Τετάρτη 29 Νοεμβρίου 2023

Του Αγίου Ανδρέου του Πρωτοκλήτου.

 

Αγαπητοί μου αδελφοί, το σημερινό ευαγγέλιο είναι ιδιαίτερα πανηγυρικό. Έχει ένα μοναδικό τρόπο να παρουσιάσει τη πρώτη συνάντηση του Ιησού με τους Μαθητές τους.

«Ίδε ο αμνός του Θεού». 

Αυτό αναφωνεί ο Ιωάννης. Ο αμνός του Θεού. Και όταν άκουσαν αυτό το λόγο «ηκολούθησαν τω Ιησού».

Σκεφτείτε, αγαπητοί μου αδελφοί, τι Θεό έψαχναν αυτοί οι μακάριοι.

Και τι Θεό συνάντησαν. Ο αμνός του Θεού. Και εκείνος ο Αμνός τους καλεί, τους ονομάζει, τους αναγνωρίζει.

Ο Ανδρέας, που σήμερα τιμάμε την μνήμη του, όταν ήλθε και είδε, έμεινε. Έμεινε όλη την ημέρα. Κοντά στον Κύριο. Και ανακοίνωσε και στον αδελφό του, τον Πέτρο.

«Ευρήκαμεν τον Μεσσία» θα του πει. Και ο Χριστός θα στραφεί και προς εκείνον με τον δικό του τρόπο. Και ο τρόπος του είναι επαναστατικός. «Συ εί Σίμων ο υιός Ιωνά, συ κληθήσει Κηφάς, ο ερμηνεύεται Πέτρος» θα του πει, δίνοντας του πρώτα την ταυτότητα του, την μέχρι τώρα. Είσαι ο Σίμων ο γιος του Ιωνά, μα από σήμερα γίνεσαι ο Πέτρος. Ο δικός μου ο Πέτρος, ο Πέτρος της εκκλησίας.

Με την ίδια χαρά κι ο Φίλιππος και ο Ναθαναήλ. Ανατρέπουν την μέχρι τώρα ζωή τους και ακολουθούν τον Χριστό.

Με την ίδια χαρά και εμείς, εκατομμύρια άνθρωποι στο διάβα των αιώνων, συναντιόμαστε μαζί Του. Σε μια στιγμή, μέσα στην καθημερινότητα μας.

Ο τελώνης καθήμενος επί το τελώνιο, η Σαμαρείτισσα παρά του φρέατος του Ιακώβ και ο Ληστής, ο ένας από τους ληστές, την τελευταία στιγμή της ζωής του.

Και εμείς; Εμείς πόσες φορές; Σε πόσες στιγμές;

Τότε που βρεθήκαμε σε ανάγκη, σε αρρώστια, σε μοναξιά. Τότε που νιώσαμε ότι κοπιάσαμε και πιάσαμε ουδέν. Κάποιο εσπέρας όταν νιώσαμε ότι η νύχτα που ερχόταν θα ήταν δύσκολη.

Όπως  στο δρόμο προς Εμμαούς.

Σε όλες τις μοναδικές στιγμές της ζωής μας ο Θεός μας και θεός των Αποστόλων «έρχεται και ίδετε»  απαντά.

Ελάτε στην Εκκλησία μου, στα Μοναστήρια μου, στα σπίτια των φτωχών και των κατατρεγμένων. Στων τελωνών και των αμαρτωλών. Στις φυλακές και τις εξορίες. Εξέρχεται εις την Γαλιλαία «και ευρίσκει Φίλιππο και λέγει αυτώ ακολούθει μοι»

Και ευρίσκει εμένα και εσένα και λέγει «ακολούθει μοι».

«Όν έγραψε Μωυσής εν τω νόμω και οι προφήται, ευρήκαμεν»

Αυτόν που ζητά η καρδιά μας, ευρήκαμε.

