Κυριακή 20 Ιουνίου 2021

Προς Θεού όχι αεροστεγείς....

 

Σχόλιο στη γιορτή του Αγίου Πνεύματος και της Πεντηκοστής

Η λέξη «πνεύμα» σημαίνει φύσημα, άνεμος. Από τον πλούτο της πανανθρώπινης εμπειρίας και των ανθρώπινων γλωσσών, αυτό –το φύσημα, ο άνεμος– προκρίθηκε, για να σκιαγραφηθεί μια ύπαρξη ασύλληπτη, ελεύθερη, ασυμμάζευτη: το Άγιο Πνεύμα. Γιατί έτσι εμφανίζεται στην χριστιανική αφήγηση αυτή η θεϊκή υπόσταση: ως κάποιος που βρίσκεται παντού, γεμίζει τα πάντα, χαρίζεται σε όλους, αγγίζει όλους, μα… δεν αρπάζει κανέναν!

Παρόν παντού, κι ωστόσο μάστορας στην έκπληξη! Ίσως ακούγεται παράδοξο αυτό, γιατί κάτι που ήδη βρίσκεται εδώ, δεν αποτελεί έκπληξη! Μα ακριβώς αυτή η παραδοξολογία θέλει να δείξει πως για την πίστη το Πνεύμα δεν είναι μια απρόσωπη απεραντοσύνη (όπως είναι π.χ. το πέλαγος ή η ατμόσφαιρα ή η βαρύτητα), αλλά μια απεραντοσύνη με προσωπικότητα.  Όχι δηλαδή ως κάτι που απλώς υπάρχει, αλλά ως κάποιος που δρα και επιθυμεί και αποζητά με κάθε άνθρωπο σχέση προσωπική. Γι’ αυτό άλλωστε είπα πως δεν αρπάζει κανέναν. Δεν είναι ούτε σαν τον τυφώνα που σαρώνει, ούτε καν σαν τον αέρα που τον εισπνέεις υποχρεωτικά. Είναι, θα έλεγα, ο μόνος άνεμος που θέλει τη συγκατάθεσή μου για να περάσει στα πνευμόνια μου.

Είναι μάστορας στην έκπληξη, γιατί φέρνει απρόσμενες προοπτικές, οι οποίες δεν μπορούν να γεννηθούν από τη νομοτέλεια της φύσης και από την εντελέχεια του κόσμου. Χαρίζει στο σύμπαν δυνατότητες τις οποίες αυτό δεν τις έχει από μόνο του. Το προσκαλεί δηλαδή σε έναν νέο τρόπο ύπαρξης, όπου τον τελευταίο λόγο δεν τον έχει ο θάνατος. Είναι ο τρόπος ύπαρξης μιας συντροφιάς η οποία δονείται από την αγάπη, δίχως λήξη και δίχως πλήξη. Γιατί καθένας της συντροφιάς κινείται αδιάκοπα με πόθο προς τους άλλους, και ποτέ όλοι τους δεν γίνονται πολτός, ούτε κονιορτός. Τη συντροφιά αυτή οι χριστιανοί την λένε Αγία Τριάδα.

Θάνατος είναι το βιολογικό τέρμα, θάνατος είναι και η μισαλλοδοξία, θάνατος και οι μικροί ή μεγάλοι ολοκληρωτισμοί. Το Άγιο Πνεύμα λοιπόν φυσά στα μάτια για να καθαρίσει τη ματιά, φυσά στην καρδιά για να την αποτοξινώσει, φυσά απελευθέρωση, φυσά ώστε η ζωή να γίνει κοινωνία με την ουσιαστικότερη έννοια του κοινωνείν: ολόκληρη η ζωή να είναι ολονών, κι όχι να κατακερματίζεται σαν λεία που την μοιράζονται μεταξύ τους πειρατές. Και κάθε εταίρος αυτής της ζωής να είναι πρόσωπο διαφορετικό και μοναδικό, μα όχι μοναχικό – σαν τη συντροφιά που προανέφερα δηλαδή.

Μπορεί όλα αυτά να μοιάζουν αφηρημένες καλολογίες. Τι να κάνουμε όμως; Ακόμα κι όταν μιλάμε για τα αβυσσαλέα του έρωτα, πάλι ο λόγος μπορεί να ηχεί σαν φλυαρία. Μα, ποιον άλλο δρόμο έχουμε, εκτός του να σμιλεύουμε τις φράσεις μας με σεβασμό στις λέξεις, ώστε αυτές να μας παραπέμπουν σε νοήματα και σε πράγματα πέρα κι απ’ αυτές τις ίδιες; Αυτήν ή αυτόν που αγαπώ δεν έχει νόημα να τον αναλύσω χημικά. Τη φωτιά της αγάπης την συνδαυλίζει η ποίηση, όχι οι μικροβιολογικές απαντήσεις. Παρόμοια, δεν έχω να αναλύσω το Πνεύμα, έχω όμως να λέω για τις εκπλήξεις του και για τις ανατροπές του και για το αδάμαστό του. Έτσι, λοιπόν, το Άγιο Πνεύμα είναι σαν άνεμος (μα δεν είναι άνεμος), είναι σαν περιστέρι (μα δεν είναι περιστέρι), είναι σαν φωτιά (μα δεν είναι φωτιά)!

Πώς περιγράφει το ευαγγέλιο την εισβολή του Πνεύματος κατά την ημέρα της Πεντηκοστής στο σπίτι όπου ήταν μαζεμένοι οι μαθητές του Χριστού; Σαν τη βουή που κάνει ο δυνατός άνεμος, και σαν γλώσσες φωτιάς. Και με την εισβολή του ανοίγει την παρέα εκείνη στην οικουμένη. Η αφήγηση μιλά για το άνοιγμα στην ετερότητα και στην πολυεθνικότητα, στους ανθρώπους από δεκαέξι διαφορετικούς λαούς που βρίσκονταν στην πόλη τότε, και οι οποίοι καταλάβαιναν τα λόγια των αποστόλων καθένας στη δική του γλώσσα. Αυτό κι αν είναι φώτιση! Εκείνο που είχε φέρει πριν από πενήντα μέρες ο Χριστός (δηλαδή η Ανάσταση, η θανάτωση του θανάτου) γίνεται τώρα δώρο και πρόσκληση προς όλη την οικουμένη.

