Κυριακή 26 Μαΐου 2024

Άγιος Ιωάννης ο Ρώσος.

 

Ένας από τους νέους λαοφιλείς αγίους της Εκκλησίας μας είναι και ο άγιος Ιωάννης ο Ρώσος

Ήταν Ρώσσος στην καταγωγή και είχε γεννηθεί στη Ν. Ρωσία, τη σημερινή Ουκρανία, στα 1690 από ευσεβή οικογένεια. Κατατάχτηκε στον ρωσικό στρατό να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία, όταν η πατρίδα του βρισκόταν σε πόλεμο με την Τουρκία (1711-1718). Ο νεαρός Ιωάννης πολεμούσε με ηρωισμό στον αυτοκρατορικό στρατό, ο οποίος είχε υποστεί ταπεινωτικές ήττες από τα ακατάβλητα τουρκικά στρατεύματα. Στη μάχη ανακατάληψης του Αζώφ πιάστηκε αιχμάλωτος, μαζί με χιλιάδες άλλους συμμαχητές του και οδηγήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, εν μέσω εξευτελισμών. Από εκεί προωθήθηκε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, στο χωριό Προκόπιο, όπου δόθηκε στην κατοχή ενός  Αγά, ο οποίος ηγείτο στρατοπέδου Γενιτσάρων. Εν μέσω πρωτοφανών εξευτελισμών και σκληρών βασανιστηρίων του ανατέθηκε να περιποιείται τα ζώα και να μένει μαζί τους στους βρώμικους από τις κοπριές στάβλους.

Ο ίδιος, έχοντας ακράδαντη πίστη στο Χριστό, θεωρούσε την παραμονή του στο στάβλο ως ευλογία, θυμίζοντάς του ότι και ο Λυτρωτής μας γεννήθηκε σε στάβλο. Επίσης δεχόταν με πλήρη ανεξικακία τις ταπεινώσεις και τα βασανιστήρια των βαρβάρων αλλοθρήσκων. Πρότυπό του ο Χριστός, ο οποίος συγχώρησε τους σταυρωτές Του! Όταν τον ξυλοκοπούσαν, τον άφηναν νηστικό για μέρες και τον ταπείνωναν, ψιθύριζε τον λόγο του αποστόλου Παύλου: «ποιος μπορεί να με χωρίσει από την αγάπη του Χριστού μου; Θλίψις ή στενο­χώρια ή διωγμός ή γυμνότης ή αιχμαλωσία;» (Ρωμ.8,35). Εκτελούσε με πρωτοφανή προθυμία τις αγγαρείες που τον υπέβαλλαν οι απάνθρωποι άνθρωποι του Αγά. Απορούσαν με την υπομονή, την καλοσύνη και την ανεξικακία του και γι’ αυτό άρχισαν να μαλακώνουν την θηριωδία τους, να του δείχνουν μια κάποια συμπάθεια και να τον αποκαλούν «βελή», δηλαδή άγιο!

Με τον καιρό ο αγάς τον αγάπησε, καθώς και η σύζυγός του, και του έδωσαν για κατοικία ένα μικρό κελί κοντά στον αχυρώνα. Όμως ο Ιωάννης δεν δέχθηκε και εξακολούθησε να κοιμάται στον στάβλο, για να καταπονεί το σώμα του με την κακοπέραση και με την άσκηση, μέσα στη δυσοσμία των ζώων και στα ποδοβολητά τους. Κάθε νύχτα ο στάβλος γέμιζε από τις προσευχές του Αγίου και η κακοσμία γινόταν οσμή ευωδίας πνευματικής. Ο μακάριος Ιωάννης είχε εκείνο τον στάβλο ως ασκητήριο, και εκεί πορευόταν κατά τους κανόνες των Πατέρων, επί ώρες γονυπετής και προσευχόμενος, κοιμώμενος για λίγο επάνω στα άχυρα, χωρίς άλλο σκέπασμα παρά μία παλαιά κάπα, γευόμενος με διάκριση, πολλές φορές μόνο λίγο ψωμί και νερό, και νηστεύοντας τις περισσότερες ημέρες.
Ο Άγιος Ιωάννης, εκτός της προσευχής και της νηστείας, που έκανε ως άλλος Ιώβ, πήγαινε τη νύχτα και έκανε όρθιος αγρυπνίες στο νάρθηκα της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου, η οποία ήταν κτισμένη μέσα σε ένα βράχο και βρισκόταν κοντά στον οίκο του Τούρκου κυρίου του. Εκεί πήγαινε κρυφά τη νύχτα, κοινωνούσε δε κάθε Σάββατο τα Άχραντα Μυστήρια.

Μάλιστα επέτρεψε ο Θεός να δείξει την εύνοιά Του προς τον ευσεβή Ιωάννη με ένα ασυνήθιστο θαύμα

Κάποια περίοδο πού ο αγάς – σαν ευσεβής Μουσουλμάνος – είχε φύγει σε ιερή αποδημία – προσκύνημα στη Μέκκα, ή γυναίκα του θέλησε να καλέ­σει σε φαγητό φίλους και γνωστούς για να ευχηθούν για τον ασφαλή γυρισμό και την καλή υγεία του αγά της. Καθώς έφερνε ή κυρία στους συνδαιτυμόνες το γνωστό φαγητό τής Ανατολής, το πιλάφι, στράφηκε προς τον Ιωάννη και του είπε: «Πόση χαρά θα ένιωθε, Γιοβάν, σήμερα ο αφέντης σου, αν γευό­ταν από αυτό το αγαπημένο του φα­γητό». Ό Ιωάννης με απλότητα ζήτησε ένα πιάτο με πιλάφι. Και με τη δύνα­μη τής αδιάκριτου πίστεως και θερμής προσευχής του το πιάτο θαυματουρ­γικά απεστάλη στο αφεντικό του! Οι παριστάμενοι δεν πίστεψαν. Γέλασαν… Όταν όμως μετά από καιρό επέστρε­ψε ο αγάς και έφερε πίσω το πιάτο ά­δειο με το οικόσημο τής μωαμεθανικής του οικογενείας, τότε πείστηκαν όλοι για τη δύναμη τής πίστεως του άκα­κου και φιλάγαθου και φιλάνθρωπου αυτού δούλου.

Ύστερα και από το γεγονός αυτό, το ζεύγος των κυρίων πίεζε περισσότερο τον Ιωάννη να μην κατοικεί πια στον ανθυγιεινό στάβλο και του παραχώρη­σαν δωμάτιο για να ζει με αξιοπρέπεια. Αυτός όμως και πάλι – όπως και την πρώτη φορά – ευγενικά και σταθερά αρνήθηκε. Προτίμησε να ζει ως ταπει­νός δούλος Ιησού Χριστού στο «ησυ­χαστήριο» πού τόσα χρόνια είχε αγα­πήσει μένοντας πιστός στα θελήματα του αγά του και στη διακονία και τις περιποιήσεις των άκακων και άλογων ζώων.

