείνος. Και στην ουσία απέναντι και στο δικό μας αληθινό πρόσωπο. Γιατί ούτε τον εαυτό μας δεν καταλάβαμε, γιατί διψούσε και πεινούσε, πόσο ξένος και μόνος ήταν, πόσο φυλακισμένος….και δεν τον θρέψαμε, δεν τον στηρίξαμε, δεν τον συμπονέσαμε. Τον εαυτό μας, τον πλησίον, τον Θεάνθρωπο.

Ο πόνος του τελώνη και του άσωτου υιού όταν είδε τον εαυτό του, είναι ο πόνος μας.

Όμως η σκληροκαρδία μιας φαρισαϊκής παθολογίας, η σκληρότητα του πρεσβύτερου υιού στην παραβολή του Ασώτου, έκατσαν πολύ χρόνο στην καρδιά μας, επιτρέψαμε να μείνει πολύ χρόνο στην καρδιά μας και δεν αντιληφθήκαμε πόσο ξένοι ήμασταν όλοι. Και πόσο πονούσαμε και διψούσαμε και πόσο φυλακισμένοι είμαστε στα πάθη μας, εμείς και οι άλλοι, οι πλησίον.

Και σήμερα η Εκκλησία μας καλεί να δούμε αυτό το πρόσωπο, αυτά τα πρόσωπα, το Πρόσωπο του Υιού του Θεού.

Να αφαιρέσουμε την ψευδαίσθηση ενός κόσμου που τρέφει την ψευδαίσθηση και ενθυμούμενοι τους κεκοιμημένους ως ζώντες, να δούμε και του εαυτούς μας σαν μέλλοντες… κεκοιμημένους.

Όταν αυτή η ευκαιρία που έχουμε, εδώ, στον κόσμο αυτό που σχετιζόμαστε μεταξύ μας και με τον κόσμο και είθε και με τον Θεό, έτσι όπως ζούμε, να ιδούμε, σήμερα, όταν θα διαδεχθούμε και εμείς με την σειρά μας στο κόσμο αυτών που μνημονεύσαμε χθες, των κεκοιμημένων, που θα καταταχθούμε…

Σε αυτόν τον κόσμο που ετοιμάσθηκε για εμάς, από την αρχή, από καταβολής κόσμου, στο δικό μας δηλαδή κόσμο ή στον κόσμο του ξένου του αλλότριου;

Ας κάνουμε λοιπόν, από σήμερα το ελάχιστο, εις τους ελάχιστους…..

Καλή προσπάθεια.

   

   

  

 

 

 

 

 

 

   

  

 

 

 

 

 


 

 

 

 

Τρίτη 22 Φεβρουαρίου 2022

Άγιος Παϊσιος:Για τις ψυχές των κεκοιμημένων


Τους κεκοιμημένους να τους θυμόμαστε και να ευχόμαστε πάντοτε γι’ αυτούς. Να μην παραλείπουμε να προσευχόμαστε για τις ψυχές τους, για να βρουν ανάπαυση. Εγώ, κάθε φορά που έχω Θεία Λειτουργία στο Καλύβι, κάνω μνημόσυνο και για όλους τους κεκοιμημένους των οποίων «τα ονόματα ουκ εμνημονεύθησαν».

«Όταν ανάβουμε κερί για την ψυχή κάποιου κεκοιμημένου, ωφελείται πολύ. Αν έχεις έναν νεκρό, ο οποίος έχει παρρησία στον Θεό, και του ανάψεις ένα κερί, αυτός έχει υποχρέωση να προσευχηθεί για σένα στον Θεό. Αν, πάλι, έχεις έναν νεκρό, ο οποίος νομίζεις ότι δεν έχει παρρησία στον Θεό, τότε, όταν του ανάβεις ένα αγνό κερί, είναι σαν να δίνεις ένα αναψυκτικό σε κάποιον που καίγεται. Οι άγιοι δέχονται ευχαρίστως την προσφορά του κεριού και είναι υποχρεωμένοι να προσευχηθούν γι’ αυτόν που το ανάβει. Κι ο Θεός, ευχαρίστως, το δέχεται.

«Ν’ αφήνετε μέρος της προσευχής σας για τους κεκοιμημένους. Οι ίδιοι οι πεθαμένοι, δεν μπορούν να κάνουν τίποτα. Οι ζωντανοί, όμως, μπορούν. Με την προσευχή (που κάνετε για τους κεκοιμημένους), είναι σαν να τους κερνάτε μία πορτοκαλάδα, ένα αναψυκτικό. Όταν ελεείτε κάποιον, να λέτε για ποιον (συγκεκριμένα κεκοιμημένον) το κάνετε. Ώστε, να την πάρει ο άλλος την ελεημοσύνη και να πει: “Θεός, σχωρέσ’ τον!”. Κι αν ο άλλος το πει αυτό με την καρδιά του, το μετράει μετά αυτό ο Θεός.

– Γέροντα, πώς να προσεύχομαι για τους κεκοιμημένους;

– Να λες γενικά: «Ο Θεός, ανάπαυσον τας ψυχάς των κεκοιμημένων δούλων σου» και, εάν έρθει στον νου σου κανένα όνομα κεκοιμημένου ή τύχη να πεθάνει κανένας γνωστός ή άγνωστος και το μάθεις, μνημόνευσε τον και αυτόν με την ίδια ευχή.