Γιατί ο Μωυσής και οι προφήται υπήρχαν πριν από εμάς, αγαπητοί αδελφοί. Είναι ο Μωυσής και οι προφήται για τους οποίους δεν άκουσε ο πλούσιος άνθρωπος στη παραβολή με τον φτωχό Λάζαρο. Είναι ο Νόμος τον οποίον δεν έλαβε υπ όψιν του ο άφρων πλούσιος της παραβολής που διαβάσαμε την περασμένη Κυριακή. Και όταν την νύκτα απαίτησαν την ψυχή του, βρέθηκε μόνος και απροετοίμαστος. Γιατί όλα αυτά που είχε ετοιμάσει δεν μπορούσαν να τον ακολουθήσουν.

Με τον άγιο Ανδρέα, ανοίγει ο κύκλος των Αποστόλων που δεν θα κλείσει παρά με την Δευτέρα Παρουσία.

Ο Άγιος Ανδρέας, εκλήθη Πρωτόκλητος. Θα ακολουθήσουν πολλοί.

Αλυσίδα ανθρώπων που θα αναγνωρίσουν στο πρόσωπο του Χριστού τον Σωτήρα. Και θα αναγνωρισθούν από Εκείνον.

«Ίδε αγαθός Ισραηλίτης, εν ω δόλος ουκ έστι», θα είναι ο λόγος του Κυρίου για κάθε έναν που θα έχει ψυχή έτοιμη για Θεό.

Και πάντα η απορία του Ανθρώπου

«και πόθεν με γινώσκεις;»

Η απορία του ανθρώπου που δεν μπορεί να συνειδητοποιήσει ότι «και προ του σε Φίλιππον φωνήσαι, όντα υπό την συκήν είδον σε»

Μας γνωρίζει, αγαπητοί μου αδελφοί. Μας έχει μετρημένους.

Όλους μας, τον καθένα από εμάς.

Κι εάν πιστέψεις  «μείζω τούτων όψει».Πολύ περισσότερα.

Και τον ουρανό να ανοίγει. Δηλαδή, θα γνωρίσουμε τον κόσμο του Θεού.

Αγαπητοί μου αδελφοί, ο Πρωτόκλητος, με την πίστη του έγινε η αρχή της σύναξης των Αποστόλων. Ας ακολουθήσουμε το παράδειγμα του.

Ήλθαμε και είδαμε.

Ας μείνουμε κοντά Του.


Δευτέρα 27 Νοεμβρίου 2023

Άγιος Ιερομάρτυρας Φιλούμενος του φρέατος του Ιακώβ.

 

Ο Άγιος Φιλούμενος κατά κόσμος Σοφοκλής γεννήθηκε στην Λευκωσία, στις 15 Οκτωβρίου 1913. Γονείς του ήταν οι Ευσεβείς Γεώργιος και Μαγδαληνή. Ήταν δίδυμος αδελφός με τον π. Ελπίδιο κατά κόσμον Αλέξανδρος και από μικροί ξεχώριζαν για την αγάπη που είχαν προς τον Θεό και γι’ αυτό από πολύ νωρίς άναψε μέσα τους η επιθυμία για τη μοναχική ζωή. Το 1927, σε ηλικία μόλις 14 ετών αναχώρησαν και οι δυο για την Ιερά Μονή Σταυροβουνίου, αφού πήραν την ευχή του πνευματικού τους, αλλά και των ευλαβών γονέων τους. Εκεί έμειναν 6 περίπου χρόνια, όταν ο Έξαρχος του Παναγίου Τάφου τους πήρε για να φοιτήσουν στο Γυμνάσιο του Πατριαρχείου στα Ιεροσόλυμα, όπου βρέθηκαν το 1934, μαθητές στην Σχολή της Αγίας Σιών.