Έφθασε κάποτε και ή ώρα πού ο άγιος Ιωάννης ο Ρώσος επρό­κειτο να εγκαταλείψει τα εγκόσμια και να αναχωρήσει για τον ουρανό. Ό Όσιος μας αρρώστησε. Παρέμενε ξα­πλωμένος με υπομονή στον ταπεινό αχυρώνα του στάβλου ευγνωμονώντας τον Θεό για όλα τα δώρα πού του είχε χαρίσει. Κάποια στιγμή αισθάνθηκε ότι πλησιάζει το τέλος του και ζήτησε με ισχυρό πόθο να κοινωνήσει τα Άχραντα Μυστήρια. Και επειδή υπήρχε την περί­οδο εκείνη ατμόσφαιρα μίσους από φα­νατισμένους Τούρκους ο διακριτικός και ευλαβής ιερέας π. Θεόδωρος Παπαδό­πουλος έφερε τη θεία Κοινωνία με άκρα ευλάβεια μυστικά μέσα σε ένα μήλο. Με ιερή συγκίνηση ο όσιος και ομολογητής του Χριστού Ιωάννης κοινώνησε για τελευταία φορά. Και ειρηνικά παρέδω­σε την αγνισμένη και φωτισμένη ψυχή του στον αγαπημένο του Κύριο Ιησού Χριστό.

Ήταν 27 Μαΐου του έτους 1730. Η είδηση διαδόθηκε αστραπιαία σε ό­λο το Προκόπιο. Μεγάλο πένθος απλώ­θηκε σε όλη την περιοχή τής Καππα­δοκίας. Ο Ομέρ αγάς τον τίμησε και τον έκλαψε.

Στη συνείδηση όλων, Χριστιανών και Οθωμανών, ο δούλος του Θεού Ιωάννης ήταν ένας άγιος.

Οι Χριστιανοί του Προκοπίου ζήτησαν το σώμα του αγίου και το έθαψαν με μεγάλες τιμές. Στην κηδεία του έλαβαν μέρος και πολλοί Αρμένιοι και Τούρκοι, οι οποίοι είχαν μάθει για την αγία ζωή του.

Το 1733 ο ευλαβής ιερέας που κοινωνούσε τον άγιο Ιωάννη και ήξερε για τα μαρτύριά του, τον είδε στον ύπνο του, ο οποίος του αποκάλυψε πως το σώμα του δεν υπέστη φθορά και του ζήτησε να κάνουν εκταφή και να το έχουν μαζί τους στους

αιώνες για ευλογία και προστασία. Ο ιερέας δίστασε και τότε ένα ουράνιο φως είχε καλύψει τον τάφο και μια πύρινη στήλη ανέβαινε στον ουρανό. Οι πιστοί άνοιξαν τον τάφο και βρήκαν όντως απόλυτα άφθορο το σώμα του Ιωάννη, αν και είχαν περάσει τριάμισι χρόνια από την ταφή του, να ευωδιάζει! Το μετέφεραν με ευλάβεια και τιμές στο ναό τους χωριού, όπου άρχισαν να επιτελούνται θαύματα σε Χριστιανούς και αλλοθρήσκους.

Λίγο αργότερα σε σύρραξη του σουλτάνου με τον πασά της Αιγύπτου Ιμπραήμ, ο απεσταλμένος του σουλτάνου πασάς Οσμάν έδωσε διαταγή να καεί το ιερό λείψανο. Οι πιστοί με δάκρυα στα μάτια έβλεπαν να κατατρώνε οι φλόγες το θεοφόρο σώμα. Αλλά την άλλη μέρα, και ενώ είχε «χωνέψει» η φωτιά, βρήκαν το τίμιο λείψανο και πάλι άφθορο, απλά μαυρισμένο! Οι φλόγες το σεβάστηκαν! Το τοποθέτησαν σε αργυρή λάρνακα και εκείνο άρχισε και πάλι να κάνει θαύματα σε χριστιανούς και μουσουλμάνους!

Οι Τούρκοι τον α­ποκαλούν «κουλέ Γιουβάν», αιχμάλωτο Ιωάννη. Με πίστη και αυτοί λαμβάνουν «το σιφά σουγιού», το νερό του αγιάσματος του. Με αυτό θεραπεύονται, ραντίζουν τα χωράφια, σταματούν οι επιδημίες. Μία δοξολογία εξέρχεται από τα χείλη όλων. Ή λάρνα­κα του Οσίου «ιατρείο δέδεικται πάσης ασθενείας». Έκθαμβος ο υμνογράφος τής Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας α­είμνηστος π. Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης θα γράψει: «Ιδόντες σου την βιοτήν και την πτωχείαν την πολλή οι Αγαρηνοί, Ιωάννη, σφόδρα ηύλαβήθησαν η­θών σου την σεμνότητα». Και σε δόξα­σαν. Και με μεγάλη φωνή διέδιδαν ότι είσαι φίλος και οικείος του Θεού!

Κατά τη μικρασιατική καταστροφή του 1922 οι ευσεβείς κάτοικοι του Προκοπίου πήραν μαζί τους το ιερό λείψανο και το μετέφεραν με μύριους κινδύνους και περιπέτειες στην Ελλάδα. Από το λιμάνι της Μερσίνας μεταφέρθηκε στη Χαλκίδα, με έξοδα της ευσεβούς οικογένειας Παπαδόπουλου. Έμεινε εκεί ως το 1925, οπότε μεταφέρθηκε οριστικά στο Νέο Προκόπιο της Εύβοιας. Το 1930 θεμελιώθηκε περικαλλής ναός προς τιμή του. Εκεί παραμένει το τίμιο σκήνωμά του μέχρι σήμερα, σε βαρύτιμη λάρνακα και μαρμάρινη περίτεχνη θολωτή βάση.

Το Νέο Προκόπιο Ευβοίας είναι ένα από τους πλέον δημοφιλείς προορισμούς χιλιάδων πιστών από όλη την Ελλάδα και το εξωτερικό, κι αυτό διότι μαρτυρούνται άπειρα θαύματα από τον άγιο Ιωάννη. Καραβάνια προσκυνητών καταφθάνουν καθημερινά, να περάσουν μπροστά από τη λάρνακα του αγίου. Να τον προσκυνήσουν. Να τον παρακαλέσουν για τα προβλήματά τους ή να τον ευχαριστήσουν για τα επιτελούμενα θαύματά του!

 

 

 

 

Σάββατο 25 Μαΐου 2024

Κυριακή του Παραλύτου.

 

«Τούτον ιδών ο Ιησούς κατακείμενον και γνούς ότι πολύν ήδη χρόνο έχει, λέγει αυτώ’

θέλεις υγιής γενέσθε;»

Σ αυτήν την ερώτηση καλείτε ο Παραλυτικός της σημερινής διήγησης να απαντήσει.

Μια ερώτηση απλή, που αναζητά μιαν απλή απάντηση. Σε κάτι που ο άνθρωπος αυτός περίμενε 38 έτη. Σε κάτι που θα είχε σκεφθεί άπειρες φορές. Που θα επιθυμούσε, που θα ονειρευότανε.

Κι όμως είναι εκπληκτική η απάντηση που ακολουθεί. Στο «θέλεις υγιής γενέσθε», εκείνος απαντά:

«άνθρωπο ουκ έχω».

Δεν δίνει την απάντηση που είχε προετοιμάσει ο Χριστός. Δεν ζητά την υγεία του που τόσο επιθυμούσε, αλλά άμεσα, ζητά αυτό που εκείνου πραγματικά του έλειπε. Αυτό που κατά την δική του αντίληψη, τον άφηνε ασθενή.

Η απουσία ανθρώπου.

Δικού του ανθρώπου.

Και αυτό εκφράζει τελικά σαν αίτημα.

«Άλλος προ εμού κατεβαίνει».