Οι κεκοιμημένοι έχουν πιο πολλή ανάγκη προσευχής από τους ζώντες, γιατί στους ζώντες υπάρχει και ελπίδα μετανοίας. Και θέλει ο Θεός να υπάρχουν άνθρωποι να Τον παρακαλούν να βοηθήσει τους κεκοιμημένους, αφού δεν έγινε ακόμη η τελική Κρίση. Στον πόλεμο ένας βαριά τραυματισμένος ζήτησε από έναν ιερέα νερό και εκείνος δεν του έδωσε. Αδιαφόρησε, ενώ είχε στο παγούρι του λίγο νερό. Ο τραυματίας σε λίγο πέθανε και ο ιερέας, μόλις συνειδητοποίησε το σφάλμα του, ήταν απαρηγόρητος. Τον μνημόνευε συνεχώς. Ήρθε στο Καλύβι και μου είπε τον πόνο του. Ο καημένος είχε πολλή θυσία, αλλά δεν κατάλαβε πώς το έκανε αυτό. Το επέτρεψε ο Θεός, πήρε δηλαδή για λίγο την Χάρη Του, επειδή ο τραυματίας είχε πολλή ανάγκη από προσευχή. Αν ο ιερέας του έδινε νερό, θα τον ξεχνούσε, ενώ τώρα τον πείραζε η συνείδηση και προσευχόταν συνέχεια γι’ αυτόν.

– Γέροντα, οι υπόδικοι νεκροί μπορούν να προσεύχονται;

– Έρχονται σε συναίσθηση και ζητούν βοήθεια, αλλά δεν μπορούν να βοηθήσουν τον εαυτό τους. Όσοι βρίσκονται στον Άδη μόνον ένα πράγμα θα ήθελαν από τον Χριστό: να ζήσουν πέντε λεπτά, για να μετανοήσουν.

Εμείς που ζούμε, έχουμε περιθώρια μετανοίας, ενώ οι καημένοι οι κεκοιμημένοι δεν μπορούν πια μόνοι τους να καλυτερεύσουν την θέση τους, αλλά περιμένουν από μας βοήθεια. Γι’ αυτό έχουμε χρέος να τους βοηθούμε με την προσευχή μας.

Ζητούν να βοηθηθούν και βοηθιούνται θετικά με τις προσευχές των πιστών. Τους δίνει δηλαδή ο Θεός μια ευκαιρία, τώρα που είναι υπόδικοι, να βοηθηθούν μέχρι να γίνει η Δευτέρα Παρουσία.

Και όπως σ’ αυτήν την ζωή, αν κάποιος είναι φίλος με τον βασιλιά, μπορεί να μεσολαβήσει και να βοηθήσει έναν υπόδικο, έτσι και αν είναι κανείς «φίλος» με τον Θεό, μπορεί να μεσολαβήσει στον Θεό με την προσευχή του και να μεταφέρει τους υπόδικους νεκρούς από την μια «φυλακή» σε άλλη καλύτερη, από το ένα «κρατητήριο» σε ένα άλλο καλύτερο. Ή ακόμη μπορεί να τους μεταφέρει και σε «δωμάτιο» ή σε «διαμέρισμα».

Όπως ανακουφίζουμε τους φυλακισμένους με αναψυκτικά κ.λπ. που τους πηγαίνουμε, έτσι και τους νεκρούς τους ανακουφίζουμε με τις προσευχές και τις ελεημοσύνες που κάνουμε για την ψυχή τους. Οι προσευχές των ζώντων για τους κεκοιμημένους και τα μνημόσυνα είναι η τελευταία ευκαιρία που δίνει ο Θεός στους κεκοιμημένους να βοηθηθούν, μέχρι να γίνει η τελική Κρίση. Μετά την δίκη δεν θα υπάρχει πλέον δυνατότητα να βοηθηθούν.

Όταν όμως εμείς προσευχόμαστε για τους κεκοιμημένους Του δίνουμε το δικαίωμα να επεμβαίνει. Περισσότερο μάλιστα συγκινείται ο Θεός, όταν κάνουμε προσευχή για τους κεκοιμημένους παρά για τους ζώντες.

Γι’ αυτό και η Εκκλησία μας έχει τα κόλλυβα, τα μνημόσυνα.

Τα μνημόσυνα είναι ο καλύτερος δικηγόρος για τις ψυχές των κεκοιμημένων. Έχουν την δυνατότητα και από την κόλαση να βγάλουν την ψυχή. Κι εσείς σε κάθε Θεία Λειτουργία να διαβάζετε κόλλυβο για τους κεκοιμημένους.

Έχει νόημα το σιτάρι. «Σπείρεται εν φθορά, εγείρεται εν αφθαρσία» λέει η Γραφή.

Στον κόσμο μερικοί βαριούνται να βράσουν λίγο σιτάρι και πηγαίνουν στην εκκλησία σταφίδες, κουραμπιέδες, κουλουράκια, για να τα διαβάσουν οι ιερείς…

Έχω υπ’ όψιν μου γεγονότα που μαρτυρούν πόσο οι κεκοιμημένοι βοηθιούνται με την προσευχή πνευματικών ανθρώπων.

Κάποιος ήρθε στο Καλύβι και μου είπε με κλάματα: «Γέροντα, δεν έκανα προσευχή για κάποιον γνωστό μου κεκοιμημένο και μου παρουσιάστηκε στον ύπνο μου. ‘’Είκοσι μέρες, μου είπε, έχεις να με βοηθήσεις• με ξέχασες και υποφέρω’’. Πράγματι, μου λέει, εδώ και είκοσι μέρες είχα ξεχασθεί με διάφορες μέριμνες και ούτε για τον εαυτό μου δεν προσευχόμουν»..

