Ανεβαίνουμε
προς το ιερό να προσευχηθούμε, διχασμένοι.
Χωρίς να μπορούμε να αφήσουμε τις σκέψεις μας από την μια, με διάθεση όμως να βγούμε από τον εαυτό μας και να μπούμε σε εκείνον τον ιερό χώρο, στο ιερό που συναντόμεθα με τον Θεό μας.
Κι’ έχουμε δύο καταστάσεις: Εκείνη του Εγώ μας, ενός Ξένου, ενός πλαστού εαυτού που σκέφτεται συνέχεια το ποιος είναι. Διότι είναι πλαστός και χρειάζεται συνέχεια αποδείξεις.
Όχι για το ποιος είμαι, αλλά πως «ουκ ειμί» πως δεν είμαι, π.χ. όπως οι άλλοι άνθρωποι.
Δεν είμαστε όπως οι άλλοι:άρπαγες, άδικοι, μοιχοί και βέβαια αυτό ακριβώς και πιστεύουμε ότι είμεθα. Για αυτό και το βλέπουμε στους άλλους, για αυτό και το καταδεικνύουμε, στους άλλους. Αυτό που μέσα μας έχουμε πιστέψει, ότι είμαστε.
Και για αυτό κάνουμε τόσα: νηστεύουμε δις του Σαββάτου, αποδεκατούμε πάντα όσα κτώμαι. Από ενοχή, από απαξίωση του εαυτού. Όχι από αγάπη. Για να μην είμαστε αυτό που φοβόμαστε ότι είμαστε.
Ενώ, η άλλη πλευρά του εαυτού μας, μένει μακριά και « ου θέλει» ούτε τους οφθαλμούς να σηκώσει προς τον ουρανό, ο όντως εαυτός μας, ο άγνωστος, ο έσω, ο όντως όν, που σπρωγμένος από τον Φαρισαίο που μας τυραννά, μένει πίσω, αλλά μέσα από το κέντρο της ύπαρξης μας, πάλλεται και προσεύχεται, αυτός πάντοτε με ένταση, γιατί αυτός έχει ύπαρξη, αυθ-ύπαρξη.
Και όταν είμαστε τότε ξέρουμε, μπορούμε να πούμε όχι, το «ουκ ειμί», του Φαρισαίου εαυτού μας, αλλά το «ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ».
Να ανοίξουμε διάλογο με Εκείνον που βιώνουμε σαν πρόσωπο προς πρόσωπον. Και τότε, ολόκληροι, «τύπτουμε στο στήθος» γιατί, ξέρουμε ποιος μιλά με ποιόν και αυτό βγάζει προσευχή, και ανα-γνώριση.
Ενώ, ο Φαρισαίος εαυτός μας, στενεύει τα όρια μας.
Μας στρέφει το πολύ μέχρι τις λανθασμένες εικόνες των άλλων, δηλαδή, λανθασμένες εικόνες του εαυτού μας, και αποκαλεί αρπαγή, αδικία, μοιχεία ότι πράξαμε και νηστεία και αποδεκατισμό ότι πληρώσαμε, αντιστρέφοντας τα πάντα προς μία φθορά, κάνοντας το δώρο της ύπαρξης, μη ύπαρξη.
«Ουκ ειμί» λέμε στον εαυτό μας και τον εμποδίζουμε να ζήσει.
Ενώ μέσα μας υπάρχει τόση αγάπη, που να μην μπορούμε να την εκφράσουμε και τύπτουμε το στήθος μας όταν νιώθουμε ποιοι πράγματι είμαστε και Ποιόν έχουμε εμπρός μας.
Είναι όμορφα να τύπτεις το στήθος σου, για αυτόν που αγαπάς και τότε ξέρεις να πεις το όνομα Του. Αυτό σε κάνει να ξέρεις και εσύ ποιος είσαι.
Ο τελώνης, αδελφοί μου, γνώριζε ποιος ήταν, γιατί γνώριζε και Ποιόν είχε απέναντί του, στο ιερό όπου έρχεται να προσευχηθεί.
Και όλες οι σκέψεις σταματούν. Τίποτα δεν υπάρχει. Ούτε κρίσεις ούτε
συγκρίσεις.
Από αυτό θα καταλάβουμε κι εμείς, πόσο αντιλαμβανόμαστε την παρουσία του Θεού.