Ο Παραλυτικός της σημερινής μας διήγησης είναι ένας θρησκευόμενος άνθρωπος. Για αυτό αποζητά την σωτηρία του κατακείμενος δίπλα στην προβατική κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Περιμένει καθηλωμένος πάνω σ ένα κρεβάτι αυτήν την ελάχιστη ελεημοσύνη του Θεού . Την κάθοδο αγγέλου που όταν ετάρασσε το ύδωρ, ο πρώτος εμβάς, υγιής εγένετο.

Προσέξατε αδελφοί μου αυτές τις εικόνες.

Έχουμε «πλήθος ανθρώπων, χωλών, ξηρών, τυφλών, εκδεχομένων την του ύδατος κίνησιν».

Όλοι αυτοί κατέκειντο παρά την κολυμβήθρα του Σιλωάμ, με τις πέντε στοές.

Κατέκειντο καθηλωμένοι στην αναπηρία των πέντε αισθήσεων, τυφλοί και χωλοί, με την εγωιστική και εγωκεντρική αναμονή της άνωθεν λυτρώσεως, παραγκωνίζοντας και παραγκωνιζόμενοι.

Χωλοί και τυφλοί.

Εμείς όλοι.

Μέσα σ αυτό το ασφυκτικό σκηνικό,

«ανέβη ο Ιησούς»,

για να συναντηθεί με έναν από όλους μας, εκείνον ο οποίος ήδη πολύν χρόνο έχει παράλυτος.

Μοιάζει πως όλη κι όλη η εμπειρία του ανθρώπου αυτού είναι αυτός ο πολύς χρόνος, η μακρόχρονη παράλυση του.

Η μακρόχρονη καθήλωση του.

Ο περιορισμός της ζωής του. Πάνω σ ένα κρεβάτι. Πάνω σ ένα παράπονο. «Άνθρωπον ουκ έχω».

Για αυτό αρνείται την προσωπική ευθύνη.

Αυτό προσπάθησε σ αυτό το σημείο ο Κύριος.

Να του δώσει την ευκαιρία της ευθύνης.

Να τον βοηθήσει να συμμετάσχει στην σωτηρία του.

Να τον απελευθερώσει από την τριακονταοκταετή του παραλυσία, από την ψυχική και σωματική του καθήλωση δίπλα στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ.

Να περιμένει το θαύμα από τον άγγελο. Κι όταν ο Χριστός τα ανατρέπει όλα, ανατρέπει και την μοναξιά του με την δική Του προσωπική παρουσία, και τον ερωτά. «θέλεις υγιής γενέσθε;»

Τον στρέφει με την ζωοποιό του δύναμη από την εξωστρέφεια προς την εσωστρέφεια. Από την εγωκεντρική καθήλωση και την παραλυσία στην Αναστάσιμη ανάληψη της ευθύνης.

Στην εντός του Βασιλεία των Ουρανών.

Ο Παραλυτικός αποτυγχάνει.

Κι όμως, λαμβάνει την ίαση. Αλλά, με έναν όρο έναν πρώτο όρο. Μία δεύτερη ευκαιρία. Ποια είναι αυτή;

«άρον τον Κράβατον σου και περιπάτει».

Ο Κύριος του χαρίζει την ελευθερία αλλά, να πάρει μαζί του και το κρεβάτι.

Να πάρει μαζί του την μνήμη από την προηγούμενη του κατάσταση. Και αυτό είναι το μόνο που προσέχουν και οι άλλοι ανάπηροι της σημερινής διηγήσεως.

Οι Ιουδαίοι.

Τον γνωρίζουν φυσικά. Και τον αναγνωρίζουν.

Τον έβλεπαν για 38 ολόκληρα χρόνια κατακείμενο.

Κι όμως, τυφλοί κι αυτοί δεν ερωτούν τίποτα για την υγείαν του. Αλλά, θορυβούνται από την καταστρατήγηση του Σαββάτου. Και για δεύτερη φορά καλείτε ο άνθρωπος αυτός να απαντήσει. Και για δεύτερη φορά μεταφέρει αλλού την ευθύνη.

«Αυτός που με έκανε υγιή, αυτός μου είπε να κουβαλώ το κρεβάτι μου».

Μα δεν γνώριζε ούτε το όνομά του. Εκείνος που «δεν είχε άνθρωπο», εκείνος δεν ρώτησε ούτε καν το όνομα στον Άνθρωπο που του χάρισε την υγεία του.

Και συναντήθηκαν πάλιν.

Γιατί η θρησκευτική πίστη του, έφερε τον πρώην παράλυτο στο Ιερό. Κι εκεί τον περίμενε η δεύτερη συνάντηση με τον Ιησού. Που τώρα θα του πει:

«  ίδε, υγιής γέγονας μηκέτι αμάρτανε, ίνα μη χείρον τι σοι γένοιτε». 

Τότε ο άνθρωπος έφυγε και ανάγγειλε στους Ιουδαίους ότι ο Ιησούς είναι αυτός που τον έκανε υγιή.

Χρειάστηκε αυτή η «απειλή» για να καταλάβει. Η απειλή του να γίνει χειρότερα.

Εάν συνεχίσει να αμαρτάνει.

Αναστάσιμα, αδελφοί μου είναι όλα τα Ευαγγέλια που οι Πατέρες επέλεξαν να διαβάζουμε σ αυτές τις Κυριακές.

Έχουν δηλαδή μέσα τους το μεγάλο και σπουδαίο νόημα της Ανάστασης του Θεανθρώπου και της ανακαίνισης του Ανθρώπου. Μέσα από τον προσωπικό δρόμο του καθενός.

Είδαμε την πρώτη Κυριακή τις Μυροφόρες.

σήμερα τον Παραλυτικό και την ερχόμενη Κυριακή, εκείνη η τόσο σπουδαία συνάντηση της Σαμαρείτισσας.

Πάλιν δίπλα σε νερό.

Πάλιν δίπλα σε ένα θρησκευτικό τόπο.

Της Παλιάς Διαθήκης.

Η κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Το Φρέαρ του Ιακώβ.

Και ο Χριστός.

Που ρωτά Πρόσωπο προς Πρόσωπο.

Που αποκαλύπτει την ως τώρα καθηλωμένη ζωή μας. Που αποκυλά τον λίθο του μνήματος, που χαρίζει υγεία στον Παράλυτο, ή προσφέρει το νερό που αν πιεις δεν θα διψάσεις εις τον αιώνα.

Αμήν.

Τρίτη 21 Μαΐου 2024

Όσιος Ευμένιος ο Σαριδάκης.

 

Όσιος Ευμένιος ο Σαριδάκης, ο άγιος φίλος των λεπρών.

Ο Γέροντας Ευμένιος Σαριδάκης, γόνος φτωχής και πολυμελούς οικογένειας, γεννήθηκε στο ορεινό χωριό στα νότια του νομού Ηρακλείου Κρήτης, στην Εθιά, την Πρωτοχρονιά του 1931.

Οι γονείς του, άνθρωποι απλοί και πιστοί, Γεώργιος και Σοφία Σαριδάκη, είχαν οκτώ παιδιά και ο μικρότερος ήταν ο Ευμένιος, του οποίου το βαπτιστικό όνομα ήταν Κωνσταντίνος.