Εγώ, όταν προσεύχομαι για όλους τους κεκοιμημένους, βλέπω στον ύπνο μου τους γονείς μου, γιατί αναπαύονται από την προσευχή που κάνω.

Κάθε φορά που έχω Θεία Λειτουργία, κάνω και γενικό μνημόσυνο για όλους τους κεκοιμημένους και εύχομαι για τους βασιλείς, για τους αρχιερείς κ.λπ. και στο τέλος λέω «και υπέρ ων τα ονόματα ουκ εμνημονεύθησαν».

Το καλύτερο από όλα τα μνημόσυνα που μπορούμε να κάνουμε για τους κεκοιμημένους είναι η προσεκτική ζωή μας, ο αγώνας που θα κάνουμε, για να κόψουμε τα ελαττώματά μας και να λαμπικάρουμε την ψυχή μας. Γιατί η δική μας ελευθερία από τα υλικά πράγματα και από τα ψυχικά πάθη, εκτός από την δική μας ανακούφιση, έχει ως αποτέλεσμα και την ανακούφιση των κεκοιμημένων προπάππων όλης της γενιάς μας.

Οι κεκοιμημένοι νιώθουν χαρά, όταν ένας απόγονός τους είναι κοντά στον Θεό.

Αν εμείς δεν είμαστε σε καλή πνευματική κατάσταση, τότε υποφέρουν οι κεκοιμημένοι γονείς μας, ο παππούς μας, ο προπάππος μας, όλες οι γενεές. «Δες τι απογόνους κάναμε!», λένε και στενοχωριούνται. Αν όμως είμαστε σε καλή πνευματική κατάσταση, ευφραίνονται, γιατί και αυτοί έγιναν συνεργοί να γεννηθούμε και ο Θεός κατά κάποιον τρόπο υποχρεώνεται να τους βοηθήσει. Αυτό δηλαδή που θα δώσει χαρά στους κεκοιμημένους είναι να αγωνισθούμε να ευαρεστήσουμε τον Θεό με την ζωή μας, ώστε να τους συναντήσουμε στον Παράδεισο και να ζήσουμε όλοι μαζί στην αιώνια ζωή.


Από το βιβλίο: «Λόγοι Δ, ‘Οικογενειακή Ζωή, του Αγίου Παϊσίου Αγιορείτου Λόγοι, τόµος 6ος, Περί Προσευχής, Ι. Η. «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος», 2002 Σουρωτή Θεσσαλονίκης«

 

 

 

 