Στην καθιερωμένη (βυζαντινή) εικόνα της Πεντηκοστής οι μαθητές δεν σχηματίζουν κύκλο, δηλαδή δεν συγκροτούν πια μια αυτάρκη παρεούλα ή μια περίλκειστη φράξια. Κάθονται έτσι ώστε να σχηματίζεται ημικύκλιο ή πέταλο, δηλαδή μια κοινότητα ανοιχτή. Δείτε ότι στο κάτω μέρος της εικόνας ζωγραφίζεται ανθρωπομορφικά, γενειοφόρος και με ανοιγμένα χέρια, ο κόσμος όλος. Στου κόσμου τα πάθια και τις αγωνίες μάς ανοίγει το Πνεύμα! Και θα ανταποκριθούμε, αν μείνουμε ασκεπείς την ώρα της επίσκεψής του, και αν γουστάρουμε τρελά να εκτεθούμε στον ανυπόταχτο άνεμο. Αναμαλλιασμένοι ναι, αεροστεγείς όχι!

Εφημερίδα “Δήμος και Πολιτεία” Αρ. φύλλου 13

Του Θανάση Ν. Παπαθανασίου, Αν. Καθηγητή της Ανώτατης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Αθήνας, Διευθυντή του περιοδικού «Σύναξη»

 

Πέμπτη 17 Ιουνίου 2021

Άγιος Ιγνάτιος Μπριαντσανίνωφ: Τάφε μου! Γιατί σε ξεχνώ;

 

Με αφορμή το Ψυχοσάββατο.

Ο κλήρος όλων των ανθρώπων της γης, κλήρος αναπόφευκτος, είναι ό θάνατος. Τον φοβόμαστε ως τον πιο άσπονδο εχθρό μας. Τα θύματα του τα κλαίμε πικρά. Ωστόσο ζούμε σαν να μην υπήρχε θάνατος, ζούμε σαν να είμαστε αιώνιοι πάνω στη γη.

Τάφε μου! Γιατί σε ξεχνώ;

Εσύ με περιμένεις. Περιμένεις να γίνω ό κάτοικος σου. Και θα γίνω. Γιατί, λοιπόν, σε ξεχνώ και ζω σαν να περιμένεις κάθε άλλον άνθρωπο έκτος από μένα. Η αμαρτία μου στέρησε και μου στερεί τη γνώση και την αίσθηση κάθε αλήθειας. Μου κλέβει, μου αρπάζει από τον νου τη μνήμη του θανάτου, του τελευταίου και συνάμα του πιο σημαντικού και του πιο βέβαιου γεγονότος της ζωής του ανθρώπου. Για να θυμόμαστε τον θάνατο, πρέπει να ζούμε σύμφωνα με τις εντολές τού Χριστού. Με τις εντολές τού Χριστού ο νους και η καρδιά καθαρίζονται, νεκρώνονται για τον κόσμο και αναζωογονούνται για τον Κύριο. Ο νους, όσο απαλλάσσεται από τούς κακούς ή και απλώς μάταιους λογισμούς, τόσο συλλογίζεται τον θάνατο.

 Η καρδιά, όσο απαλλάσσεται από τα πάθη, τόσο τον προαισθάνεται. Και ο νους και η καρδιά, όσο απομακρύνονται από τον αμαρτωλό κόσμο, τόσο στρέφονται προς την αιωνιότητα όσο αγαπούν τον Χριστό, τόσο ποθούν να βρεθούν κοντά Του, μολονότι, έχοντας συναίσθηση του μεγαλείου του Θεού και της δικής τους αμαρτωλότητας, αναλογίζονται με τρόμο την ώρα τού θανάτου. Φοβερός παρουσιάζεται μπροστά τους ό θάνατος μαζί με τον αγώνα του. Τον ποθούν, ωστόσο, για να λυτρωθούν από την επίγεια αιχμαλωσία.
Αν εμείς δεν μπορούμε να ποθούμε τον θάνατο λόγω της ψυχρότητας μας απέναντι στον Χριστό και της αγάπης μας προς τα φθαρτά, ας χρησιμοποιήσουμε τουλάχιστο τη μνήμη του θανάτου σαν ένα πικρό φάρμακο ενάντια στην αμαρτωλότητα μας.

 Γιατί ή ψυχή, όταν οικειωθεί τη μνήμη τού θανάτου, διαλύει τη φιλία της με την αμαρτία και απομακρύνεται απ’ όλες τις αμαρτωλές απολαύσεις.


 Αγίου Ιγνατίου Μπριαντσανίνωφ, «Ασκητικές εμπειρίες Β΄», Ιερά Μονή Παρακλήτου Αττικής, 2009.

 

Κυριακή 13 Ιουνίου 2021

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος : Ο Εκκλησιασμός.

 

Σας παρακαλώ και σας ικετεύω, ας προτιμάμε από οποιαδήποτε άλλη ασχολία και φροντίδα τον εκκλησιασμό. Ας τρέχουμε πρόθυμα, όπου κι αν βρισκόμαστε, στην εκκλησία.

Προσέξτε, όμως, κανείς να μην μπει στον ιερό αυτό χώρο, έχοντας βιοτικές φροντίδες ή περισπασμούς ή φόβους. Αλλά αφού τ’ αφήσουμε όλα τούτα έξω, στις πύλες του ναού, τότε ας περάσουμε μέσα. Γιατί ερχόμαστε στα ανάκτορα των ουρανών, πατάμε σε τόπους που αστράφτουν.

Ας διώξουμε από την ψυχή μας πρώτα-πρώτα τη μνησικακία, για να μην κατακριθούμε, όταν παρουσιαστούμε μπροστά στο Θεό και προσευχηθούμε λέγοντας: «Πάτερ ημών…, άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών». Διαφορετικά, πώς θέλεις να φανεί ο Δεσπότης Χριστός γλυκός και πράος απέναντί σου, αφού εσύ γίνεσαι στο συνάνθρωπό σου σκληρός και δεν τον συγχωρείς; Πώς θα μπορέσεις να υψώσεις τα χέρια σου στον ουρανό; Πώς θα κινήσεις τη γλώσσα σου σε λόγια προσευχής; Πώς θα ζητήσεις συγγνώμη; Ακόμα κι αν θέλει ο Θεός να συγχωρήσει τις αμαρτίες σου, δεν Τον αφήνεις εσύ, επειδή δεν συγχωρείς τον πλησίον σου.

Αλλά και η διαγωγή μας, όσο βρισκόμαστε μέσα στο ναό, ας είναι η πρέπουσα, όπως αρμόζει σε άνθρωπο που βρίσκεται μπροστά στο Θεό. Να μην ασχολούμαστε με άσκοπες συζητήσεις, μα να στεκόμαστε με φόβο και τρόμο, με προσοχή και προθυμία, με το βλέμμα στραμμένο στη γη και την ψυχή υψωμένη στον ουρανό.

Γιατί έρχονται πολλοί στην εκκλησία, επαναλαμβάνουν μηχανικά ψαλμούς και ευχές, και φεύγουν, δίχως να ξέρουν τι είπαν. Τα χείλη κινούνται, αλλά τ’ αυτιά δεν ακούνε. Εσύ δεν ακούς την προσευχή σου, και θέλεις να την εισακούσει ο Θεός; Γονάτισα, λες· αλλά ο νους σου πετούσε μακριά. Το σώμα σου ήταν μέσα στην εκκλησία και η ψυχή σου έξω. Το στόμα έλεγε την προσευχή και ο νους μετρούσε τόκους, συμβόλαια, συναλλαγές, χωράφια, κτήματα, συναναστροφές με φίλους.