Εάν όταν ανεβαίνουμε στη προσευχή ο Νους μας στρέφεται προς τα έξω και τρέφεται με τις σκέψεις, τότε δεν αγαπάμε εαυτόν, τους άλλους και τον Θεό. Και δεν θα φύγουμε εμείς δικαιωμένοι αλλά ο Φαρισαίος που τρέφουμε και μας τυραννά. Και ο οίκος της ψυχής μας θα είναι έρημος, μη δικαιωμένος.
Εάν όμως μείνουμε «μακρόθεν» από όλες αυτές τις εξωτερικές-πλαστές σκέψεις και εικόνες, θα φτάσουμε να χτυπήσουμε στο στήθος-χώρο της καρδιάς μας από την πολύ συναίσθηση της εγγύτητας μας με το Θεό. Μακρόθεν εστώτες από το ψέμα το φαρισαϊκό της ζωής μας, θα γνωρίσουμε το χώρο της ύπαρξης μας, και με αυτήν την ύπαρξη θα προσευχηθούμε.
Και όταν κατέβουμε πίσω στον οίκο μας, στον εαυτό μας, θα πρέπει να κατέβει «δικαιωμένος» ένας από τους δύο:ή ο πλαστός-ουκ ειμί-εαυτός- φαρισαίος ή ο τελώνης που ζει πραγματικά «μακρόθεν», τόσον μακρόθεν όσο η απόσταση της παλάμης και της καρδιάς μας.
Χωρίς να μπορούμε να αφήσουμε τις σκέψεις μας από την μια, με διάθεση όμως να βγούμε από τον εαυτό μας και να μπούμε σε εκείνον τον ιερό χώρο, στο ιερό που συναντόμεθα με τον Θεό μας.
Κι’ έχουμε δύο καταστάσεις: Εκείνη του Εγώ μας, ενός Ξένου, ενός πλαστού εαυτού που σκέφτεται συνέχεια το ποιος είναι. Διότι είναι πλαστός και χρειάζεται συνέχεια αποδείξεις.
Όχι για το ποιος είμαι, αλλά πως «ουκ ειμί» πως δεν είμαι, π.χ. όπως οι άλλοι άνθρωποι.
Δεν είμαστε όπως οι άλλοι:άρπαγες, άδικοι, μοιχοί και βέβαια αυτό ακριβώς και πιστεύουμε ότι είμεθα. Για αυτό και το βλέπουμε στους άλλους, για αυτό και το καταδεικνύουμε, στους άλλους. Αυτό που μέσα μας έχουμε πιστέψει, ότι είμαστε.
Και για αυτό κάνουμε τόσα: νηστεύουμε δις του Σαββάτου, αποδεκατούμε πάντα όσα κτώμαι. Από ενοχή, από απαξίωση του εαυτού. Όχι από αγάπη. Για να μην είμαστε αυτό που φοβόμαστε ότι είμαστε.
Ενώ, η άλλη πλευρά του εαυτού μας, μένει μακριά και « ου θέλει» ούτε τους οφθαλμούς να σηκώσει προς τον ουρανό, ο όντως εαυτός μας, ο άγνωστος, ο έσω, ο όντως όν, που σπρωγμένος από τον Φαρισαίο που μας τυραννά, μένει πίσω, αλλά μέσα από το κέντρο της ύπαρξης μας, πάλλεται και προσεύχεται, αυτός πάντοτε με ένταση, γιατί αυτός έχει ύπαρξη, αυθ-ύπαρξη.
Και όταν είμαστε τότε ξέρουμε, μπορούμε να πούμε όχι, το «ουκ ειμί», του Φαρισαίου εαυτού μας, αλλά το «ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ».
Να ανοίξουμε διάλογο με Εκείνον που βιώνουμε σαν πρόσωπο προς πρόσωπον. Και τότε, ολόκληροι, «τύπτουμε στο στήθος» γιατί, ξέρουμε ποιος μιλά με ποιόν και αυτό βγάζει προσευχή, και ανα-γνώριση.
Ενώ, ο Φαρισαίος εαυτός μας, στενεύει τα όρια μας.
Μας στρέφει το πολύ μέχρι τις λανθασμένες εικόνες των άλλων, δηλαδή, λανθασμένες εικόνες του εαυτού μας, και αποκαλεί αρπαγή, αδικία, μοιχεία ότι πράξαμε και νηστεία και αποδεκατισμό ότι πληρώσαμε, αντιστρέφοντας τα πάντα προς μία φθορά, κάνοντας το δώρο της ύπαρξης, μη ύπαρξη.