Σάββατο 12 Φεβρουαρίου 2022

Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου

Ανεβαίνουμε προς το ιερό να προσευχηθούμε, διχασμένοι.
Χωρίς να μπορούμε να αφήσουμε τις σκέψεις μας από την μια, με διάθεση όμως να βγούμε από τον εαυτό μας και να μπούμε σε εκείνον τον ιερό χώρο, στο ιερό που συναντόμεθα με τον Θεό μας.
Κι’ έχουμε δύο καταστάσεις: Εκείνη του Εγώ μας, ενός Ξένου, ενός πλαστού εαυτού που σκέφτεται συνέχεια το ποιος είναι. Διότι είναι πλαστός και χρειάζεται συνέχεια αποδείξεις.
Όχι για το ποιος είμαι, αλλά πως «ουκ ειμί» πως δεν είμαι, π.χ. όπως οι άλλοι άνθρωποι.
Δεν είμαστε όπως οι άλλοι:άρπαγες, άδικοι, μοιχοί και βέβαια αυτό ακριβώς και πιστεύουμε ότι είμεθα. Για αυτό και το βλέπουμε στους άλλους, για αυτό και το καταδεικνύουμε, στους άλλους. Αυτό που μέσα μας έχουμε πιστέψει, ότι είμαστε.
Και για αυτό κάνουμε τόσα: νηστεύουμε δις του Σαββάτου, αποδεκατούμε πάντα όσα κτώμαι. Από ενοχή, από απαξίωση του εαυτού. Όχι από αγάπη. Για να μην είμαστε αυτό που φοβόμαστε ότι είμαστε.
Ενώ, η άλλη πλευρά του εαυτού μας, μένει μακριά και « ου θέλει» ούτε τους οφθαλμούς να σηκώσει προς τον ουρανό, ο όντως εαυτός μας, ο άγνωστος, ο έσω, ο όντως όν, που σπρωγμένος από τον Φαρισαίο που μας τυραννά, μένει πίσω, αλλά μέσα από το κέντρο της ύπαρξης μας, πάλλεται και προσεύχεται, αυτός πάντοτε με ένταση, γιατί αυτός έχει ύπαρξη, αυθ-ύπαρξη.
Και όταν είμαστε τότε ξέρουμε, μπορούμε να πούμε όχι, το «ουκ ειμί», του Φαρισαίου εαυτού μας, αλλά το «ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ».
Να ανοίξουμε διάλογο με Εκείνον που βιώνουμε σαν πρόσωπο προς πρόσωπον. Και τότε, ολόκληροι, «τύπτουμε στο στήθος» γιατί, ξέρουμε ποιος μιλά με ποιόν και αυτό βγάζει προσευχή, και ανα-γνώριση.
Ενώ, ο Φαρισαίος εαυτός μας, στενεύει τα όρια μας.
Μας στρέφει το πολύ μέχρι τις λανθασμένες εικόνες των άλλων, δηλαδή, λανθασμένες εικόνες του εαυτού μας, και αποκαλεί αρπαγή, αδικία, μοιχεία ότι πράξαμε και νηστεία και αποδεκατισμό ότι πληρώσαμε, αντιστρέφοντας τα πάντα προς μία φθορά, κάνοντας το δώρο της ύπαρξης, μη ύπαρξη.
«Ουκ ειμί» λέμε στον εαυτό μας και τον εμποδίζουμε να ζήσει.
Ενώ μέσα μας υπάρχει τόση αγάπη, που να μην μπορούμε να την εκφράσουμε και τύπτουμε το στήθος μας όταν νιώθουμε ποιοι πράγματι είμαστε και Ποιόν έχουμε εμπρός μας.
Είναι όμορφα να τύπτεις το στήθος σου, για αυτόν που αγαπάς και τότε ξέρεις να πεις το όνομα Του. Αυτό σε κάνει να ξέρεις και εσύ ποιος είσαι.
Ο τελώνης, αδελφοί μου, γνώριζε ποιος ήταν, γιατί γνώριζε και Ποιόν είχε απέναντί του, στο ιερό όπου έρχεται να προσευχηθεί.
Και όλες οι σκέψεις σταματούν. Τίποτα δεν υπάρχει. Ούτε κρίσεις ούτε
συγκρίσεις.
Από αυτό θα καταλάβουμε κι εμείς, πόσο αντιλαμβανόμαστε την παρουσία του Θεού.
 Εάν όταν ανεβαίνουμε στη προσευχή ο Νους μας στρέφεται προς τα έξω και τρέφεται με τις σκέψεις, τότε δεν αγαπάμε εαυτόν, τους άλλους και τον Θεό. Και δεν θα φύγουμε εμείς δικαιωμένοι αλλά ο Φαρισαίος που τρέφουμε και μας τυραννά. Και ο οίκος της ψυχής μας θα είναι έρημος, μη δικαιωμένος.
Εάν όμως μείνουμε  «μακρόθεν» από όλες αυτές τις εξωτερικές-πλαστές σκέψεις και εικόνες, θα φτάσουμε να χτυπήσουμε στο στήθος-χώρο της καρδιάς μας από την πολύ συναίσθηση της εγγύτητας μας με το Θεό. Μακρόθεν εστώτες από το ψέμα το φαρισαϊκό της ζωής μας, θα γνωρίσουμε το χώρο της ύπαρξης μας, και με αυτήν την ύπαρξη θα προσευχηθούμε.
Και όταν κατέβουμε πίσω στον οίκο μας, στον εαυτό μας, θα πρέπει να κατέβει «δικαιωμένος» ένας από τους δύο:ή ο πλαστός-ουκ ειμί-εαυτός- φαρισαίος ή ο τελώνης που ζει πραγματικά «μακρόθεν», τόσον μακρόθεν όσο η απόσταση της παλάμης και της καρδιάς μας.  

  Καλό Τριώδιο.


Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου

«Ο Θεός, ευχαριστώ σοι ότι ουκ ειμί ώσπερ οι λοιποί των ανθρώπων...».

Ο Φαρισαίος της παραβολής, φτιάχνει την εικόνα του εαυτού του έχοντας στραμμένα τα μάτια του Νου του, στους άλλους ανθρώπους. Ευχαριστεί το Θεό όχι για αυτό που είναι, αλλά για αυτό που δεν είναι:
Δεν είναι έτσι όπως βλέπει να είναι όλοι οι άλλοι άνθρωποι:
 «άρπαγες, άδικοι, μοιχοί...» και επειδή δεν έχει να πει τι ο ίδιος είναι, αναφέρεται τι ο ίδιος κάνει:
«νηστεύω δις του Σαββάτου, αποδεκατώ πάντα όσα κτώμαι».
Αυτή η αντίληψη του Φαρισαίου έχει να κάνει με τον τρόπο που συχνά «διαβάζουμε» τον εαυτόν μας. Δεν είμαστε αυτό που βλέπουμε να είναι όλοι οι άλλοι και είμαστε αυτά του νομίζουμε ότι κάνουμε. Ταυτίζουμε δηλαδή το «είμαι» με το «κάνω». Και όλο αυτό το σύστημα το στηρίζουμε σε μια δική μας αντίληψη, του καλού και κακού.
Και αυτό-δικαιωνόμεθα.
Αυτός είναι ο στόχος. Ο Φαρισαίος έχει μια αντίληψη του τι είναι καλό και κακό και με αυτό μετράει τους ανθρώπους και τον εαυτό του, αλλά και ακόμα και αυτόν τον τελώνη που στέκει δίπλα του στη σημερινή παραβολή.
Και δεν τον βλέπει.
Ανεβαίνει ο άνθρωπος, αγαπητοί μου αδελφοί στο Ιερό να προσευχηθεί αλλά φέρνει μαζί του και τις αντιλήψεις του και φορτωμένος με αυτές, παραμένει ο ίδιος. Έτσι , αντί να στραφεί προς τον Θεό, δηλαδή αντί να κοιτάξει μέσα του, παραμένει προσηλωμένος στο έξω, στο πως είναι οι άλλοι άνθρωποι και αυτός ακόμα ο τελώνης του στέκει εντελώς δίπλα του συντροφιά του, σαν μία άλλη πλευρά του εαυτού του που δεν θέλει να δει και απορρίπτει.
Και σταθείς προς εαυτόν, προσεύχεται.
Το δεύτερο πρόσωπο της παραβολής «μακρόθεν εστώς ουκ ήθελεν ουδέ τους οφθαλμούς εις τον ουρανόν επάραι...»). Το δεύτερο πρόσωπο, αναβαίνει προς το Ιερό έχει «αδειάσει» από τα πάντα και έχει απομείνει με την ουσία του σκοπού του: το «προσεύξασθε».
Για αυτό και πονά τόσο πολύ.
Τύπτει το στήθος του. και με το «ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ» εκφράζει την μεγάλη του αγάπη για τον Θεό. Δεν σηκώνει τα μάτια εις τον ουρανό γιατί τα έχει στραμμένα μέσα του, εκεί που γνωρίζει ότι θα εύρη την Βασιλεία των ουρανών και όχι τον ουρανό, μόνον.
Και συμβαίνει κάτι πάρα πολύ σημαντικό για τον άνθρωπο και για τον καθένα από εμάς:

Ο ένας τρόπος ύπαρξης, απομονώνει, είναι το: «σταθείς προς εαυτόν» και ο άλλος οδηγεί σε σχέση. Με τον Θεό και με το ίδιον πρόσωπο μας: είναι το «ιλάσθητι μοι τω αμαρτωλώ».
Σε αυτήν την στάση ζωής, χάνεται η ψευδαίσθηση. Ο νους παύει να ενασχολείται με τους άλλους ή τις καλές και κακές πράξεις και πονά για την διάσταση με τον Θεό και εκλιπαρεί για βοήθεια. Ας κρατήσουμε αυτή την τόσο έντονα περιγραφική εικόνα ενός ανθρώπου που κτυπά το στήθος του, που εκφράζει αυτό που φοβόμαστε να εκφράσουμε:
την διάσταση μας από τον Θεό.
Ο άλλος, ο Φαρισαίος, αυτόν τον πόνο θέλει να αποφύγει για αυτό και δημιουργεί ένα κόσμο ψευδαισθήσεων, διακατέχεται από άγχος για κάθε άλλον του υπάρχει δίπλα του και απολογείται συνεχώς. Δεν θέλει να αφεθεί στον πόνο. Στον πόνο ότι δεν μπορεί να κατέχει τον Θεό όσο και αν νηστεύει ή αποδεκατεί πάντα όσα αποκτά. Για τον Φαρισαίο ο κάθε άλλος γίνεται αντίπαλος. Και έτσι δυσκολεύει όλο και περισσότερο την ζωή του και επιστρέφει στον οίκο του ο ίδιος. Δίχως ανακούφιση.
Ο τελώνης όμως, εκφράζει τον πόνο του, νιώθει την αδυναμία του, δεν επιτρέπει στις ψευδαισθήσεις να τον απομονώσουν, τουλάχιστον αυτήν την στιγμή, της προσευχής.
Και θα επιστρέψει στον οίκο του αναπαυμένος.
Ας μην προσπαθούμε, αγαπητοί μου αδελφοί, να χωρέσουμε το αχώρητο. Θα νηστέψουμε σε λίγο και θα αποδεκατίσουμε τον χρόνο μας μέσα στην Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή αλλά δεν θα «αποκτήσουμε» τίποτα με αυτό. Δεν θα κάνουμε τον εαυτόν μας να διαφέρει απέναντι σε κανέναν. Γιατί αυτό που πρέπει να κερδίσουμε ανεβαίνοντας προς την Αγία Τεσσαρακοστή και το Πάσχα, είναι το «ιλάσθητι μοι τω αμαρτωλώ» που προϋποθέτει όμως αυτό το «έτυπτεν εις το στήθος αυτού».

Ας αφήσουμε για λίγο τις άμυνες μας και ας πονέσουμε.