 Τα παιδικά του χρόνια ήταν πολύ δύσκολα. Σε ηλικία δύο ετών μόλις, ο Κωνσταντίνος μένει ορφανός, καθώς κοιμήθηκε αιφνίδια ο πατέρας του. Οι στερήσεις, οι κακουχίες είναι πολλές, δυσβάσταχτες. Όμως, η οικογένειά του αντιστέκεται, παλεύει, αγωνίζεται καθημερινά για ένα καλύτερο αύριο.

Κάποια φορά, όταν ο Παππούλης ήταν μικρό παιδί ακόμη, πέθανε στο χωριό τους ένα κοριτσάκι οκτώ-εννέα ετών. Οι γονείς και οι συγγενείς του κοριτσιού έκλαιγαν απαρηγόρητοι για τον χαμό του παιδιού τους. Ο Παππούλης μας έλεγε σχετικά:

«Κάποτε, είχε πεθάνει ένα κοριτσάκι και περνούσε από μπροστά μας η νεκρώσιμη πομπή. Πέρασαν μπροστά κι από την δική μας αυλή. Έτσι έκαναν τότε. Έκαναν την βόλτα, για να γίνει πιο επίσημη η κηδεία. Έκλαιγαν όλοι κι εγώ έβλεπα τα στολίδια, πολλά στολίδια, που είχε το φέρετρο. Κι αυτοί έκλαιγαν. Κι εγώ έτρεχα κι έβλεπα τα στολίδια, που είχε το φέρετρο. Ήμουν έξι-επτά χρόνων τότε. Δεν είχα δει καλύτερα και ωραιότερα στολίδια. Οι άλλοι έκλαιγαν κι εγώ χαιρόμουν, που έβλεπα τα στολίδια. Έβλεπα τα στολίδια και χαιρόμουν. Μου άρεσαν. Δεν ήταν στολισμένα από τους ανθρώπους, όμως εγώ τα έβλεπα έτσι. Στολίδια… στολίδια… όχι ότι τα έβαλαν οι άνθρωποι. Κι αυτοί έκλαιγαν, που έχασαν το παιδί, κι εγώ έβλεπα τα στολίδια, που είχε πάνω του, τα στολίδια του Θεού, και χαιρόμουν».

Σε ηλικία μόλις 17 ετών, ο έφηβος πλέον Κωνσταντίνος καταφεύγει στη Μονή του Αγίου Νικήτα, ένα μοναστήρι στα νότια της Κρήτης, όπου και εκάρη μοναχός, γύρω στα είκοσί του χρόνια, λαμβάνοντας τ᾿ όνομα Σωφρόνιος.

Υπηρέτησε στο στρατό (παρουσιάσθηκε στο Μεγάλο Πεύκο, 24 Ιανουαρίου 1954), όπου και διαγνώσθηκε με την ασθένεια της λέπρας.

Όταν έμαθε ότι έπασχε από λέπρα, έλεγε: «Χάρηκα πάρα πολύ». «Ναι, με γέμισε απέραντη χαρά. Όσο πιο μεγάλη ασθένεια, τόσο πιο μεγάλος σταυρός, τόσο πιο μεγάλη Ανάσταση. Και είπα: Πω, πω, πω, μεγάλο δώρο μου έδωσες, Θεέ μου. Σ’ ευχαριστώ, Χριστέ μου, που μου έδωσες μεγάλο σταυρό. Θα έχω μαζί Σου μεγαλύτερη συμμετοχή στα Πάθη Σου, αλλά και μεγαλύτερη συμμετοχή στην Ανάστασή Σου».

Το αποτέλεσμα ήταν να νοσηλευτεί στον Αντιλεπρικό Σταθμό Αθηνών, όπου αν και θεραπεύτηκε παντελώς, παρέμεινε από πνευματικό φιλότιμο, διακονώντας τους λεπρούς ασθενείς, τους «δικούς του ανθρώπους και φίλους», ως συνήθιζε να υποστηρίζει.

Εκεί, σε ένα μικρό κελλάκι, δίπλα στο εκκλησάκι των Αγίων Αναργύρων όπου έψελνε, ο μοναχός Σωφρόνιος εγκαταβίωνε οσιακά, μοναχικά, απέριττα, υπηρετώντας και περιποιούμενος τις πληγές και τις, εκ των πραγμάτων, πολλές και «δύσκολες» ανάγκες των άλλων λεπρών ασθενών.

Όταν έκλεισε το Λεπροκομείο της Χίου, τού έστειλε ο Άγιος Άνθιμος τον Οσιώτατο μοναχό Νικηφόρο, τυφλό και παράλυτο. Ο πατήρ Σωφρόνιος τον υπηρέτησε με όλη του την ψυχή και καρδιά και τον είχε πνευματικό πατέρα και οδηγό. Το 1975, σε ηλικία 44 ετών, ο μοναχός Σωφρόνιος χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και πήρε το όνομα Ευμένιος.

Από τότε, ως ιερέας πλέον και έως το 1999, ο π. Ευμένιος, στο Νοσοκομείο Λοιμωδών, διακρίθηκε ως πνευματικός, εξομολογώντας χιλιάδες πνευματικά του παιδιά που, όχι τόσο στην αρχή, αλλά όσο περνούσε ο καιρός και ο Γέροντας γινόταν γνωστός, προσέτρεχαν δίπλα του, κάτι να ωφεληθούν, κάτι να γευθούν από το οσιακό και γεμάτο θυσιαστική αυταπάρνηση παράδειγμα του βίου του.

Από της θέσεως αυτής, του πνευματικού, σύμφωνα με μαρτυρίες της εποχής, ο Γέροντας Ευμένιος διετέλεσε ένα τεράστιο ποιμαντικό, κατηχητικό, φωτιστικό, εξομολογητικό και ιεραποστολικό έργο.

Νέοι άνθρωποι αλλά και μεγαλύτεροι, ασθενείς και λεπροί, κληρικοί και λαϊκοί επισκέπτονταν καθημερινά τον «ασκητή» ιερομόναχο του Νοσοκομείου Λοιμωδών. Και πόσους δεν στήριξε, πόσους δεν συνέτρεξε, για πόσους δεν ξενύχτησε προσευχόμενος και παρακαλώντας τον Θεό να οικονομήσει προς το ψυχικό συμφέρον τους! Όλοι κάτι να πάρουν, κάτι ν᾿ ακούσουν, κάτι να διδαχθούν από τον ταπεινό και χαρισματικό π. Ευμένιο.

Ο Γέροντας αγαπούσε όλο τον κόσμο, κάθε άνθρωπο προσωπικά, και ήταν ένας ιδιαίτερα γελαστός άγιος – το τρανταχτό γέλιο του ήταν ένα από τα χαρακτηριστικά του – όπως και πολλές φορές έβγαινε από το Ιερό, κατά τη λειτουργία, με τα γένια του βρεγμένα από δάκρυα, αφού προσευχόταν για όλους τους πονεμένους και δυστυχισμένους συνανθρώπους μας και είχε προφανώς και το χάρισμα των δακρύων.

Τα δύο τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε στο Νοσοκομείο «Ευαγγελισμός» και την 23η Μαίου 1999 παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο.

Η εξόδιος Ακολουθία εψάλη εις τον Ιερό Ναό των Αγίων Αναργύρων, τον οποίο διεκόνησε η αγιότητά του με περίσσια αυταπάρνηση.

Τάφηκε, την επόμενη μέρα, σύμφωνα με την επιθυμία του, στον τόπο που γεννήθηκε (στην Εθιά).