Κι όλα αυτά συμβαίνουν, γιατί ο διάβολος είναι πονηρός· ξέρει πως την ώρα της προσευχής κερδίζουμε πολλά, γι’ αυτό τότε επιτίθεται με μεγαλύτερη σφοδρότητα. Άλλες φορές είμαστε ξαπλωμένοι στο κρεβάτι, και τίποτα δεν σκεφτόμαστε· ήρθαμε όμως στην εκκλησία να προσευχηθούμε, και ο διάβολος μας έβαλε ένα σωρό λογισμούς, ώστε καθόλου να μην ωφεληθούμε.

Αν, αλήθεια, ο Θεός σου ζητήσει λόγο για την αδιαφορία ή και την ασέβεια που δείχνεις στις λατρευτικές συνάξεις, τι θα κάνεις; Να, την ώρα που Αυτός σου μιλάει, εσύ, αντί να προσεύχεσαι, έχεις πιάσει κουβέντα με τον διπλανό σου για πράγματα ανώφελα. Και όλα τ’ άλλα αμαρτήματά μας αν παραβλέψει ο Θεός, τούτο φτάνει για να στερηθούμε τη σωτηρία.

Μην το θεωρείς μικρό παράπτωμα. Για να καταλάβεις τη βαρύτητά του, σκέψου τι γίνεται στην ανάλογη περίπτωση των ανθρώπων. Ας υποθέσουμε ότι συζητάς μ’ ένα επίσημο πρόσωπο ή μ’ έναν εγκάρδιο φίλο σου. Και ενώ εκείνος σου μιλάει, εσύ γυρίζεις αδιάφορα το κεφάλι σου και αρχίζεις να κουβεντιάζεις με κάποιον άλλο. Δεν θα προσβληθεί ο συνομιλητής σου απ’ αυτή την απρέπειά σου; Δεν θα θυμώσει; Δεν θα σου ζητήσει το λόγο;

Αλίμονο! Βρίσκεσαι στη θεία Λειτουργία, κι ενώ το βασιλικό τραπέζι είναι ετοιμασμένο, ενώ ο Αμνός του Θεού θυσιάζεται για χάρη σου, ενώ ο ιερέας αγωνίζεται για τη σωτηρία σου, εσύ αδιαφορείς. Την ώρα που τα εξαπτέρυγα Σεραφείμ σκεπάζουν τα πρόσωπά τους από δέος και όλες οι ουράνιες δυνάμεις μαζί με τον ιερέα παρακαλούν το Θεό για σένα, τη στιγμή που κατεβαίνει από τον ουρανό η φωτιά του Αγίου Πνεύματος και το αίμα τού Χριστού χύνεται από την άχραντη πλευρά Του μέσα στο άγιο Ποτήριο, τη στιγμή αυτή η συνείδησή σου, άραγε, δεν σε ελέγχει για την απροσεξία σου;

Σκέψου, άνθρωπέ μου, μπροστά σε Ποιον στέκεσαι την ώρα της φρικτής μυσταγωγίας και μαζί με ποιους –με τα Χερουβείμ, με τα Σεραφείμ, με όλες τις ουράνιες δυνάμεις. Αναλογίσου μαζί με ποιους ψάλλεις και προσεύχεσαι. Είναι αρκετό για να συνέλθεις, όταν θυμηθείς ότι, ενώ έχεις υλικό σώμα, αξιώνεσαι να υμνείς τον Κύριο της κτίσεως μαζί με τους ασώματους αγγέλους.

Μη συμμετέχεις, λοιπόν, στην ιερή εκείνη υμνωδία με αδιαφορία. Μην έχεις στο νου σου βιοτικές σκέψεις. Διώξε κάθε γήινο λογισμό και ανέβα νοερά στον ουρανό, κοντά στο θρόνο του Θεού. Πέταξε εκεί μαζί με τα Σεραφείμ, φτερούγισε μαζί τους, ψάλε τον τρισάγιο ύμνο στην Παναγία Τριάδα.

Από το βιβλίο: Η ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ, τόμος Γ’, Ι. Μ. Παρακλήτου. 

 

Πέμπτη 10 Ιουνίου 2021

Άγιος Λουκάς ο ιατρός Αρχιεπίσκοπος Κριμαίας.

 

 Ο Άγιος αρχιεπίσκοπος Λουκάς, κατά κόσμον Βαλεντίν του Φέλιξ Βόινο – Γιασενέτσκι, γεννήθηκε στις 14/27 Απριλίου 1877 μ.Χ. στο Κέρτς της χερσονήσου της Κριμαίας.

Το οικογενειακό περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγάλωσε ήταν ιδιόμορφο καθώς ο πατέρας του ήταν Ρωμαιοκαθολικός ενώ η μητέρα του, αν και ορθόδοξη, περιοριζόταν σε καλές πράξεις χωρίς να συμμετέχει ενεργά στη λατρευτική ζωή της Εκκλησίας.
Πολύ νωρίς μετακομίζουν στο Κίεβο.

Στο Κίεβο ο Βαλεντίν αποφασίζει να σπουδάσει Ιατρική. Παίρνει το πτυχίο του το 1903 μ.Χ. και παρακολουθεί μαθήματα οφθαλμολογίας.

Το 1904 μ.Χ., με το ξέσπασμα του Ρωσο – Ιαπωνικού πολέμου, βρέθηκε στην Άπω Ανατολή, όπου εργάστηκε ως χειρουργός με μεγάλη επιτυχία. Εκεί συναντήθηκε και με την Άννα Βασιλίεβνα Λάνσκαγια, τη μέλλουσα σύζυγό του, με την οποία απέκτησε τέσσερα παιδιά.

Μετά το τέλος του πολέμου εργάζεται σε διάφορα επαρχιακά νοσοκομεία. Οι επιτυχίες του είναι τόσες πολλές που η φήμη του εξαπλώνεται γρήγορα και ασθενείς καταφθάνουν από παντού. Την ίδια εποχή μελετά σχετικά με την τοπική αναισθησία και συντάσσει επιστημονικά άρθρα. Διαπρέπει στις εγχειρήσεις των οφθαλμών και αποφασίζει να ασχοληθεί με τη θεραπεία των πυογόνων λοιμώξεων.