Τετάρτη 9 Φεβρουαρίου 2022

Βίος του Αγίου Ιερομάρτυρος Βλασίου επισκόπου Σεβάστειας της Καππαδοκίας

 Ο Άγιος Βλάσιος έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορος Λικινίου.  Είχε σπουδάσει την ιατρική επιστήμη, την οποία προσέφερε στους ασθενείς αφιλοκερδώς, διαθέτοντας πνεύμα φιλανθρωπίας, σύνεσης και ταπείνωσης. Οι ιατρικές του γνώσεις τον βοήθησαν μάλιστα στο να ενισχύσει την πίστη και την ευσέβεια του, αφού από την μελέτη του ανθρώπινου σώματος κατανόησε την σοφία και την μεγαλοσύνη του Θεού. Παράλληλα με την άσκηση του ιατρικού επαγγέλματος μελετούσε με ζήλο την Αγία Γραφή, αλλά και τα ψυχωφελή συγγράμματα των Αποστολικών Πατέρων και των Χριστιανών Απολογητών, γεγονός που τον ανέδειξε σε πύρινο διδάσκαλο της χριστιανικής πίστεως.
Ο ένθεος αυτός ζήλος και η βαθιά θεοσέβεια του σε συνδυασμό με τον ανεπίληπτο βίο του και την πραότητα του χαρακτήρα του συντέλεσε στο να εκλεγεί επίσκοπος της πόλεως Σεβάστειας της Καππαδοκίας της Μικρός Ασίας ύστερα μάλιστα και από την επίμονη απαίτηση του λαού της περιοχής. Ο χαρισματικός αυτός ιεράρχης ανέπτυξε μία πλούσια πνευματική δράση στην επισκοπή του, αλλά φοβούμενος την ασέβεια και την παρανομία των αρχόντων της εποχής του και επιζητώντας περισσότερη ησυχία και άσκηση, κατέφυγε στο Αργαίο Όρος και εγκαταστάθηκε μέσα σε ένα σπήλαιο. Στον χώρο αυτόν προσευχόταν αδιάλειπτα στον Πανοικτίρμονα Θεό και έφτασε σε τέτοιο ύψος αγιότητας και αρετές ώστε πλήθος κόσμου τον επισκεπτόταν και ζητούσε την ευλογία του. Ακόμη και τα άγρια ζώα της περιοχής προσέρχονταν κοντά στον άγιο και δεν αποχωρούσαν, αν δεν τα ευλογούσε.
Την εποχή αυτή ο σκληρόκαρδος ειδωλολάτρης ηγεμόνας Αγρικόλας έδωσε διαταγή στους κυνηγούς να κυνηγήσουν σαρκοφάγα ζώα, για να χρησιμοποιηθούν για θηριομαχίες και για την καταβρόχθιση των χριστιανών. Όταν έφτασαν στο Αργαίο Όρος και πέρασαν από το σπήλαιο, στο οποίο είχε εγκατασταθεί ο άγιος, έκπληκτοι αντίκρισαν πλήθη αγρίων ζώων να είναι συγκεντρωμένα και να λαμβάνουν τις ευλογίες του ταπεινού επισκόπου της Σεβάστειας, ο οποίος προσευχόταν στον Θεό. Βλέποντας οι κυνηγοί το παράδοξο αυτό θέαμα, επέστρεψαν στην πόλη και ενημέρωσαν τον ηγεμόνα για όσα είδαν και έζησαν. Τότε εκείνος έδωσε την διαταγή να συλληφθούν αμέσως όσοι χριστιανοί βρίσκονταν εκεί. Όταν έφτασαν οι απεσταλμένοι στρατιώτες στο σπήλαιο, βρήκαν τον άγιο να προσεύχεται και τον διέταξαν να τους ακολουθήσει. Τότε ο άγιος με καρτερία, θάρρος και χαρά τους ακολούθησε, λέγοντάς τους ότι ο Θεάς εμφανίστηκε σαυτόν τρεις φορές μέσα στη νύχτα και του παρήγγειλε, ότι πρέπει να θυσιαστεί γιΑυτόν. Καθώς οι στρατιώτες και ο άγιος κατευθύνονταν από το Αργαίο Όρος προς την Σεβάστεια, πολλοί ειδωλολάτρες ασπάσθηκαν την χριστιανική πίστη βλέποντας την πραότητα του αγίου και ακούγοντας το φλογερό κήρυγμά του, ενώ πολλοί ασθενείς θεραπεύτηκαν χάρη στην αδιάλειπτη προσευχή του. Εντύπωση προκαλούσε όχι μόνο η ίαση των ασθενών ανθρώπων, αλλά και η θεραπεία ασθενειών σε ήμερα και άγρια ζώα. Μεταξύ των αναρίθμητων θαυμάτων, που τέλεσε ο Άγιος Βλάσιος με την χάρη του Θεού, ήταν η διάσωση ενός μικρού παιδιού, το οποίο είχε μείνει άφωνο και κινδύνευε να πεθάνει από ασφυξία από ένα ψαροκόκαλο, το οποίο είχε καρφωθεί στο λαιμό του. Τότε ο άγιος θέτοντας το χέρι του στο λαιμό του παιδιού και αφού προσευχήθηκε ολόθερμα στον Θεό, θεράπευσε το παιδί. Παράλληλα ευχήθηκε, ότι όποιος άνθρωπος ή ζώο αντιμετωπίσει στο μέλλον παρόμοιο πρόβλημα και μνημονεύει το όνομα του αγίου, ο Θεάς να τον θεραπεύει αμέσως προς δόξα του ονόματος Του. Γιαυτό και ο Άγιος Βλάσιος καθιερώθηκε στη συνείδηση όλων των χριστιανών ως ο ιατρός και θεραπευτής των νοσημάτων του λαιμού και του λάρυγγα. Αξιοσημείωτο ήταν και το θαυματουργικό γεγονός της διάσωσης ενός χοίρου, τον οποίο είχε αρπάξει ένας λύκος από μία φτωχή γυναίκα και αποτελούσε την μοναδική περιουσία της. Χάρη στην προσευχητική δύναμη του αγίου ο λύκος έχασε την αγριότητα του και επέστρεψε σώο και αβλαβή τον χοίρο στη γυναίκα.