Ο Γέροντας Ευμένιος, άφησε πίσω του μια πλούσια πνευματική παρακαταθήκη. Μια παρακαταθήκη που είχε κεντρική αναφορά την έννοια του προσώπου, του ανθρωπίνου προσώπου, του κάθε προσώπου. Μια παρακαταθήκη που μετουσίωνε το ευαγγελικό μήνυμα σε ορθοπραξία, σε μια αδιάλειπτη και απροϋπόθετη διακονία του άλλου!

Ο άγιος Πορφύριος έλεγε για τον Γέροντα Ευμένιο: «Να πηγαίνετε να παίρνετε την ευχή του Γέροντα Ευμένιου, γιατί είναι ο κρυμμένος Άγιος των ημερών μας. Σαν τον Γέροντα Ευμένιο βρίσκει κανείς κάθε διακόσια χρόνια».

 Την Πέμπτη, 14 Απριλίου 2022, η Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, κατά την τακτική συνεδρία της, προχώρησε στην Αγιοκατάταξη του Γέροντα Ευμενίου Σαριδάκη.

 

Σάββατο 18 Μαΐου 2024

Κυριακή των Μυροφόρων.

 

«Τις αποκυλίσει ημίν τον λίθον;»

Αυτό διερωτώνται οι τρεις γυναίκες στο δρόμο προς το μνημείο. Είχαν ξεκινήσει λίαν πρωί, όπως λέγει το Ευαγγέλιο, «της μιας των Σαββάτων», είχαν αγοράσει αρώματα για να αλείψουνε το σώμα του Κυρίου με αυτά.

Και προχωρούσαν προς την τόσο σπουδαία συνάντηση, δίχως να δεσμευτούν από την λογική, δίχως ο φόβος να τις εμποδίσει.

Είδαμε την προηγούμενη Κυριακή τους Μαθητές «των Θυρών κεκλεισμένων» εφοβούντο, γαρ να περιμένουν.

Είδαμε και τον Θωμά που ζητά να βάλει το χέρι του «εις τον τύπον των ήλων», για να πιστέψει. Και σήμερα, στην Κυριακή των Μυροφόρων, αυτές οι γυναίκες έρχονται μόνες ,με τα αρώματα της Πίστης και της εμπιστοσύνης, ίνα αλείψωσιν Αυτόν.

Και η μόνη ερώτηση. «Τις αποκυλίσει ημίν τον λίθον;»

Δεν ήξεραν ακόμη ότι ο Θεός είχε μια για πάντα αποκυλίσει αυτόν τον λίθον ο οποίος «ήτο γαρ μέγας σφόδρα».

Μέγας σφόδρα είναι αδελφοί μου ο λίθος του θανάτου. Μέγας σφόδρα είναι αυτός ο λίθος που φράζει την ζωή όλων μας και όσον πορευόμαστε των θυρών κεκλεισμένων, ο φόβος θα μας κυριαρχεί. Μα όταν «ανατείλλαντος γαρ του ηλίου» θα αντιληφθούμε τον Ήλιο της Δικαιοσύνης, και στο όνομά Του θα φέρουμε αρώματα «ίνα αλείψομε Αυτόν», τότε μπορεί να αξιωθούμε της μεγάλης συνάντησης. Της κατά πρόσωπο συνάντησης με Εκείνον που έγινε όμοιος με μας «κατά πάντα».

Για αυτό στο σημερινό Ευαγγέλιο, ο νεανίσκος λέγει στις Μυροφόρες «Ιησούν ζητείται τον Ναζαρηνόν τον εσταυρωμένο». Πράγματι Ιησούν ζητάμε, τον Ναζαρηνόν και μάλιστα τον Εσταυρωμένο. Δεν ζητάμε τους άρχοντας αυτής της γης. Δεν ζητάμε τους δυνατούς και τους σπουδαίους. Ζητάμε Ιησούν τον Εσταυρωμένον. Αλλά,

«ηγέρθη, ουκ έστιν ώδε, ίδε ο τόπος όπου έθηκαν Αυτόν».

Οι Μυροφόρες γυναίκες εκείνο το πρωί, ευρήκαν τον λίθον αποκεκυλισμένον, και το μνημείο καινόν. Δεν είδαν τους ήλους ούτε τον τύπον των ήλων, αλλά είδαν τον τόπον όπου έθηκαν Αυτόν.

Το χαρμόσυνο μήνυμα της νίκης κατά του Θανάτου, της Ανάστασης, τις γέμισε φόβο και έκσταση. Τις ξεπέρασε, τις έκανε να μην πουν τίποτα σε κανέναν.

Εδώ ένα σπουδαίο μήνυμα. Ένα κήρυγμα κατά του φόβου. 

Του φόβου απέναντι στην πιθανότητα της Αθανασίας. Απέναντι στην δωρεά της Αθανασίας. Αυτός ο φόβος είναι το κράτος κάτω από το οποίο ζούμε αδελφοί.

Και ο Χριστός φωνάζει, «μην φοβείσθε, εγώ νενίκηκα τον θάνατο». Αλλά είναι δύσκολο. Δύσκολο για τον άνθρωπο. Οι Μυροφόρες γυναίκες ξεκίνησαν με όπλο την αγάπη τους και την πίστη τους για τον Κύριο. Επήγαν προς την συνάντηση. Έφεραν αρώματα, αλλά, ζητούσαν Ιησούν τον Ναζαρηνόν, τον εσταυρωμένον.

Και ο νεανίσκος τους λέγει ότι, αυτός που ζητείτε, «ουκ έστίν ώδε» αλλά, θα τον δείτε στην Γαλιλαία, εκεί αυτόν όψεσθε.

Μα και πάλιν ο φόβος.

Το ανθρώπινο.

Εκείνο που τόσο δύσκολα θα χωρέσει ο νους μας.

Την δωρεά της ελευθερίας.

Θα δούμε την ερχόμενη Κυριακή την Σαμαρείτιδα να αντιδρά με τον ίδιο τρόπο στο πνευματικό κάλεσμα. Στο νερό που, αν πιεις δεν θα διψάσεις ποτέ, που της λέγει ο Κύριος, εκείνη ψάχνει τον… κουβά «άντλημα ουκ έχεις», του απαντά.

Ο Θωμάς ζητά να βάλει το χέρι του πάνω στον τύπον των ήλων και σήμερα, οι γυναίκες αυτές «εξελ-θούσαι ταχύ, έφυγαν από του μνημείου».

Μακρύς ο δρόμος, αδελφοί μου για την Σωτηρία

Και τα Ευαγγέλια μας διδάσκουν , μας φωτίζουν , μας ευ-αγγελίζουν την κάθε ιστορική στιγμή που μας περιγράφουν για να μην χαθούμε σ αυτόν τον μακρύ δρόμο. Μας φέρνουν στο Παρών του καθενός μας την δυνατότητα να συναντηθούμε με τον Χριστό.

Σαν τον Θωμά

Σαν τις Μυροφόρες

Σαν τον Τυφλό, τυφλοί και εμείς να αναβλέψομε. Για να ιδούμε με τα μάτια τα υλικά «τον τόπον όπου έθηκαν αυτόν» τον τόπον όπου κι εμείς περνάμε την ζωή μας, αλλά που δεν θα μείνουμε για πάντα και εάν πορευτούμε προς την Γαλιλαία των Μαθητών, έτσι όπως προστάζει ο νεανίσκος, εκεί , αυτόν οψόμεθα.