Το 1937 εκάρησαν μοναχοί παίρνοντας ο Σοφοκλής το όνομα Φιλούμενος και ο Αλέξανδρος το όνομα Ελπίδιος. Στις 5 Σεπτεμβρίου του ιδίου χρόνου χειροτονήθηκαν διάκονοι και το 1939 αποφοίτησαν από το Γυμνάσιο του Πατριαρχείου. Ο π. Ελπίδιος έφυγε από την Αγία Γη, υπηρετώντας σε άλλους τόπους. Ο Άγιος Φιλούμενος παρέμεινε στα Ιεροσόλυμα για 45 συνεχή χρόνια, μέχρι το μαρτύριό του. Το 1943 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και αφού πέρασε από διάφορες διακονίες μέσα στο Πατριαρχείο και διορίσθηκε σε διάφορες θέσεις υπηρετώντας πάντοτε με ευθύνη και φόβο Θεού και με πολύ αγάπη προς τους αγιοταφίτες πατέρες, στις 8 Μαΐου του 1979 μετατέθηκε στο Φρέαρ του Ιακώβ όπου υπηρέτησε μέχρι το μαρτυρικό του θάνατο, στις 29 Νοεμβρίου του ιδίου έτους. Εκεί όμως, αντιμετώπιζε πολλά προβλήματα από φανατικούς Εβραίους που συνέχεια τον απειλούσαν ότι αν δεν εγκαταλείψει το Φρέαρ και πάρει τις εικόνες και τον Εσταυρωμένο να φύγει, θα τον σκοτώσουν. Εκείνος όμως απαντούσε ότι δεν θα εγκαταλείψει ποτέ το προσκύνημα, αλλά ότι ήταν έτοιμος ακόμα και να μαρτυρήσει, ως πιστός φύλακας αυτού.

Το απόγευμα της 29ης Νοεμβρίου του 1979, ημέρα της μνήμης του Αγ. Μάρτυρος Φιλουμένου, φανατικοί Εβραίοι μπήκαν στο χώρο του Φρέατος του Ιακώβ κι ενώ ο Άγιος τελούσε τον Εσπερινό, του επιτέθηκαν με τσεκούρι, τον κακοποίησαν και τέλος τον σκότωσαν. Το μαρτύριό του ήταν φρικτό, γιατί οι δήμιοί του τον χτύπησαν αλύπητα στο πρόσωπο και του έκοψαν τα δάχτυλα του δεξιού του χεριού. Στη συνέχεια βεβήλωσαν την Εκκλησία και το Σταυρό κι έριξαν μια χειροβομβίδα καταστρέφοντας τον χώρο. Είναι συγκλονιστική η μαρτυρία του π. Σωφρονίου που παρέλαβε το τίμιο λείψανο του μάρτυρα για να το ντύσει και να το ετοιμάσει για την ταφή, ότι παρέμεινε 5 μέρες μετά το μαρτύριό του ζεστό και εύκαμπτο και «βοήθησε» το Γέροντα Σωφρόνιο για να τον ντύσει. Συγκλονιστική είναι επίσης η μαρτυρία του κατά σάρκα αδελφού του π. Ελπιδίου, που αν και μίλια μακριά, άκουσε τη φωνή του π. Φιλουμένου να του λέγει: «Αδελφέ μου με σκοτώνουν προς δόξαν Θεού. Σε παρακαλώ μην αγανακτήσεις». Στην κηδεία του πλήθος κόσμου μαζεύτηκε, όχι μόνο χριστιανοί, αλλά και ετερόδοξοι, μουσουλμάνοι και χοτζάδες ακόμη. Όλοι ήρθαν να του δώσουν τον τελευταίο ασπασμό. Όλοι τον έκλαψαν, γιατί ήταν ένας καλός και άγιος ιερομόναχος.