«Ουκ ειμί» λέμε στον εαυτό μας και τον εμποδίζουμε να ζήσει.
Ενώ μέσα μας υπάρχει τόση αγάπη, που να μην μπορούμε να την εκφράσουμε και τύπτουμε το στήθος μας όταν νιώθουμε ποιοι πράγματι είμαστε και Ποιόν έχουμε εμπρός μας.
Είναι όμορφα να τύπτεις το στήθος σου, για αυτόν που αγαπάς και τότε ξέρεις να πεις το όνομα Του. Αυτό σε κάνει να ξέρεις και εσύ ποιος είσαι.
Ο τελώνης, αδελφοί μου, γνώριζε ποιος ήταν, γιατί γνώριζε και Ποιόν είχε απέναντί του, στο ιερό όπου έρχεται να προσευχηθεί.
Και όλες οι σκέψεις σταματούν. Τίποτα δεν υπάρχει. Ούτε κρίσεις ούτε
συγκρίσεις.
Από αυτό θα καταλάβουμε κι εμείς, πόσο αντιλαμβανόμαστε την παρουσία του Θεού.
Εάν όταν ανεβαίνουμε στη προσευχή ο Νους μας στρέφεται προς τα έξω και τρέφεται με τις σκέψεις, τότε δεν αγαπάμε εαυτόν, τους άλλους και τον Θεό. Και δεν θα φύγουμε εμείς δικαιωμένοι αλλά ο Φαρισαίος που τρέφουμε και μας τυραννά. Και ο οίκος της ψυχής μας θα είναι έρημος, μη δικαιωμένος.
Εάν όμως μείνουμε «μακρόθεν» από όλες αυτές τις εξωτερικές-πλαστές σκέψεις και εικόνες, θα φτάσουμε να χτυπήσουμε στο στήθος-χώρο της καρδιάς μας από την πολύ συναίσθηση της εγγύτητας μας με το Θεό. Μακρόθεν εστώτες από το ψέμα το φαρισαϊκό της ζωής μας, θα γνωρίσουμε το χώρο της ύπαρξης μας, και με αυτήν την ύπαρξη θα προσευχηθούμε.
Και όταν κατέβουμε πίσω στον οίκο μας, στον εαυτό μας, θα πρέπει να κατέβει «δικαιωμένος» ένας από τους δύο:ή ο πλαστός-ουκ ειμί-εαυτός- φαρισαίος ή ο τελώνης που ζει πραγματικά «μακρόθεν», τόσον μακρόθεν όσο η απόσταση της παλάμης και της καρδιάς μας.
Καλό Τριώδιο.
Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου
«Ο Θεός, ευχαριστώ σοι ότι
ουκ ειμί ώσπερ οι λοιποί των ανθρώπων...».
Ο Φαρισαίος της παραβολής, φτιάχνει την εικόνα του εαυτού του έχοντας στραμμένα τα μάτια του Νου
του, στους άλλους ανθρώπους. Ευχαριστεί το Θεό όχι για αυτό που είναι,
αλλά για αυτό που δεν είναι:
Δεν είναι έτσι όπως βλέπει να είναι όλοι οι άλλοι άνθρωποι:
«άρπαγες, άδικοι, μοιχοί...» και επειδή δεν έχει να πει τι ο ίδιος
είναι, αναφέρεται τι ο ίδιος κάνει:
«νηστεύω δις του Σαββάτου, αποδεκατώ
πάντα όσα κτώμαι».
Αυτή η αντίληψη του Φαρισαίου έχει να κάνει με τον τρόπο που συχνά
«διαβάζουμε» τον εαυτόν μας. Δεν είμαστε
αυτό που βλέπουμε να είναι όλοι οι άλλοι και είμαστε αυτά του νομίζουμε
ότι κάνουμε. Ταυτίζουμε δηλαδή το «είμαι»
με το «κάνω». Και όλο αυτό το σύστημα
το στηρίζουμε σε μια δική μας αντίληψη, του καλού και κακού.
Και αυτό-δικαιωνόμεθα.
Αυτός είναι ο στόχος. Ο Φαρισαίος έχει μια αντίληψη του τι είναι
καλό και κακό και με αυτό μετράει τους ανθρώπους και τον εαυτό του, αλλά
και ακόμα και αυτόν τον τελώνη που στέκει δίπλα του στη σημερινή παραβολή.
Και δεν τον βλέπει.