Αυτόν θα ιδούμε.

Όπως μας υποσχέθηκε

Αμήν.

 

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ

«Και διαγενομένου του Σαββάτου….»

…και όταν πέρασε το Σάββατο…… 

Γιατί για όλα υπάρχει ο χρόνος τους….και ο χώρος τους. Για όλους μας και για τον καθένα από εμάς…..ξεχωριστά.

Μόνον ο Θεός δεν περιορίζεται στον χώρο και στον χρόνο. Δεν έχει την δική μας διαδρομή.

Εμείς έχουμε…. Εμείς χρειαζόμαστε το λίγο φως και την δύναμη που δίνει το πρωϊνό της μίας των Σαββάτων, δηλαδή της επομένης μέρας μετά το Σάββατο, ανατείλαντος του ηλίου, για να έχει η ψυχή συγκεντρώσει τα αρώματα της υπομονής, της αγάπης και της ελπίδας, προπάντων της….. μοναξιάς.

Να έχει βιώσει την Μεγάλη Παρασκευή, ψυχή μυροφόρος δίπλα σε επιτάφιο γεμάτο αρώματα, να έχει μετρήσει τον χρόνο του πένθους, του δικού της πένθους και λίαν πρωί, την μία των Σαββάτων, έτοιμες οι ψυχές, μέσα στον δικό τους χώρο και χρόνο, η Αγάπη θα αναζητήσει ένα Τάφο καινό, πίσω από ένα λίθο, μέγα σφόδρα.

Δεν ψάχνει άνθρωπος άνθρωπο, δεν ψάχνει όμοιος Τον όμοιο….

Εμείς ψάχνουμε ο ένας τον άλλο για να λυτρωθούμε, αλλά μάταια, τρόμος και έκστασις και μόνον το κτιστόν αναζητά το άκτιστον, το Φως τη πηγή του. Όλα τα άλλα είναι μια διαδρομή….εάν ζητείται λοιπόν Ιησούν τον Ναζαρηνόν τον Εσταυρωμένον…..ουκ έστιν ώδε, ίδε ο τόπος όπου έθηκαν αυτόν.

Όμως μην μείνετε σε αυτόν,,, αλλά υπάγετε….

Μην σταθούμε σε τόπους, πλέον και χρόνους. Ηγέρθη και μαζί Του και εμείς, προάγει ημάς. Αυτός προάγει ημάς, δεν μπορούμε να μείνουμε ώδε, στον τόπο όπου έθηκαν Αυτόν. Σειρά έχει η Γαλιλαία, πίσω στην Αρχή, εκεί που θα Τον δούμε.

Αυτή είναι τώρα η διαδρομή μας, όλη αυτή η πίεση του Σαββάτου και ότι κι΄ αν είπαμε ο ένας προς τον άλλο, όσο και αν μας απασχόλησε το τις αποκυλίσει υμίν τον λίθον….ας αναβλέψουμε και ας δούμε ότι αποκεκύλισθαι ο λίθος, όσο μεγάλος και αν ήταν.

Μόνο να αναβλέψουμε, μόνο να έχουμε αγοράσει αρώματα, μόνο να έχουμε συμπληρώσει τον χρόνο, της μίας των Σαββάτων, μόνο να είναι λίαν πρωί, να έχει παρέλθει η νύκτα μα όχι εντελώς, να είναι όλα στο

μεταίχμιο, στην άκρη εκεί που η ψυχή φτάνει γεμάτη τρόμο αλλά και έκσταση.

Στην κατάλληλη στιγμή του καθενός μας.

Ο χώρος δεν είναι εδώ που έθηκαν Αυτόν και εμείς ….συνεχίζουμε αδελφοί μου…

Εκείνος τώρα προάγει ημάς.

Άλλος χώρος στην Γαλιλαία.

Μην φοβούμεθα ας αναβλέψουμε εκεί θα Τον Δούμε.

Καλή μας Ανάληψη.

 

 

 

 

 

Δευτέρα 13 Μαΐου 2024

Το Εσωτερικό Βασίλειο.

 «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεό όψονται» (Ματθ. 5,8). Φτιαγμένος κατ’ εικόνα Θεού, ο άνθρωπος είναι ο καθρέφτης του Θείου. Γνωρίζει το Θεό γνωρίζοντας τον εαυτό του, βλέπει το Θεό ν’ αντανακλάται στην καθαρότητα της δικής του καρδιάς. Η διδασκαλία της δημιουργίας του ανθρώπου σύμφωνα με την εικόνα σημαίνει ότι μέσα σε κάθε άνθρωπο -μέσα στον πιο αληθινό κι εσωτερικόν εαυτό του, που συχνά ορίζεται ως «βάθος καρδίας» ή «έδαφος της ψυχής» -υπάρχει ένα σημείο άμεσης συνάντησης και ένωσης με τον Άκτιστο. «Η βασιλεία του Θεού εντός υμών εστιν» (Λουκ. 17, 21).

Αυτή η αναζήτηση για την εσωτερική βασιλεία είναι ένα από τα κύρια θέματα μέσα στα συγγράμματα των Πατέρων.

«Το μεγαλύτερο απ’ όλα τα μαθήματα» λέει ο αγ. Κλήμης Αλεξανδρείας, «είναι να γνωρίσει κανείς τον εαυτό του· γιατί, αν κάποιος γνωρίσει τον εαυτό του, θα γνωρίσει το Θεό· και αν γνωρίσει το Θεό θα γίνει σαν το Θεό».

Ο Μέγας Βασίλειος γράφει: «Όταν ο νους παύει να διασκορπίζεται στα εξωτερικά πράγματα και να διασπάται από τον κόσμο με τις αισθήσεις, επιστρέφει στον εαυτό του· και μέσω του εαυτού του ανεβαίνει στη σκέψη του Θεού».

 «Αυτός που ξέρει τον εαυτό του, ξέρει τα πάντα», λέει ο άγ. Ισαάκ ο Σύρος· και κάπου αλλού γράφει:

Ειρήνευε στην ψυχή σου· τότε ο ουρανός και η γη θα βρίσκονται σε ειρήνη με σένα. Μπες με λαχτάρα στο θησαυροφυλάκιο που βρίσκεται μέσα σου, κι έτσι θα δεις αυτά που βρίσκονται στον ουρανό· γιατί υπάρχει μόνο μια είσοδος που οδηγεί και στα δύο αυτά. Η κλίμακα που οδηγεί στη Βασιλεία είναι κρυμμένη μέσα στην ψυχή σου. Φύγε από την αμαρτία, βυθίσου στον εαυτό σου και μέσα στην ψυχή σου θ’ ανακαλύψεις τα σκαλοπάτια απ’ όπου θα ανεβείς.