Το 1917 μ.Χ. ο Βαλεντίν εκλέγεται καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Τασκένδης. Η ρωσική επανάσταση είχε ήδη αρχίσει και η εκκλησία βρέθηκε στο στόχαστρο των Μπολσεβίκων. Η κατάσταση είχε ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Τότε ο Βαλεντίν συνελήφθη για πρώτη φορά. Αιτία ήταν η συκοφαντία ενός νοσοκόμου. Με τη βοήθεια του Θεού αποκαλύφθηκε η αλήθεια και ο γιατρός αφέθηκε ελεύθερος.

Η περιπέτεια αυτή όμως, παρά το αίσιο τέλος της, αναστάτωσε την Άννα, η οποία έπασχε ήδη από φυματίωση, και η υγεία της επιδεινώθηκε σε βαθμό που λίγες ημέρες αργότερα υπέκυψε. Μετά τον θάνατό της ο γιατρός εμπιστεύτηκε τα παιδιά του στη Σοφία Σεργκέγεβνα, μια πιστή νοσοκόμα, η οποία τους στάθηκε σαν δεύτερη μητέρα για πολλά χρόνια.

Ο Βαλεντίν ήταν πολύ πιστός και αυτό ήταν έκδηλο στον τρόπο που εργαζόταν. Το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθούν οι πρώτες αντιδράσεις από τους εκπροσώπους του αθεϊστικού καθεστώτος. Στο μεταξύ στους διωγμούς προστίθεται και η πληγή της «ζώσης εκκλησίας» που σκοπό είχε να υπηρετήσει τα συμφέροντα του κράτους διαιρώντας τους κληρικούς και τους πιστούς, και να τους απομακρύνει από την αληθινή πίστη.

Σ’ αυτή την εποχή των δοκιμασιών για την Εκκλησία, ο γιατρός συμμετείχε ενεργά στη ζωή της εκκλησίας. Όταν κατηγορήθηκε ο αρχιεπίσκοπος Τασκένδης και Τουρκεστάν Ιννοκέντιος από τους σχισματικούς, ο γιατρός υπερασπίστηκε με σθένος την κανονική τάξη.

Ο αρχιεπίσκοπος Ιννοκέντιος, εντυπωσιασμένος από την παρρησία του Βαλεντίν, του προτείνει να γίνει ιερέας. Πράγματι, η χειροτονία του σε διάκονο έγινε στις 26 Ιανουαρίου 1921 μ.Χ. και μια εβδομάδα αργότερα χειροτονήθηκε πρεσβύτερος.

Το καλοκαίρι του 1923 μ.Χ. η «ζώσα εκκλησία» κάνει την επίθεσή της και εκτοπίζει τον επίσκοπο Ιννοκέντιο. Ο κλήρος και ο λαός της Τασκένδης, όντας στο έλεος των σχισματικών, εκλέγουν στη θέση του επισκόπου τον π. Βαλεντίν Βόινο – Γιασενέτσκι.

Η κουρά του σε μοναχό έγινε κρυφά στο σπίτι του ιερέα – καθηγητή. Καταλληλότερο όνομα για το νέο επίσκοπο κρίθηκε εκείνο του αποστόλου, ευαγγελιστή, αγιογράφου και ιατρού Λουκά. Στη συνέχεια, ταξίδεψε ως Πεντζικέντ για να χειροτονηθεί επίσκοπος.

Το γεγονός αυτό δεν πέρασε απαρατήρητο και πολύ σύντομα ο επίσκοπος Λουκάς συνελήφθη. Κατηγορήθηκε για προδοσία και φυλακίστηκε. Στη φυλακή είχε την ευκαιρία να ολοκληρώσει και το σύγγραμμά του: «Δοκίμια για την χειρουργική των πυογόνων λοιμώξεων», το οποίο όμως δεν εκδόθηκε για πολλά χρόνια, παρόλη τη σημασία του για την ιατρική επιστήμη, επειδή ο συγγραφέας επέμεινε να γραφεί στο εξώφυλλο το αρχιερατικό του αξίωμα.

Στο διάστημα της απουσίας του οι εκπρόσωποι της «ζώσης εκκλησίας» κατέλαβαν τις εκκλησίες, μα ο λαός, πιστός στις συμβουλές του ποιμένα του, απείχε από τους ναούς. Λόγω της μεγάλης του επιρροής οι υπεύθυνοι της G.P.U. («Κρατική Πολιτική Διεύθυνση») αποφάσισαν να απομακρύνουν τον επίσκοπο Λουκά από την Τασκένδη.

Την ώρα της αποχώρησής του πλήθος κόσμου στάθηκε στις γραμμές του τρένου προκειμένου να εμποδίσει την αναχώρηση. Ο κόσμος απομακρύνθηκε από τις αστυνομικές δυνάμεις και ο επίσκοπος Λουκάς πήρε τον μακρύ και βασανιστικό δρόμο της εξορίας.

Φυλακίζεται κάτω από άθλιες συνθήκες στη Μόσχα. Εκεί διαπιστώνει τα πρώτα συμπτώματα καρδιακής ανεπάρκειας που θα τον συνοδεύσει σε όλη του τη ζωή. Παρόλες τις κακουχίες, η συμπεριφορά του επισκόπου απέναντι σε όλους τους κρατουμένους προκαλούσε το σεβασμό ακόμη και των πιο αρνητικών.

Ενώ οι γιατροί βεβαίωναν πως η κατάσταση της υγείας του δεν το επιτρέπει, ο επίσκοπος Λουκάς αναχώρησε εξόριστος για τη Σιβηρία. Το καθεστώς τον εγκαθιστά στην πόλη Γενισέισκ, για να τον στείλει αργότερα ακόμη 2000 χλμ μακρύτερα στην πόλη Τουρουχάνσκ. Και στο νέο τόπο της εξορίας δεν αρνήθηκε να προσφέρει τις υπηρεσίες του σε όσους τις χρειάζονταν, παρόλες τις αντίξοες συνθήκες.

Ο λαός του Τουρουχάνσκ τον περιέβαλλε με πολύ αγάπη και σεβασμό. Αυτό ήταν αρκετό για τους αθέους που σχεδίασαν νέα εξορία για τον επίσκοπο – γιατρό, αυτή τη φορά τον έστειλαν πέρα από τον αρκτικό κύκλο, στο χωριό Πλάχινο, όπου κατά το χειμερινό ηλιοστάσιο ο ήλιος δεν ανατέλλει. Η υγεία του επισκόπου είχε επιδεινωθεί και μια τέτοια εξορία ήταν πολύ επικίνδυνη για τη ζωή του. Αυτός ήταν και ο σκοπός των διωκτών του.

Εκεί, στο Πλάχινο, υπέφερε τα πάνδεινα, τόσο λόγω των καιρικών συνθηκών, όσο και λόγω τις αντιμετώπισης από τους κατοίκους της περιοχής. Ευτυχώς, δύο μήνες αργότερα, με αιτία το θάνατο ενός αγρότη οι κάτοικοι του Τουρουχάνσκ ξεσηκώθηκαν και απαίτησαν την επιστροφή του επισκόπου.