«Ο Άγιος Φιλούμενος, αναφέρει ευσεβής μοναχή «ήταν πάρα πολύ ολιγόλογος. Όταν όμως πηγαίναμε στο προσκύνημα που διακονούσε, στο πέρας της Θείας Λειτουργίας, πάντοτε έκανε ένα σύντομο και απλό κήρυγμα. Μας έλεγε, για παράδειγμα, να έχουμε ταπείνωση, να έχουμε αγάπη, να ήμαστε ελεήμονες… “Να λέτε την Ευχή” μας έλεγε, “και η ευχή θα τα κανονίσει όλα. Όταν λέτε την Ευχή, μη φοβείστε τίποτα. Αλλά κι ο ίδιος ζούσε την Ευχή, η οποία δεν έλειπε ο από το στόμα του. Περπατούσε και έβλεπες συνεχώς τα χείλη του να κινούνται. Εμάς, πού ήμασταν μοναχές, μας έλεγε να διαβάζουμε πολύ και κυρίως πατερικά βιβλία, όπως τον Άγιο Ισαάκ τον Σύρο, τον Άγιο Εφραίμ τον Σύρο, την Κλίμακα του Αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου, την Αγία Γραφή… Το Ευαγγέλιο, μας έλεγε, να μη σας λείπει από το χέρι σας. Την Καινή Διαθήκη να τη διαβάζετε τακτικά». Ο Άγιος Φιλούμενος έζησε αθόρυβα και ταπεινά. Η ασκητική ζωή και η ακρίβεια της τήρησης των μοναχικών ιδεωδών, ήταν τα κυριότερα χαρακτηριστικά που τον διέκριναν. Πολλές φορές έκανε και τον σαλό για να κρύβεται από τον κόσμο

Η Εκκλησία τον τιμά ως άγιο στις 29 Νοεμβρίου και το ευωδιάζον και θαυματουργό σκήνωμά του βρίσκεται εντός του νέου τρισυπόστατου μεγαλοπρεπούς ιερού ναού που χτίστηκε στο Φρέαρ του Ιακώβ, επ’ ονόματι της Αγίας Φωτεινής της Σαμαρείτιδος, του Αγίου Φιλουμένου και του αγίου Ιουστίνου. Κτήτωρ του νέου αυτού ναού είναι ο Αρχιμανδρίτης π. Ιουστίνος, στον οποίο ο Άγιος Φιλούμενος εμφανίζεται συχνά και τον προστατεύει από τις επιθέσεις των φανατικών Εβραίων που συνεχίζονται εναντίον του π. Ιουστίνου και του Ιερού Προσκυνήματος. Χιλιάδες ορθόδοξοι καταφθάνουν κατ’ έτος για να προσκυνήσουν το ιερό λείψανό του στο Φρέαρ του Ιακώβ, στη Σαμάρεια.

Τεμάχιο ιερού λειψάνου του, ένα πετραχήλι του και μαζί με την πρώτη εικόνα που αγιογραφήθηκε επ’ ονόματι του Αγίου Φιλουμένου, βρίσκονται στο μοναστήρι στο Τρίκορφο Φωκίδος στην Ιερά Μονή Αγίων Αυγουστίνου Ιππώνος και Σεραφείμ του Σαρώφ.

Δευτέρα 6 Νοεμβρίου 2023

Η Εκκλησία είναι θεραπευτήριο και όχι δικαστήριο.

 

Η Εκκλησία είναι θεραπευτήριο και όχι δικαστήριο! Στην Εκκλησία συντηρούν τη χαρά τους οι χαρούμενοι, στην Εκκλησία αποκτούν την ευθυμία οι στεναχωρημένοι και την ευφροσύνη οι λυπημένοι…

Η Εκκλησία είναι θεραπευτήριο και όχι δικαστήριο των ψυχών. Δεν καταδικάζει για τα αμαρτήματα, αλλά παρέχει συγχώρηση των αμαρτημάτων.

Τίποτα δεν κάνει τόσο χαρούμενη τη ζωή μας, όσο η ευχαρίστηση που νιώθουμε στην Εκκλησία.

;

Στην Εκκλησία συντηρούν τη χαρά τους οι χαρούμενοι, στην Εκκλησία αποκτούν την ευθυμία οι στεναχωρημένοι και την ευφροσύνη οι λυπημένοι, στην Εκκλησία βρίσκουν την ανακούφιση οι ταλαιπωρημένοι και την ανάπαυση οι κουρασμένοι.

«Ελάτε» λέει ο Κύριος, «κοντά μου όλοι, όσοι είστε κουρασμένοι και φορτωμένοι (με θλίψεις και αμαρτίες), κι εγώ θα σας ξεκουράσω» (Ματθ. 11:28).