Και σ’ αυτά τ’ αποσπάσματα θα μπορούσαμε να προσθέσουμε τη μαρτυρία ενός Δυτικού μάρτυρα των ημερών μας, του Thomas Merton:

Στο κέντρο της ύπαρξής μας υπάρχει ένα σημείο μηδαμινότητας που είναι ανέγγιχτο από αμαρτία και πλάνη, ένα σημείο καθαρής αλήθειας, ένα σημείο ή σπινθήρας που ανήκει αποκλειστικά στο Θεό, που δεν είναι ποτέ στη διάθεσή μας, από το οποίο ο Θεός ρυθμίζει τις ζωές μας, που είναι απρόσιτο στις φαντασίες του λογισμού μας ή τις βαρβαρότητες της θέλησής μας. Αυτό το μικρό σημείο του τίποτε και της απόλυτης φτώχειας είναι η καθαρή δόξα του Θεού μέσα μας. Είναι, σαν να λέμε, το όνομά του γραμμένο μέσα μας, όπως η φτώχεια μας, όπως η ανέχειά μας, όπως η εξάρτησή μας, όπως η υιϊκότητά μας. Είναι σαν ένα καθαρό διαμάντι που λαμποκοπάει με το αόρατο φως τ’ ουρανού. Είναι μέσα στον καθένα, και, αν μπορούσαμε να το δούμε, θα βλέπαμε αυτά τα τρισεκατομμύρια φωτεινές αιχμές να έρχονται μαζί με τη μορφή και τη λαμπρότητα ενός ήλιου που θα κάνει όλο το σκοτάδι και τη σκληρότητα της ζωής να χαθεί πέρα για πέρα… Η πύλη τ’ ουρανού βρίσκεται παντού.

Φύγε από την αμαρτία, επιμένει ο άγ. Ισαάκ· και αυτή η φράση θα έπρεπε να σημειωθεί ιδιαίτερα. Αν πρόκειται να δούμε το πρόσωπο του Θεού ν’ αντανακλάται μέσα μας, ο καθρέφτης πρέπει να καθαριστεί. Δίχως μετάνοια δεν μπορεί να υπάρξει αυτογνωσία και ανακάλυψη της εσωτερικής βασιλείας. Όταν μου λέγεται, «Γύρισε στον εαυτό σου, γνώρισε τον εαυτό σου», είναι ανάγκη να ρωτήσω: Ποιον «εαυτό» πρόκειται ν’ ανακαλύψω; Τι είναι ο αληθινός εαυτός μου; Η ψυχανάλυση μας φανερώνει έναν τύπο του «εαυτού»· πάρα πολύ συχνά, όμως, αυτή μας οδηγεί όχι στην «κλίμακα της βασιλείας», αλλά στη σκάλα που κατεβαίνει σε κάποιο υγρό και γεμάτο φίδια υπόγειο. «Γνώρισε τον εαυτό σου» σημαίνει «γνώρισε τον εαυτό σου έτσι όπως έχει τις ρίζες του στο Θεό· γνώρισε τον εαυτό σου μέσα στο Θεό». Από την άποψη της Ορθόδοξης πνευματικής παράδοσης θα έπρεπε να τονιστεί, ότι δεν θα τον ανακαλύψουμε, τον αληθινό εαυτό μας «σύμφωνα με την εικόνα», παρά μόνο μέσ.’ από ένα θάνατο του ψεύτικου και έκπτωτου εαυτού μας· «… ος δ’ αν απωλέσει την ψυχήν αυτού ένεκεν εμού ευρήσει αυτήν» (Ματθ. 16,25): μόνον εκείνος που βλέπει ποιος πραγματικά είναι ο ψεύτικος εαυτός του και τον απορρίπτει, θα μπορέσει να ξεχωρίσει τον αληθινό εαυτό του, τον εαυτό που βλέπει ο Θεός. Υπογραμμίζοντας αυτή τη διάκριση μεταξύ του ψεύτικου και του αληθινού εαυτού, ο άγ. Βαρσανούφιος παραγγέλνει: «Ξέχνα τον εαυτό σου και θα τον γνωρίσεις».

 

Κάλλιστος Γουέαρ, Επίσκοπος Διοκλείας, Ο Ορθόδοξος Δρόμος ,Μετάφραση: Μαρία Πάσχου.

Σάββατο 11 Μαΐου 2024

Κυριακή του Θωμά.


«και των θυρών κεκλεισμένων, όπου ήσαν οι μαθητές συνηγμένοι δια τον φόβων των Ιουδαίων...».

Ο φόβος αγαπητοί μου αδελφοί, έκανε τους μαθητές να ζουν των «θυρών κεκλεισμένων», μέσα στα περιορισμένα τους όρια. Είχαν ακούσει το χαρμόσυνο μήνυμα της Αναστάσεως έτσι όπως το ακούσαμε κι εμείς κι όμως ακόμα εφοβούντο «τους Ιουδαίους». Αλλά ο Χριστός, ήλθε «και έστη εις το μέσον», στην θέα όλων, ανάμεσα στους φίλους και λέγει: «ειρήνη υμίν». Στη θέση του φόβου η ειρήνη. Τους φυσά Πνεύμα Άγιο, τους δίνει τη δύναμη να κρατούν ή να συγχωρούν αμαρτίες. Τους ονομάζει Αποστόλους. Δηλαδή, τους μεγαλώνει. Από τις κλεισμένες πόρτες και τον φόβο των Ιουδαίων τους οδηγεί στην προσφορά, στην ελευθερία , στον σκοπό τους. Στην ομοίωση με τον Εαυτό Του.

«καθώς απέσταλκε με ο Πατήρ, καγώ πέμπω υμάς».

Μόνο ο Θωμάς απουσίαζε.

Ο Θωμάς ξεχώρισε τον εαυτό του.

Δεν θα πιστέψω, είπε, εάν δεν δω τα σημάδια Του, εάν δεν βάλω το χέρι μου στα σημάδια των πληγών Του.

Ο Θωμάς είναι νέος στην ηλικία. Είναι ο άνθρωπος που θέλει αποδείξεις. Θέλει να δει τα έργα. Αγαπά το παράδειγμα, την θυσία. Θεωρεί την πορεία του Ιησού προς τον Σταυρό, και το μαρτύριο Του, πεμπτουσία για την πίστη του. Και αυτά θέλει να δει. Τις αποδείξεις. Εάν είναι αυτός που μαρτύρησε για μένα, θα έχει και τους τύπους των ήλων και την νύξη στην πλευρά αυτού. Εάν είναι αυτός που γνώρισε και αγάπησε ο Θωμάς, ακόμα και τώρα θα έχει αυτά τα σημάδια. Και θα δεχθεί να βάλει το χέρι του επί των τύπων των ήλων. Να διαπιστώσει με τις αισθήσεις του αυτό που έπρεπε να νιώσει με την καρδιά του.

Ο Θωμάς, ζητά να αναγνωρίσει τον Θεό Του μέσα από τις αισθήσεις. Θέλει να επιβεβαιώσει αυτό που οι άλλοι είδαν και επίστευσαν, με τα χέρια του. Αλλά, «μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες». Αυτοί που χωρίς να δουν και χωρίς να ακουμπήσουν τα δάκτυλα τους πάνω σε πληγές, θα πιστέψουν.

Κάθε φορά , αγαπητοί μου αδελφοί, που ο Χριστός ξεπερνά τις κλειστές πόρτες, κάθε φορά που θέλει να μας χαρίσει την ειρήνη Του, θέλει να μας κάνει και αποστόλους Του.