Οι αρχές δεν είχαν άλλη επιλογή παρά να υποχωρήσουν. Έτσι ο επίσκοπος Λουκάς, που από όραμα είχε ειδοποιηθεί για το πέρας της δοκιμασίας του, επέστρεψε στο Τουρουχάνσκ και συνέχισε απερίσπαστος τις ασχολίες του για οκτώ ακόμη μήνες, μέχρι, δηλαδή, το τέλος της εξορίας του.

Παρόλες τις δυσκολίες που αντιμετώπισε, δεν ξέχασε ποτέ τα παιδιά του και επικοινωνούσε μαζί τους όσο πιο συχνά μπορούσε.

Στο Κρασνογιάρσκ παρουσιάζεται στη G.P.U. για ανάκριση. Εκεί ο βοηθός του διοικητή ανακοίνωσε στον επίσκοπο πως μπορούσε να πάει όπου ήθελε, ήταν ελεύθερος. Όπως ήταν φυσικό ο επίσκοπος ξεκίνησε για την Τασκένδη. Δυστυχώς εκεί αντιμετωπίζει τις συκοφαντίες ακόμη και συνεργατών του, γεγονός που τον οδήγησε σε παραίτηση από την έδρα του επισκόπου.

Στην Τασκένδη συνεχίζει τις φιλανθρωπίες του, μα οι αντίπαλοί του δεν έπαψαν να ψάχνουν ευκαιρία για να τον διώξουν.

Η αφορμή δεν άργησε να βρεθεί και ο επίσκοπος βρέθηκε πάλι υπόλογος απέναντι στα κομματικά στελέχη. Ο σκοπός αυτή τη φορά ήταν να τον αναγκάσουν να παραιτηθεί από το ιερό του αξίωμα.

Μετά από εξαντλητικές ανακρίσεις και απεργίες πείνας και αφού πέρασε ένα ολόκληρο χρόνο στη φυλακή, ο επίσκοπος, εξορίστηκε για μια ακόμη φορά στη Βόρεια Ρωσία. Οι δραστηριότητές του εκεί ενόχλησαν όχι μόνο τις αρχές αλλά και τους κατοίκους. Σύντομα ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας τον ανάγκασε να πάει στο Λένινγκραντ.

Μετά την ανάρρωσή του πέρασε μια μακρά περίοδο δοκιμασιών και περιπλανήσεων. Οι εκπρόσωποι του Κόμματος πιέζουν τον επίσκοπο να εγκαταλείψει την ιεροσύνη. Στην περίοδο αυτή της πνευματικής δοκιμασίας αρχίζει να χάνει την όραση από το αριστερό μάτι λόγω αποκόλλησης του αμφιβληστροειδούς χιτώνα.

Επίσης, τα «Δοκίμια για τη χειρουργική των πυογόνων λοιμώξεων» εκδίδονται χωρίς να αναγραφεί το αξίωμά του. Εν καιρώ επανακτά την εσωτερική γαλήνη, που είχε στερηθεί, και περνά δύο χρόνια ηρεμίας και ειρήνης κοντά στα παιδιά του.

Ο επίσκοπος Λουκάς ήταν 60 ετών, όταν συνελήφθη για τέταρτη φορά. Από το φάκελο που διατηρούσαν στην Ασφάλεια, μπορούμε να γνωρίζουμε τις δραστηριότητές του. Ενώ από τους ασθενείς του δεν έπαιρνε ποτέ χρήματα, έδινε και το μισθό του σε αγαθοεργίες, δηλαδή βοηθούσε όσους φτωχούς, άπορους και εξόριστους ανθρώπους τύχαινε να γνωρίζει. Οι φιλανθρωπικές ενέργειές του ενόχλησαν και πάλι το καθεστώς που τον συνέλαβε εκ νέου και τον οδήγησε στη Σιβηρία.

Όταν στις 21 Ιουνίου 1941 μ.Χ. τα χιτλερικά στρατεύματα μπαίνουν στη Ρωσία, ο επίσκοπος – γιατρός, αν και εξόριστος, προσφέρεται εθελοντικά να εργαστεί για τη θεραπεία των τραυματιών. Τα Κόμμα αναγνωρίζει την αξία του ως γιατρού και τον διορίζει αρχίατρο του στρατιωτικού νοσοκομείου και σύμβουλο όλων των νοσοκομείων της περιοχής. Παρόλα αυτά οι συνθήκες είναι οικτρές ενώ παράλληλα δεν του αναγνωρίζουν κανένα πολιτικό δικαίωμα.

Την Άνοιξη του 1942 μ.Χ. αλλάζει η στάση της πολιτείας απέναντι στον ίδιο, αλλά και απέναντι στην Εκκλησία. Σε όλη την επικράτεια της Ρωσίας ανοίγουν εκκλησίες και ο λαός βρίσκει καταφύγιο στους ναούς από την παραφροσύνη του πολέμου. Για να καλυφθούν οι υπάρχουσες ανάγκες ο επίσκοπος Λουκάς προάγεται σε αρχιεπίσκοπο Κρασνογιάρσκ.

Οι Γερμανοί υποχωρούν και ο αρχιεπίσκοπος μεταφέρεται δυτικότερα, στο Ταμπώφ. Εκείνη την εποχή είναι υπεύθυνος για 150 στρατιωτικά νοσοκομεία. Η Εκκλησία για να τον διευκολύνει τον μεταθέτει στην Αρχιεπισκοπή Ταμπώφ και Μιτσούρινσκ.

Το 1946 μ.Χ. ο αρχιεπίσκοπος Λουκάς βραβεύθηκε με το βραβείο Στάλιν για την ηρωική εργασία του στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και για την μεγάλη προσφορά του στην ιατρική επιστήμη.

Στα 70 του χρόνια γίνεται αρχιεπίσκοπος Συμφερουπόλεως και Κριμαίας. Εκεί το έργο του είναι δύσκολο. Η φτώχεια έχει πάρει τέτοιες διαστάσεις που αναγκάζεται να ταΐζει καθημερινά, στο σπίτι του, τους άπορους της περιοχής. Στρέφει το ενδιαφέρον του στην εκκλησιαστική ζωή, καθώς τον αποκλείουν από κάθε επιστημονικό συνέδριο. Κάνει υπεράνθρωπες προσπάθειες για να ανοίξουν εκκλησίες.

Ταυτόχρονα προσπαθεί να πατάξει την αμέλεια και την αδιαφορία των ιερέων τονίζοντας πως πρέπει οι ίδιοι να αποτελούν παράδειγμα προς μίμηση για τους πιστούς. Παράλληλα εξασκεί το έργο του ιατρού προσφέροντας αναργύρως τις υπηρεσίες του στον πάσχοντα άνθρωπο. Ακολουθώντας το υπόδειγμα του Θεανθρώπου όλη του τη ζωή «διήλθεν ευεργετών και ιώμενος».