Φτάνοντας ο άγιος στη Σεβάστεια δόθηκε η εντολή να φυλακιστεί. Την επόμενη ημέρα οδηγήθηκε ενώπιον του ηγεμόνα, ο οποίος τον υποδέχθηκε με ωραίους λόγους, προσπαθώντας να τον πείσει να θυσιάσει στους ειδωλολατρικούς θεούς. Ο άγιος όμως αποκάλεσε με παρρησία τους ψεύτικους θεούς δαίμονες και δήλωσε ότι όσοι τους λατρεύουν θα παραδοθούν στο αιώνιο πυρ της Κολάσεως. Τότε ο ηγεμόνας εξαγριώθηκε και διέταξε να χτυπήσουν ανελέητα τον άγιο με χονδρά σιδερένια ραβδιά και να τον κλείσουν εν συνεχεία στην φυλακή. Εκείνος όμως έμεινε σταθερός και ακλόνητος στην πίστη του στον ένα και αληθινό Θεό.
Τον βασανισμό και την φυλάκιση του αγίου πληροφορήθηκε η φτωχή γυναίκα, της οποίας τον χοίρο διέσωσε ο άγιος. Από ευγνωμοσύνη προς αυτόν έσφαξε τον χοίρο και αφού έψησε το κεφάλι και τα πόδια, πήγε στην φυλακή μαζί με φρούτα και άλλα φαγώσιμα και ανάβοντας κεριά, παρακάλεσε τον άγιο να φάει από τα προσφερόμενα προς αυτόν αγαθά. Τότε ο άγιος ευχαρίστησε την γυναίκα και αφού έφαγε, της έδωσε την ευλογία του λέγοντας ότι με αυτόν τον τρόπο να γιορτάζει την μνήμη του και να έχει πάντοτε στο σπίτι της όλα τα αγαθά και την ευλογία του Θεού, όπως και όποιος άλλος θελήσει να την μιμηθεί.
Ο ηγεμόνας Αγρικόλας πρόσταξε και πάλι να φέρουν ενώπιον τον άγιο και τον κάλεσε και πάλι να θυσιάσει στους ψεύτικους θεούς. Εκείνος όμως έμεινε και πάλι σταθερός και ακλόνητος και δήλωσε ότι θεοί, οι οποίοι δεν δημιούργησαν τον ουρανό και τη γη, πρέπει να εξαφανιστούν. Τότε δόθηκε η διαταγή να κρεμάσουν τον άγιο σε ένα ξύλο και να ξεσκίσουν τα πλευρά του με σιδερένια νύχια. Όμως ο ένδοξος ιερομάρτυρας του Χριστού είπε στον σκληρόκαρδο ηγεμόνα ότι ούτε ο θάνατος ούτε τα βασανιστήρια τον φοβίζουν και μπορούν να κάμψουν την πίστη του, αφού προσβλέπει στην αιωνιότητα και τα επουράνια αγαθά. Στη συνέχεια δόθηκε η εντολή να ξεκρεμάσουν τον άγιο και να τον οδηγήσουν στη φυλακή.
Καθώς οδηγούσαν τον ταπεινό και πράο επίσκοπο της Σεβάστειας στην φυλακή, επτά ενάρετες και ευσεβείς γυναίκες ακολουθούσαν την μαρτυρική αυτή πορεία και άλειφαν τα σώματά τους από το τίμιο αίμα, που έσταζε από το πληγωμένο σώμα του αγίου. Βλέποντας οι δήμιοι το γεγονός αυτό, συνέλαβαν τις γυναίκες και τις οδήγησαν στον ηγεμόνα, ο οποίος τις κάλεσε να θυσιάσουν στα ψεύτικα είδωλα, γιατί διαφορετικά θα θανατωθούν. Τότε οι επτά γυναίκες κάλεσαν τον ηγεμόνα να πάνε στη λίμνη της Σεβάστειας και αφού πλύνουν τα πρόσωπά τους, να προσφέρουν θυσία στους θεούς. Ο ηγεμόνας χάρηκε πολύ και τότε οι γυναίκες πήραν τους θεούς και τους έριξαν μέσα στη λίμνη λέγοντας ότι αυτή είναι η αμοιβή τους, γιατί πολλοί άνθρωποι χάθηκαν εξ αιτίας της ειδωλολατρίας. Βλέποντας ο ηγεμόνας την ασέβεια και την προσβολή κατά των θεών, εξοργίστηκε τόσο πολύ, ώστε διέταξε να ανάψουν ένα μεγάλο καμίνι λιώνοντας μέσα σαυτό μολύβι και να φέρουν σιδερένια χτένια και να πυρακτώσουν επτά χάλκινα σουβλιά. Εν συνεχεία ο ηγεμόνας κάλεσε τις γυναίκες να επιλέξουν ή την θυσία στους θεούς και να φορέσουν λαμπρά φορέματα ή να βασανιστούν μέσα στο πυρακτωμένο καμίνι. Τότε μία από τις γυναίκες άρπαξε ένα φόρεμα και το έριξε μέσα στο καμίνι, ενώ τα δύο μικρά της παιδιά είπαν στη μητέρα τους να μην τα αφήσει να χαθούν μέσα στην αμαρτία και την πλάνη, αλλά να τα χορτάσει με τα αγαθά της Βασιλείας των Ουρανών, όπως τα χόρτασε με το μητρικό της γάλα. Κατόπιν ο ηγεμόνας έδωσε εντολή να κρεμάσουν τις επτά γυναίκες και να ξεσκίσουν τις σάρκες τους με τα σιδερένια χτένια. Όμως κατά την διάρκεια του φρικτού μαρτυρίου οι στρατιώτες έζησαν ένα καταπληκτικό