Απόστολους αυτής της ειρήνης. Θέλει να δώσει την δυνατότητα της πίστης και της ελευθερίας. Της άφεσης ή του κρατήματος των αμαρτιών. Αλλά ζητά την πίστη. Ζητά να πιστέψουμε σε Εκείνον μ όλη την δύναμη της ψυχής μας. Χωρίς να ιδούμε. Αλλιώς θα μας οδηγήσει 

μέσα από τον δρόμο των αισθήσεων. Θα αφήσει τον καθένα από εμάς να ακουμπήσει τις πληγές και τα σημάδια των πληγών. Είναι η ζωή χωρίς την «άλλη» πίστη. Εκείνη που ψάχνουμε. Που αναζητάμε αποδείξεις. Που μαθαίνουμε. Τότε όλη μας η ζωή γίνεται αναζήτηση αποδείξεων. Και οι αποδείξεις είναι πληγές. Ψάχνουμε μέσα από τις εμπειρίες μας μερικές φορές μέσα από τα παθήματα μας. Και προχωράμε, με πόνο. Ή με την ψηλάφηση του πόνου του Άλλου. Σε κάθε στιγμή απιστίας ή ολιγοπιστίας μας, ψηλαφούμε στην άκρη των δακτύλων μας τα ίχνη της αγάπης του Θεού. Ζούμε κεκλεισμένων των θυρών, και έρχεται Εκείνος και στέκει «εις το μέσον», πάντα, και ανοίγει διάπλατα την αγκαλιά Του και προσφέρεται ολόκληρος, με τα σημάδια της θυσίας Του.

Μπορούμε να πιστέψουμε χωρίς να δούμε;

Αν όχι , τότε θα ζήσουμε εκείνη την απόσταση από την άκρη των δακτύλων μέχρι τον τύπο των ήλων.

Και από άπιστοι ας γίνουμε πιστοί.



ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ

Εκ του Κατά Ιωάννην

«Εάν μη ίδω εν ταις χερσίν αυτού τον τύπον των ήλων, και βάλω τον δάκτυλον μου εις τον τύπον των ήλων, και βάλω την χείραν μου εις την πλευράν αυτού, ου μη πιστεύσω».

Διότι αδελφοί μου, ο Θωμάς, «ουκ ην μετ’ αυτών, ότε ήλθεν ο Ιησούς».

Είναι ο εαυτός μας που απουσιάζει. Που περιπλανάται και όταν επιστρέφει, θέλει να βάλει το χέρι «εις τον τύπον των ήλων». Για να πιστεύσει. Αυτονομημένος ο άνθρωπος, κτίζοντας σχεδόν πάντα εγωκεντρικά την ύπαρξη του, βιώνει την απουσία από την παρουσία του Κυρίου, και απαιτεί χειροπιαστές αποδείξεις.

Από παντού. Συχνά, αυτός ο εαυτός μας, αυθαίρετα και με αυθάδεια επιχειρεί να βάλει το χέρι του εις τον τύπον των ήλων, και άλλων τραυμάτων. Των συνανθρώπων του. Αντί να δει και να πιστεύσει, χειρονομεί. Ενώ γύρω μας τα πάντα γέμουν χαράς μεγάλης, εμείς συχνά περιμένουμε απαιτητικά, το τόσο λίγο, το τόσο μικρό, όπως ο Τύπος των ήλων. Γιατί δεν βλέπουμε το όλον. Ενώ είμαστε πρόσωπο προς πρόσωπο με τον άλλο, αναζητούμε με το δάκτυλο τύπους, «εν ταις χερσίν» ή «εις την πλευράν» του άλλου. Και χάνουμε την ευκαιρία. Με τους τύπους.

Ενώ παντού απλώνεται και προσφέρεται ο Εσταυρωμένος, εις την θέαν όλων, ενώ θαυμαστά γεγονότα λαμβάνουν χώραν εις την περιορισμένη Ιερουσαλήμ της ζωής μας, εμείς δεν πιστεύουμε. Ενώ άφθονος ο πόνος των άλλων συνανθρώπων μας ή ο φόβος τους εκτίθεται μπροστά μας, εμείς δεν τον αναγνωρίζουμε, ψάχνοντας Τύπους.

Αλλά πάντοτε μετά οκτώ ημέρας μας δίδεται και μια δεύτερη ευκαιρία. Μόνον που αυτό συμβαίνει συνηγμένων των δώδεκα, και προπάντων «Των θυρών κεκλεισμένων».

Πρέπει κάποτε, αδελφοί μου να συγκεντρώσουμε ολόκληρον τον εαυτόν μας, και να κλείσουμε τις πόρτες των αισθήσεων και ψευδαισθήσεων μας και μέσα σε αυτήν την πληρότητα και την ησυχία «έρχεται ο Ιησούς» έτσι όπως το ζητήσαμε, και στέκει εις το μέσον ημών και λέγει: «Ειρήνη ημίν».

Μόνον όμως εάν καταφέρουμε αυτό το «κεκλεισμένων των θυρών» χωρίς τους κοσμικούς και μάταιους περισπασμούς, έστω και για λίγο. Για να μπορέσει εκείνος ο Νους που δεν πίστευε, που αντιδρούσε λογικά στο εμφανές, που ζητούσε από το όλον, τον Τύπον, να ακούσει το «Ειρήνη ημίν». Σαν βασική προϋπόθεση.

Να ειρηνεύσουμε. Ο Κύριος είναι παρών. Σταυρωθείς αλλά αναστάς. Ορατός. Είναι αυτός που μέσα στους αιώνες απλώνει τας χείρας και την 

πλευράν αυτού εις διάθεσιν όλων μας. Για να ζητήσουμε να ιδούμε αυτό που εμείς δώσαμε: Τραύματα από ήλους. Σε Εκείνον αλλά και σε άλλους. Όταν προσπαθήσαμε να τον καθηλώσουμε πάνω σε έναν Σταυρό. Όταν προσπαθήσαμε να τον περιορίσουμε στην επιφάνεια ενός ξύλου. Γιατί αυτό κάνουμε και στον εαυτό μας και στους άλλους. Περιορίζουμε και αυτοπεριοριζόμαστε. Σταυρώνουμε και αυτοσταυρωνόμαστε.

Και ύστερα χάνουμε εντελώς την πίστη μας, έτσι πληγωμένοι. Και ψάχνουμε ο ένας στον άλλο, αλλά και στον ίδιο τον Θεό, τα ίχνη των δικών μας πράξεων, τους τύπους των ήλων. Εάν δω, το γεγονός του πόνου σου, θα πιστέψω. Θα σε πιστέψω. Κι έτσι πονάμε όλοι περισσότερο. Γιατί αυτή η έκθεση, μας κάνει να νιώθουμε μόνοι. Όμως Εκείνος, Μόνος, ο Θεός, μπορεί να εκτίθεται, ολόκληρος και ολοκληρωτικά δικός μας και να λέγει αυτό που εμείς δεν αντέχουμε να πούμε:

«φέρε τον δάκτυλο σου ώδε, και ίδε τας χείρας μου και φέρε την χείραν σου και βάλε εις την πλευράν μου, και μη γίνου άπιστος αλλά πιστός». Απέραντη δύναμη και καλοσύνη. Εμείς συνήθως δεν μπορούμε, ούτε να αγγίξουμε στον άλλο τις πληγές του, και να τον πιστέψουμε. Ή να μας πιστέψει. Όμως ο Θεός το κάνει, «ενώπιον των μαθητών αυτού».

Σε αυτήν την συνάντηση αδελφοί μου, του εσωτερικού μας Θωμά με τον Θεό, ας μην μείνουμε σε ήλους και στους τύπους των ήλων, αλλά με όλη την δύναμη της καρδιάς μας ας αποκριθούμε:

«ο Κύριος μου και ο Θεός μου».