Με τη βελτίωση στις σχέσεις Εκκλησίας – Κράτους ο αρχιεπίσκοπος βρίσκει την ευκαιρία να επιστρέψει στην αγαπημένη του ασχολία, δηλαδή το κήρυγμα. «Θεωρώ βασικό αρχιερατικό μου καθήκον να κηρύττω παντού και πάντα το Χριστό». Σημειώνει ο ίδιος. Από τα κηρύγματά του καταγράφηκαν περίπου 750, τα οποία αποτέλεσαν 12 τόμους (4500 σελίδες), και έχουν χαρακτηριστεί «εξαιρετικό φαινόμενο στη σύγχρονη εκκλησιαστική ζωή και θεολογία».

Την Άνοιξη του 1952 επιδεινώνεται η όρασή του, ενώ στις αρχές του 1956 τυφλώνεται οριστικά.

Το 1953 μ.Χ. τον Στάλιν διαδέχεται ο Νικήτας Κρουτσώφ, ο οποίος ξεκίνησε νέο κύμα διωγμών κατά της Εκκλησίας που κορυφώνονται το 1959 μ.Χ. Ο Αρχιεπίσκοπος μεριμνά για το ποίμνιό του και προσπαθεί να του δώσει κουράγιο.

Εκείνη την εποχή γράφει στο μεγαλύτερο γιό το Μιχαήλ: «Είναι όλο και πιο δύσκολο να διευθύνει κανείς τις υποθέσεις της Εκκλησίας. Οι εκκλησίες κλείνουν η μία μετά την άλλη, δεν υπάρχουν ιερείς και ο αριθμός του όλο και ελαττώνεται…Κατά τόπους η αντίδραση φτάνει μέχρι εξεγέρσεως κατά της αρχιερατικής εξουσίας μου. Δεν μπορώ να το υποφέρω στα ογδόντα μου χρόνια. Αλλά με τη βοήθεια του Κυρίου, συνεχίζω το δύσκολο έργο μου».

Η αγάπη του κόσμου προς τον αρχιεπίσκοπο Λουκά ήταν έκδηλη. Ακόμα και αλλόθρησκοι η άπιστοι τον έβλεπαν με σεβασμό.

Ο αρχιεπίσκοπος είναι ήδη 84 ετών. Διαισθάνεται πως το τέλος του πλησιάζει. Τα Χριστούγεννα του 1960 μ.Χ. λειτουργεί για τελευταία φορά και για τον καιρό που απομένει, περιορίζεται στο να κηρύττει. Τελικά την Κυριακή 11 Ιουνίου 1961 μ.Χ., ημέρα που γιορτάζουν οι Άγιοι Πάντες της Αγίας Ρωσίας, κοιμήθηκε ο αρχιεπίσκοπος – γιατρός Λουκάς Βόινο – Γιασενέτσκι. Παρά την έντονη αντίδραση των Κομματικών, η κηδεία του αρχιεπισκόπου μετατράπηκε σε λαϊκή επανάσταση.

Η Ε.Π. Λέικφελντ περιγράφει: «Οι δρόμοι πλημμύρησαν από γυναικούλες με άσπρα μαντίλια στα κεφάλια. Προχώρησαν σιγά – σιγά μπροστά από τη σορό του Δεσπότη. Ακόμη και οι γερόντισσες δεν πήγαιναν πίσω. Τρείς σειρές τεντωμένων χεριών λες και οδηγούσαν το αυτοκίνητο. Ο δρόμος μέχρι και το κοιμητήριο ήταν στρωμένος με τριαντάφυλλα. Και μέχρι την πόρτα του κοιμητηρίου ακουγόταν πάνω από τα κεφάλια με τα άσπρα μαντίλια, ο ύμνος: «Άγιος ο Θεός, Άγιος Ισχυρός, Άγιος Αθάνατος, ελέησον ημάς». Ό,τι και να έλεγαν σε αυτό το πλήθος, όσο κι’ αν προσπαθούσαν να τους κάνουν να σιωπήσουν, η απάντηση ήταν μία, κηδεύουμε τον αρχιεπίσκοπό μας».

Το Νοέμβριο του 1995 μ.Χ. ανακηρύχτηκε άγιος από την Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία.

Στις 17 Μαρτίου 1996 μ.Χ. έγινε με επισημότητα η ανακομιδή των λειψάνων του, που τέθηκαν για λαϊκό προσκύνημα στο ναό του κοιμητηρίου, αφιερωμένο στη μνήμη των Αγίων Πάντων. Τα λείψανά του εξέπεμπαν μια άρρητη ευωδία, ενώ πολλοί ασθενείς θεραπεύτηκαν θαυματουργικά. Τρείς μέρες αργότερα, στις 20 Μαρτίου 1996 μ.Χ., τα λείψανά του μεταφέρθηκαν στον Ι. Ναό Αγ. Τριάδος. Η μνήμη του ορίστηκε να τιμάται στις 11 Ιουνίου επέτειο της κοιμήσεώς του.

 

 

 

 

 

 

Σάββατο 5 Ιουνίου 2021

Κυριακή του Τυφλού.

 «Τω καιρώ εκείνω, παράγων ο Ιησούς, είδεν άνθρωπον τυφλόν εκ γενετής».

Σήμερα, αγαπητοί μου αδελφοί, το βλέμμα του Χριστού, βλέπει έναν τυφλό.

Το φως συναντά το σκοτάδι.

Και οι άνθρωποι ψάχνουν την αιτία. Πάντα όλοι μας αναζητάμε μια αιτία, μια συγκεκριμένη αιτία για τα δεινά του άλλου, ή για τα δικά μας. «ποιος πταίει».

Φταίει ο ίδιος ή οι γονείς του;

Η απάντηση: «ούτε ούτος ήμαρτεν ούτε οι γονείς αυτού» είναι λόγος καινός, ακατανόητος.

«αλλά ίνα φανερωθεί τα έργα του Θεού εν αυτώ».

Το σκοτάδι που κάλυπτε τα μάτια του ανθρώπου της σημερινής παραβολής, θα μετατραπεί σε φως. Ο τυφλός θα αναβλέψει. Θα δεχθεί την ίαση, θα πορευτεί στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ και θα νιφθεί. Και θα έλθει βλέπων. Εκείνος που εκ γενετής ήταν τυφλός, που έφερνε το βάρος της αναπηρίας και το όνειδος της ενοχής, δέχθηκε τον πηλόν εκ του πτύσματος και ενίψατο στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Και ήλθε βλέπων. Οι άλλοι όμως, έμειναν τυφλοί. Οι άλλοι που δεν είχαν περάσει τον πόνο και την δοκιμασία της σωματικής αναπηρίας, «διάβασαν» την ζωή «θεωρητικά». Είχαν την πολυτέλεια αλλά και την άνεση να φιλοσοφούν για τον νόμο και την παρανομία, για την αρρώστια και την αμαρτία χωρίς να γνωρίζουν τίποτα για την τύφλωση.

