«Πιστεύω»… Ας
σταματήσουμε στην εισαγωγική αυτή λέξη του Πιστεύω, γιατί φωτίζει ολόκληρο το
Σύμβολο της Πίστεως αποκαλύπτοντας πόσο αυτό είναι άκρως πνευματικό και
μοναδικό. Μολονότι η λέξη φαίνεται οικεία και κατανοητή χρειάζεται να σκεφτούμε
πάνω σ’ αυτήν, να την ανακαλύψουμε και συνεχώς να την ξαναανακαλύπτουμε
προσωπικά όλοι μας.
Τι εννοώ όταν
λέω τη λέξη «πιστεύω»; Μου φαίνεται πως και απλά να θέτεις αυτό το ερώτημα
είναι αρκετό για να αντιληφθείς, πρώτα απ’ όλα, πόσο βαθιά διαφέρει αυτή η λέξη
απ’ όλες τις άλλες προσωπικές καταθέσεις και πόσο βαθιά εκφράζει το περιεχόμενο
του εσώτερου «εγώ» μας.
Όταν λέω
«νομίζω», τότε οι άλλοι και εγώ γνωρίζουμε τι αυτό σημαίνει: την κατεύθυνση της
συνειδήσεώς μου προς αυτό ή εκείνο το αντικείμενο. Λέγοντας «νομίζω πως ο Θεός
υπάρχει» σημαίνει πως εκφράζω ένα συγκεκριμένο συμπέρασμα που βασίζεται στη μια
ή στην άλλη ομάδα συλλογισμών. Λέγοντας «γνωρίζω, είμαι πεπεισμένος,
αντιλαμβάνομαι» σημαίνει πως παραμένω μέσα στα όρια εκείνων των πλήρως
ευεξήγητων και λογικών καταστάσεων της συνειδήσεώς μου όπου τίποτε δεν αποτελεί
αίνιγμα. Η λέξη «πιστεύω» δεν ταιριάζει σε καμιά απ’ αυτές τις καταστάσεις του
νοός, γιατί η «πίστη» δεν είναι αναγκαία. Για παράδειγμα, είναι απλά ανόητο να
πω «πιστεύω πως βρέχει», αφού η βροχή είναι ένα αντικειμενικό γεγονός.
Είναι σαφές,
συνεπώς, πως η φράση «πιστεύω» μπορεί να ισχύσει μόνο για εκείνα τα πράγματα
-εντός μου ή έξω από εμένα- τα οποία είναι ασαφή. Ή, για να το θέσω κάπως
διαφορετικά, εφαρμόζεται μονάχα σε εκείνο που μήτε οι αισθήσεις, μήτε η νόηση,
μήτε τα γεγονότα μπορούν να το καταστήσουν σαφές.
Επιπροσθέτως,
και εδώ προσεγγίζουμε το σημαντικότερο, η λέξη «πιστεύω» από την ίδια τη φύση
της ανταποκρίνεται σε κάτι, έστω και μόνο εντός μου, που είναι πραγματικό και
γεμάτο από εσωτερική δύναμη, αφού το ίδιο δεν χρειάζεται κάποια εξωτερική
βοήθεια. Λέω «πιστεύω» μόνο όταν αναφέρομαι σε κάτι που δεν μπορώ να δω με τα
μάτια μου, ούτε να ακούσω με τα αυτιά μου, ούτε και να αγγίξω με τα χέρια μου,
όταν το «δύο συν δύο κάνει τέσσερα» είναι εντελώς άσχετο με αυτό μου το βίωμα.
Πιστεύω σ’ αυτό και μέσω αυτής της πίστης το γνωρίζω.
«Θεόν ουδείς εώρακε πώποτε…» (Ιωάν. 1:18).
