Με αφορμή το
Ψυχοσάββατο.
Ο κλήρος
όλων των ανθρώπων της γης, κλήρος αναπόφευκτος, είναι ό θάνατος. Τον φοβόμαστε
ως τον πιο άσπονδο εχθρό μας. Τα θύματα του τα κλαίμε πικρά. Ωστόσο ζούμε σαν
να μην υπήρχε θάνατος, ζούμε σαν να είμαστε αιώνιοι πάνω στη γη.
Τάφε μου! Γιατί σε ξεχνώ;
Εσύ με περιμένεις. Περιμένεις να γίνω ό κάτοικος σου. Και θα γίνω.
Γιατί, λοιπόν, σε ξεχνώ και ζω σαν να περιμένεις κάθε άλλον άνθρωπο έκτος από
μένα. Η αμαρτία μου στέρησε και μου στερεί τη γνώση και την αίσθηση κάθε
αλήθειας. Μου κλέβει, μου αρπάζει από τον νου τη μνήμη του θανάτου, του
τελευταίου και συνάμα του πιο σημαντικού και του πιο βέβαιου γεγονότος της ζωής
του ανθρώπου. Για να θυμόμαστε τον θάνατο, πρέπει να ζούμε σύμφωνα με τις
εντολές τού Χριστού. Με τις εντολές τού Χριστού ο νους και η καρδιά
καθαρίζονται, νεκρώνονται για τον κόσμο και αναζωογονούνται για τον Κύριο. Ο
νους, όσο απαλλάσσεται από τούς κακούς ή και απλώς μάταιους λογισμούς, τόσο
συλλογίζεται τον θάνατο.
Η καρδιά, όσο απαλλάσσεται από τα πάθη, τόσο
τον προαισθάνεται. Και ο νους και η καρδιά, όσο απομακρύνονται από τον αμαρτωλό
κόσμο, τόσο στρέφονται προς την αιωνιότητα όσο αγαπούν τον Χριστό, τόσο ποθούν
να βρεθούν κοντά Του, μολονότι, έχοντας συναίσθηση του μεγαλείου του Θεού και
της δικής τους αμαρτωλότητας, αναλογίζονται με τρόμο την ώρα τού θανάτου.
Φοβερός παρουσιάζεται μπροστά τους ό θάνατος μαζί με τον αγώνα του. Τον ποθούν,
ωστόσο, για να λυτρωθούν από την επίγεια αιχμαλωσία.
Αν εμείς δεν μπορούμε να ποθούμε τον θάνατο λόγω της ψυχρότητας μας απέναντι
στον Χριστό και της αγάπης μας προς τα φθαρτά, ας χρησιμοποιήσουμε τουλάχιστο
τη μνήμη του θανάτου σαν ένα πικρό φάρμακο ενάντια στην αμαρτωλότητα μας.
Γιατί ή ψυχή, όταν οικειωθεί τη μνήμη τού
θανάτου, διαλύει τη φιλία της με την αμαρτία και απομακρύνεται απ’ όλες τις
αμαρτωλές απολαύσεις.
Αγίου
Ιγνατίου Μπριαντσανίνωφ, «Ασκητικές εμπειρίες Β΄», Ιερά Μονή Παρακλήτου Αττικής,
2009.