«ποίος ήμαρτεν». Ποιος καταλύει το Σάββατο, ποιος σε έκαμε υγιή;

Ακόμα και οι γονείς του ανθρώπου αυτού, αναγνωρίζουν ότι αυτός είναι ο υιός τους ο τυφλός, αλλά δεν αναγνωρίζουν αυτόν τον άλλο, που βλέπει. «ηλικία έχει, αυτόν ερωτήσατε».

Αποποιούνται την ευθύνη.

Αν κάποιος αγαπητοί μου αδελφοί, συναντηθεί με τον Χριστό, αν μέσα στην τύφλωση του, κάνει τον δρόμο μέχρι την κολυμβήθρα του Σιλωάμ, και αναβλέψει, θα βρεθεί αντιμέτωπος με αυτούς που θα θέλουν να τον κάνουν αποσυνάγωγο. Εκείνος που αλλάζει, εκείνος που αφαιρεί την λάσπη από τα μάτια του και βλέπει, ταράζει την τυφλότητα των άλλων. Και πρέπει να δώσει απαντήσεις. Πρέπει να ομολογήσει. «ηλικία έχει» και πρέπει να μάθει ποιος τον έκαμε υγιή.

Ο καθένας από εμάς πρέπει να ομολογήσει για το φως.

Εάν το βλέπει.

«τι εποίησε σοι; Πως ήνοιξε σου τους οφθαλμούς;».

Αυτές θα είναι οι ερωτήσεις των γύρω μας αλλά και του ίδιου μας του εαυτού. Ποιος σε καλεί στο φως. Ποιος σου άνοιξε τα μάτια; 

Μπορούν οι αμαρτίες σου ή οι αμαρτίες των άλλων να σε κάνουν και να σε κρατάν τυφλό;

Και πάλιν Η ερώτηση «τις πταίει;». Ποιος φταίει.

Μήπως αυτά δεν ρωτάμε και εμείς, ο καθένας μας ξεχωριστά αδελφοί μου; Ποιος μας φταίει και δεν βλέπουμε; Ή πώς αναβλέψαμε; Ποιος έπτυσε χαμέ και ποιος μας επέχρισε με πηλό τους οφθαλμούς; Ποιος μας προτρέπει να νιφτούμε στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ;

Για να απαντήσουμε θέλει «ηλικία», θέλει δηλαδή, προσωπική ευθύνη. Ούτε οι Φαρισαίοι έχουν την απάντηση ούτε κι οι γονείς.

Για τον λόγο αυτό έρχεται ο Ιησούς και μας λέγει:

«Συ πιστεύεις εις τον Υιόν του Θεού;». Αυτό το ΣΥ, νομίζω πως είναι πολύ σημαντικό αδελφοί μου. Αυτό το προσωπικό, ΣΥ, που απευθύνει ο Χριστός στον καθένα από εμάς. Στον κάθε εκ γενετής τυφλό. Που θα τον δει ο ίδιος ο Θεός. Στον καθένα από εμάς που θα αναβλέψει. Και θα γίνει αποσυνάγωγος. Που θα τον βγάλουν έξω εκείνοι που θέλουν να μείνουν τυφλοί.

Και όταν θα δούμε, όταν θα δούμε το φως, «τις έστι, Κύριε;» θα πούμε, ποιος είναι, για να πιστέψουμε σε αυτόν.

Και ακούσαμε τα τελευταία λόγια του σημερινού ευαγγελίου;

«και εώρακας αυτόν και ο λαλών μετά σου, εκείνος εστίν».

Πάντα μπροστά μας είναι ο Χριστός. Και τον βλέπουμε και μας μιλά. Και αγγίζει τα μάτια μας.

Και εμείς ρωτάμε «τις έστι», «ίνα πιστεύσω εις αυτόν»;

Ποιος είναι;

 

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ

 

«…..έρχεται νυξ, ότε ουδείς δύναται εργάζεσθε…»

Τα έργα μας πρέπει να είναι έργα του φωτός….Το φως αποκαλύπτει στα μάτια μας τον κόσμο όπως είναι…Όμως δεν βλέπουμε τον κόσμο όπως είναι…Εμείς βλέπουμε αυτό που σκεφτόμαστε. Και έτσι υπάρχουμε μέσα από τις σκέψεις μας, μέσα στις σκέψεις μας. Και για αυτό, συχνά, αγνοούμε τη ζωή, δεν την καταλαβαίνουμε…σαν τυφλοί, αφού δεν επιτρέπουμε στο φως να μας συναντήσει και για αυτό όταν λίγο ή πολύ στερηθούμε αυτό το φως, επιμένουμε να μην το δεχόμαστε, μοιάζει να σταματάμε μέσα σε μια νύχτα  «ότε ουδείς δύναται εργάζεσθαι»

Βλέπετε, οι συνάνθρωποί του, που τόσο συχνά έβλεπαν αυτόν τον τυφλό άνθρωπο, άλλοι έλεγον, ούτος εστίν, άλλοι δε ότι όμοιος αυτώ εστίν. Βιάζονταν να αρνηθούν το θαύμα. Να μην δουν αυτό που έβλεπαν. Αυτόν που έβλεπαν.

Οι Φαρισαίοι τυφλοί, έβλεπαν όμως την τήρηση του Σαββάτου και έλεγαν ότι αυτός που δεν τηρεί το Σάββατο, «ουκ εστί παρά Θεού…» Παρέμεναν και αυτοί τυφλοί, για να μην χάσουν την ιδέα, την σκέψη που είχαν για τον εαυτό τους.

Ακόμα και οι γονείς του δεν τον βλέπουν πραγματικά δεν ανατρέπει μέσα τους την σταθερή εικόνα που είχαν για εκείνον, δεν διευρύνεται η όρασή τους…..

Είναι η επιμονή μας να βλέπουμε ότι σκεφτόμαστε πως βλέπουμε.

Έρχεται όμως ο Ιησούς και λέγει: «όταν εν τω κόσμω ώ, Φως ειμί του Κόσμου».

Το φως είναι παντού, παντού είναι ο Ιησούς.  Ο Θεός είναι παντού  και αυτό είναι ημέρα. Είναι μια κατάσταση όπου ο άνθρωπος, εργάζεται τα έργα του Θεού. Ο άνθρωπος σε ότι βλέπει, βλέπει τον Θεό. Αποκτά ο άνθρωπος όραση, ακόμα και εάν από πολύ μικρός «εκ γενετής» ίσως, εάν στερήθηκε το φως, εάν οι «γονείς» του ήταν η αιτία να είναι τυφλός, εάν, ίσως πιο συχνά οι αμαρτίες μας είναι αυτές που μας γεννούν, μας κάνουν τυφλούς, ακόμα και τότε, μπορούμε να αναβλέψουμε.