Για τους πιστούς, η πίστη δεν ομοιάζει με τίποτε άλλο, αφού η ουσία της μέλλει
να κατευθύνεται προς κάτι το οποίο είναι αδύνατον να το γνωρίσω και να το
εξηγήσω «απλά». Με αυτή την έννοια, η πίστη μπορεί να ονομασθεί και
θαύμα και μυστήριο. Ο ίδιος ο πιστός πρώτα έχει την εμπειρία της πίστεως ως
θαύματος. Πού, στ’ αλήθεια, βρίσκεται η πηγή της μέσα στην ψυχή; Ποιος τόπος
μέσα στη συνείδηση είναι η πηγή αυτής της αναμφισβήτητης παρουσίας, αυτής της
δυναμικής συναντήσεως με ένα πνεύμα αγάπης που περιβάλλει τα πάντα, που
ταυτόχρονα είναι και χαρούμενο και φοβερό; Είναι σαν να μην είμαι εγώ, αλλά
κάποια δύναμη μέσα μου που λέει «πιστεύω», σε απάντηση ακριβώς αυτής
της συναντήσεως. Δεν μπορώ να το εξηγήσω με λόγια, αφού τα λόγια αφορούν συχνά
αυτό που είναι γήινο, αφορούν τα γεγονότα, αφορούν εκείνα που μπορούμε να τα
δούμε και να τα αγγίξουμε. Η εμπειρία της πίστεως είναι σαφέστατα μια άνωθεν
εμπειρία· συνεπώς πώς δύναται να εκφρασθεί, πώς μπορεί να μεταδοθεί; Είναι
σα να μην έχω φτάσει σε κάποιο συγκεκριμένο τόπο, αλλά κάποιος να έχει έρθει
σε μένα και να έχει αγγίξει την καρδιά μου: «Ιδού έστηκα επί την θύρα,
και κρούω» (Αποκάλ. 3:20). Είναι, ακριβώς αυτή η κρούση που η ψυχή έχει
αισθανθεί και που αγάλλεται και την αναγνωρίζει.
Θαύμα και
συνεπώς μυστήριο. Η πίστη είναι το άγγιγμα του μυστηρίου, είναι η αντίληψη μιας
άλλης διάστασης για απολύτως όλα όσα βρίσκονται στον κόσμο. Με την πίστη το
μυστηριώδες νόημα της ζωής φανερώνεται. Κάτω από την απλή, την ευεξήγητη, τη
μονοδιάστατη επιφάνεια των πραγμάτων αρχίζει να αστραποβολά το αυθεντικό
τους περιεχόμενο. Η ίδια η φύση αρχίζει να μιλά και να μαρτυρεί για εκείνο που
την υπερβαίνει, που βρίσκεται εντός της, αλλά και χώρια απ’ αυτήν. Για να
μιλήσω με τους απλούστερους δυνατούς όρους: η πίστη βλέπει, γνωρίζει,
αισθάνεται… την παρουσία του Θεού στον κόσμο. Πίστη, κατά την
έκφραση του Αποστόλου Παύλου, είναι «πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων» (Εβρ. 11:1). Στ’ αλήθεια, για τον πιστό τα
πάντα στη ζωή και η ίδια η ζωή αρχίζουν να κατανοούνται ως αποκάλυψη. «Οι ουρανοί διηγούνται δόξα Θεού, ποίησιν δε χειρών αυτού αναγγέλλει το στερέωμα» (Ψαλμ. 18:1). Αυτό δεν είναι ποίηση,
είναι η φωνή και η μαρτυρία της πίστεως.
Θαύμα,
μυστήριο, γνώση, χαρά, αγάπη: όλα αυτά απηχούνται στη λέξη «πιστεύω» η οποία
είναι ταυτόχρονα και μια επιβεβαίωση και μια απάντηση. Είναι η απάντηση σε
Εκείνον που πρώτος με αγάπησε, είναι η επιβεβαίωση της αποδοχής εκ μέρους
μου αυτής της αγάπης και της πραγματικότητας αυτής της δυναμικής συναντήσεως
«Πιστεύω!» – αυτό και όλα τα άλλα που ακολουθούν στο Σύμβολο της Πίστεως είναι
η εξιστόρηση και η μαρτυρία εκείνου, που η ψυχή έμαθε σ’ αυτή τη συνάντηση.
π. Αλέξανδρος
Σμέμαν, Πιστεύω, Ακρίτας, Αθήνα 2003