Ανεβαίνει ο άνθρωπος, αγαπητοί μου αδελφοί στο Ιερό να προσευχηθεί
αλλά φέρνει μαζί του και τις αντιλήψεις του και φορτωμένος με αυτές, παραμένει
ο ίδιος. Έτσι , αντί να στραφεί προς τον Θεό, δηλαδή αντί να κοιτάξει μέσα του,
παραμένει προσηλωμένος στο έξω, στο πως είναι οι άλλοι άνθρωποι και αυτός ακόμα
ο τελώνης του στέκει εντελώς δίπλα του συντροφιά του, σαν μία άλλη πλευρά
του εαυτού του που δεν θέλει να δει και απορρίπτει.
Και σταθείς προς εαυτόν, προσεύχεται.
Το δεύτερο πρόσωπο της παραβολής «μακρόθεν εστώς ουκ ήθελεν ουδέ τους οφθαλμούς εις τον ουρανόν επάραι...»).
Το δεύτερο πρόσωπο, αναβαίνει προς το Ιερό έχει «αδειάσει» από τα πάντα
και έχει απομείνει με την ουσία του σκοπού του: το «προσεύξασθε».
Για αυτό και πονά τόσο πολύ.
Τύπτει το στήθος του. και με το «ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ» εκφράζει την μεγάλη του αγάπη για τον
Θεό. Δεν σηκώνει τα μάτια εις τον ουρανό γιατί τα έχει στραμμένα μέσα του, εκεί που γνωρίζει ότι θα εύρη
την Βασιλεία των ουρανών και όχι τον ουρανό, μόνον.
Και συμβαίνει κάτι πάρα πολύ σημαντικό για τον άνθρωπο και για τον
καθένα από εμάς:
Ο ένας τρόπος ύπαρξης, απομονώνει, είναι το: «σταθείς προς εαυτόν» και ο άλλος οδηγεί
σε σχέση. Με τον Θεό και με το ίδιον πρόσωπο μας: είναι το «ιλάσθητι μοι τω αμαρτωλώ».
Σε αυτήν την στάση ζωής, χάνεται η ψευδαίσθηση. Ο νους
παύει να ενασχολείται με τους άλλους ή τις καλές και κακές πράξεις και πονά
για την διάσταση με τον Θεό και εκλιπαρεί για βοήθεια. Ας κρατήσουμε αυτή την
τόσο έντονα περιγραφική εικόνα ενός ανθρώπου που κτυπά το στήθος του, που εκφράζει αυτό που φοβόμαστε
να εκφράσουμε:
την διάσταση μας από τον Θεό.
Ο άλλος, ο Φαρισαίος, αυτόν τον πόνο θέλει να
αποφύγει για αυτό και δημιουργεί ένα κόσμο ψευδαισθήσεων, διακατέχεται από
άγχος για κάθε άλλον του υπάρχει δίπλα του και απολογείται συνεχώς. Δεν θέλει
να αφεθεί στον πόνο. Στον πόνο ότι δεν μπορεί να κατέχει τον Θεό όσο και
αν νηστεύει ή αποδεκατεί πάντα όσα αποκτά. Για τον
Φαρισαίο ο κάθε άλλος γίνεται αντίπαλος. Και έτσι δυσκολεύει όλο και
περισσότερο την ζωή του και επιστρέφει στον οίκο του ο ίδιος. Δίχως ανακούφιση.
Ο τελώνης όμως, εκφράζει τον πόνο του, νιώθει την
αδυναμία του, δεν επιτρέπει στις ψευδαισθήσεις να τον απομονώσουν, τουλάχιστον
αυτήν την στιγμή, της προσευχής.
Και θα επιστρέψει στον οίκο του αναπαυμένος.
Ας μην προσπαθούμε, αγαπητοί μου αδελφοί, να
χωρέσουμε το αχώρητο. Θα νηστέψουμε σε λίγο και θα αποδεκατίσουμε τον χρόνο μας
μέσα στην Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή αλλά δεν θα «αποκτήσουμε» τίποτα με αυτό. Δεν θα κάνουμε τον εαυτόν μας να
διαφέρει απέναντι σε κανέναν. Γιατί αυτό που πρέπει να κερδίσουμε ανεβαίνοντας
προς την Αγία Τεσσαρακοστή και το Πάσχα, είναι το «ιλάσθητι μοι τω αμαρτωλώ» που προϋποθέτει όμως αυτό το «έτυπτεν εις το στήθος αυτού».
Ας
αφήσουμε για λίγο τις άμυνες μας και ας πονέσουμε.