Γιατί κανείς πραγματικά «ουκ ήμαρτεν» για να είμαστε εμείς τυφλοί.

Εμπρός μας στέκεται πάντα ο Χριστός, μέσα στο φως που μας περιβάλλει, αφού Αυτός είναι το Φως.

Όμως οι οφθαλμοί μας καλυμμένοι από πηλόν, γήινοι, χρειάζονται νίψη, στην κολυμβήθρα του Απεσταλμένου, δηλαδή Μετάνοια, δηλαδή, ο Νους να αλλάζει, να δει.

Και τότε και εμείς, όταν αφυπνισθούμε, θα ρωτήσουμε: «Τις εστί, Κύριε, ίνα πιστεύσω εις αυτόν;»

Όταν τα μάτια μας απαλλαχθούν από τον πηλό, όταν ανανήψουμε, θα βγει από μέσα μας ο Αληθινός εαυτός μας, αυτός που θα ζητά «ίνα πιστεύσει».

Η απάντηση, άμεση, πάντα:

«Και εώρακας αυτόν, και ο λαλών κατά σου, εκείνος εστίν»

Τόση αγάπη. Και τον βλέπουμε και μας μιλά. Εμπρός μας.

Εκείνα τα μάτια του σημερινού τυφλού μοιραζόμαστε σχεδόν όλοι. Εκείνα τα μάτια των άλλων τυφλών της σημερινής παραβολής, έχουμε και εμείς.

Όμως ο Ιησούς μας περιμένει.. Όταν θα βγούμε έξω από τον κόσμο των ψευδαισθήσεων μας  «και εξέβαλον αυτόν έξω» μάλλον όταν οι ψευδαισθήσεις μας θα μας βγάλουν έξω, θα μας βρει ο Ιησούς «Συ πιστεύεις εις τον Υιόν του Θεού;»

Και εμείς οι το πριν τυφλοί,  Πιστεύω, θα απαντήσουμε.

 


Πέμπτη 3 Ιουνίου 2021

Όσιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος: Οι Μακαρισμοί της Αγάπης.

 Ω Αγάπη παμπόθητε, μακάριος αυτός που σε δέχτηκε, γιατί δεν μπορεί πια να ποθήσει καμία ομορφιά γήινη.

 Μακάριος αυτός που τυλίχτηκε στα δίχτυα σου από έρωτα θείο, γιατί αυτός θα αρνηθεί όλο τον κόσμο και ενώ θα πλησιάζει όλους τους ανθρώπους καθόλου δεν θα μολύνεται. Μακάριος αυτός που τρυφερά φιλάει τα κάλλη σου και τα απολαμβάνει με πόθο ατέλειωτο, γιατί θα αγιασθεί ψυχικά από το αμόλυντο νερό και αίμα που στάζει από Σένα.

 Μακάριος αυτός που με λαχτάρα σε καταφιλά, γιατί θα αλλοιωθεί την καλή αλλοίωση πνευματικά και θα ευφρανθεί ψυχικά, γιατί εσύ είσαι η Χαρά η ανέκφραστη.

 Μακάριος αυτός που σε απέκτησε, γιατί τους θησαυρούς του κόσμου καθόλου δεν θα λογαριάσει, γιατί αλήθεια εσύ είσαι ο Πλούτος ο άφθονος.

 Μακάριος και τρισμακάριος κι αυτός που Εσύ συντροφεύεις· γιατί φαινομενικά θα ζει μέσα στην καταφρόνια, μα απ’ όλους τους ενδόξους της γης θα είναι ενδοξότερος και από όλους τους τιμίους τιμιότερος και σεμνότερος.

 Αξιέπαινος αυτός που σε καταδιώκει, ακόμη περισσότερο αυτός που σε βρήκε.

 Μακάριος αυτός που αγαπήθηκε από σένα, που τον δέχθηκες στους κόλπους σου, που διδάχθηκε από σένα, που κατοίκησε σε σένα, που τράφηκε από σένα για τροφή τον Χριστό τον Αθάνατο, τον Χριστό τον Θεό μας.

Ω Αγάπη θεία, πού περικλείεις τον Χριστό; Πού τον κρύβεις;

Γιατί παίρνεις τον Σωτήρα του κόσμου και απομακρύνεσαι από εμάς; Άνοιξε και για μας τους ανάξιους μια πορτούλα, για να δούμε κι εμείς τον Χριστό που υπέφερε για χάρη μας και να πιστέψουμε στο έλεός Του ότι δεν θα πεθάνουμε πια, από τη στιγμή που Τον είδαμε.

Άνοιξε για χάρη μας Αγάπη, εσύ που έγινες η θύρα που έκανε Εκείνον να φανερωθεί με σάρκα, εσύ που ανάγκασες τα άφθονα και αβίαστα σπλάχνα του Δεσπότη μας να βαστάξουν τις αμαρτίες και τις αρρώστιες όλων ανεξαιρέτως και μη μας απορρίψεις λέγοντας: “Δεν σας γνωρίζω”. Έλα μαζί μας, για να μας γνωρίσεις. Γιατί σου είμαστε ακόμη άγνωστοι.

Ας συγχωρεθούμε από σένα, Αγία Αγάπη.

Μέσα από εσένα ας οδηγηθούμε στην απόλαυση των αγαθών του Δεσπότη μας. Στη γλύκα αυτών των αγαθών φτάνει κανείς μόνο μέσα από σένα. Γιατί αυτός που δεν σ’ αγαπά όπως πρέπει και δεν αγαπιέται όπως χρειάζεται από σένα, μπορεί μεν να τρέχει, όμως δεν σε έχει φτάσει. Και κάθε ένας που τρέχει πριν τελειώσει τον δρόμο του είναι αμφίβολος. Αυτός όμως που σε κατέλαβε ή που καταλήφθηκε από Σένα είναι βέβαιος σε όλα, επειδή Εσύ είσαι η εκπλήρωση του Νόμου· Εσύ που με έχεις περικυκλώσει, που με καταφλέγεις και με πόνους καρδιάς μου ανάβεις αμέτρητο πόθο για τον Θεό, τους αδελφούς και τους πατέρες μου.

Εσύ είσαι η Διδάσκαλος των προφητών, η Βοηθός των αποστόλων, η Δύναμη των μαρτύρων, η Έμπνευση των πατέρων και των διδασκάλων, η Τελείωση όλων των Αγίων και αυτή που τώρα δα με ωθεί στην παρούσα διακονία.

 

Οι μακαρισμοί της Αγάπης –Συμεών Νέος Θεολόγος Λόγος α’