θαύμα: από τις σάρκες των γυναικών έρεε γάλα αντί για αίμα και οι σάρκες ήταν ολόλευκες όπως το χιόνι, αφού Άγγελοι Κυρίου κατέβηκαν από τον ουρανό και θεράπευσαν τις πληγές, λέγοντας στις γυναίκες να μην φοβούνται και να συνεχίσουν τον αγώνα τους μέχρι τέλους, γιατί έτσι μόνο θα απολαύσουν την αιώνια ζωή. Τότε ο εξαγριωμένος ηγεμόνας διέταξε να τις ρίξουν μέσα στο πυρακτωμένο καμίνι. Μόλις όμως τις έριξαν μέσα, η φωτιά έσβησε και βγήκαν από μέσα σώες και αβλαβείς. Βλέποντας ο Ἀγρικόλας τα παράδοξα αυτά γεγονότα, κάλεσε και πάλι τις επτά γυναίκες να θυσιάσουν στους θεούς και να εγκαταλείψουν τις μαγείες που χρησιμοποιούν. Τότε εκείνες απάντησαν ότι δεν πρόκειται να προδώσουν την πίστη τους στον Ιησού Χριστό και να προσκυνήσουν τα ψεύτικα είδωλα. Η επίμονη αυτή στάση τους εξόργισε τόσο πολύ τον γρικόλα, ώστε αποφάσισε την δια αποκεφαλισμού θανατική καταδίκη των γυναικών. Αμέσως μετά οι γυναίκες προσευχήθηκαν και παρακάλεσαν τον Κύριο να τις συναριθμήσει μαζί με την πρωτομάρτυρα του Χριστού Αγία Θέκλα δεχόμενος τις πρεσβείες του Αγίου Βλασίου, ο οποίος υπήρξε ο πνευματικός καθοδηγητής στην άθληση τους και στην απόλαυση της Βασιλείας των Ουρανών. Κατόπιν τα δύο παιδιά πλησίασαν την μητέρα τους και της ζήτησαν να παρακαλέσει τον Άγιο Βλάσιο να τα έχει υπό την προστασία και καθοδήγησή του.
Μετά τον αποκεφαλισμό των επτά γυναικών πρόσταξε τους στρατιώτες να του φέρουν από την φυλακή τον Άγιο Βλάσιο ζητώντας του και πάλι να θυσιάσει στους θεούς. Τότε ο γενναίος αθλητής του Χριστού απάντησε με θάρρος ότι κανένας άνθρωπος, που έχει γνωρίσει τον αληθινό Θεό, δεν προσκυνά νεκρά είδωλα. Κατόπιν ο ηγεμόνας τον ρώτησε ότι αν τον ρίξει μέσα στη λίμνη, θα μπορέσει ο Θεός, τον οποίο λατρεύει, να τον σώσει. Και ο άγιος τον παρότρυνε να το πράξει. Τότε οι στρατιώτες έριξαν τον άγιο στη λίμνη και εκείνος, αφού έκανε το σημείο του σταυρού, στάθηκε στο μέσο αυτής σώος και αβλαβής. Στη συνέχεια ο άγιος κάλεσε τους ειδωλολάτρες να πράξουν το ίδιο, για να αποδείξουν την δύναμη των θεών τους. Τότε εξήντα οχτώ άνδρες πήδησαν μέσα στη λίμνη, αλλά όλοι καταποντίστηκαν στο βυθό της και πνίγηκαν. Την στιγμή εκείνη Άγγελος Κυρίου παρουσιάστηκε στον ένδοξο ιερομάρτυρα του Χριστού και τον κάλεσε να βγει από την λίμνη και να λάβει από τον Θεό τον αιώνιο στέφανο της δόξης και της αγιότητας. Το γεγονός αυτό προκάλεσε τον θαυμασμό όλων, αφού έβλεπαν το πρόσωπο του αγίου να λάμπει σαν το φώς. Βλέποντας ο ηγεμόνας την ακλόνητη πίστη του γενναίου αθλητή του Χριστού, αποφάσισε να τον αποκεφαλίσει δια ξίφους μαζί με τα δύο παιδιά. Αφού ο Άγιος Βλάσιος προσευχήθηκε ζητώντας από τον Θεό να βοηθήσει στο μέλλον όποιον καταφεύγει σΑυτόν επικαλούμενος το όνομα του αγίου σε περίπτωση ασθένειας, θλίψης, κινδύνου ή ανάγκης, κατέβηκε από τον ουρανό ο Χριστός σαν νεφέλη και είπε στον άγιο ότι θα εκπληρώσει όλα τα αιτήματα του και θα χαρίσει σε όλους εκείνους, που θα τιμούν την μνήμη του, όχι μόνο τα επίγεια, άλλα και τα ουράνια αγαθά. Αμέσως μετά ο δήμιος οδήγησε τον άγιο και τα δύο παιδιά στον τόπο του μαρτυρίου και τους αποκεφάλισε πάνω σε μία πέτρα μέσα από το τείχος της Σεβάστειας. Το ένδοξο μαρτύριο του αγίου και των δύο παιδιών έλαβε χώρα το έτος 316μ.Χ.
Με αυτόν τον τρόπο ο λαοφιλής σε Ανατολή και Δύση Άγιος Βλάσιος έλαβε τον αμάραντο στέφανο του μαρτυρίου, για να τιμάται και να γεραίρετε εσαεί από την Ορθόδοξη Εκκλησία.

Η αγάπη των χριστιανών προς τον θαυματουργό ιεράρχη της Σεβάστειας αποδεικνύεται και από τα αναρίθμητα θαύματα, τα οποία έχει επιτελέσει και εξακολουθεί και μέχρι σήμερα να επιτελεί με την χάρη του Θεού σαυτούς που τιμούν τη μνήμη του και επικαλούνται με ευλάβεια το όνομά του προς δόξα του παναγίου ονόματος του Χριστού μας, του «θαυμαστού εν τοις αγίοις Αυτού» .