Τι πιο ποθητό θα μπορούσε να υπάρξει απ’ αυτή τη φωνή;
Τι πιο γλυκό απ’ αυτή τη πρόσκληση;

Ο Κύριος σε προσκαλεί στην Εκκλησία για πλούσιο γεύμα. Σε μεταφέρει από τους κόπους στην ανάπαυση κι από τα βάσανα στην ανακούφιση. Σε απαλλάσσει από το βάρος των αμαρτημάτων σου. Γιατρεύει τη στεναχώρια με την ευχαρίστηση και τη λύπη με τη χαρά.

Κανένας δεν είναι πραγματικά ελεύθερος και χαρούμενος, παρά μόνο εκείνος που ζει για τον Χριστό.

Αυτός ξεπέρασε όλα τα κακά και δεν φοβάται τίποτα!

Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου «Θέματα Ζωής Β’» Ι.Μ. Παρακλήτου

 

Πέμπτη 2 Νοεμβρίου 2023

Όσιος Γεώργιος του Καρσλίδη.

 

Ο Όσιος Γεώργιος Καρσλίδης γεννήθηκε στην Αργυρούπολη του Πόντου το 1901. Νωρίς ορφάνεψε και την ανατροφή του ανέλαβε η ευλαβής γιαγιά του. Μετά τον θάνατο της γιαγιάς του και της αδελφής του αναχωρεί με τον παππού του για το Ερζερούμ, την Θεοδοσιούπολη της Μεγάλης Αρμενίας. Ο θάνατος και του παππού του και η κακομεταχείριση του αδελφού του τον φέρνουν στα μέρη του Καυκάσου Μόνος, φτωχός, πονεμένος κι αναγκεμένος, συντροφευόμενος από αγίους σε όνειρα και οράματα, φθάνει στην Τυφλίδα της Γεωργίας και οδηγείται από τον εκεί επίσκοπο στην Ιερά Μονή της Ζωοδόχου Πηγής. Ενδύεται το τίμιο του μοναχού ένδυμα στην ηλικία μόλις των εννέα ετών. Θα το διατηρήσει επί μισό αιώνα.

Η κουρά του

Αγάπησε την άσκηση και την προσευχή από παιδί. Στις 20 Ιουλίου 1919 κείρεται μοναχός και από Αθανάσιος ονομάζεται Συμεών. Κατά την ώρα της κουράς του λέγεται πως οι καμπάνες σήμαιναν μόνες τους. Στην Μονή συνάντησε έναν θείο του επίσκοπο, που τον βοήθησε πνευματικά. Το άθεο καθεστώς της επανάστασης του 1917 δίωξε την Εκκλησία, τον κλήρο και τον μοναχισμό. Μαζί με άλλους μοναχούς της μονής του φυλακίσθηκε σε μια ανήλια και υπόγεια φυλακή, απ’ όπου περνούσαν υπόνομοι. Υπέμεινε μεγάλες και φρικτές κακουχίες με ελπίδα στον Θεό. Πολλοί αδελφοί του τελείωσαν μαρτυρικά τον βίο τους εκεί. Με την βοήθεια της Παναγίας γλύτωσε από βέβαιο θάνατο. Στις 8 Σεπτεμβρίου 1925 χειροτονήθηκε ιερεύς κι ονομάσθηκε Γεώργιος. Λειτουργούσε στα γεωργιανά.
Σύντομα απέκτησε φήμη διακριτικού, διορατικού και προορατικού Γέροντος. Πολύς κόσμος ερχόταν από μακριά για να γνωρίσει και να συμβουλευθεί τον νεαρό ιερομόναχο. Το 1923 από την Τυφλίδα μεταβαίνει στο Σουχούμ. Στις συχνές θείες λειτουργίες του μνημόνευε πολλά ονόματα. Στο κελλί του μελετούσε και προσευχόταν συνεχώς. Η εγκράτεια, η άσκηση, η αγρυπνία και η νηστεία ήταν αδιάκοπες. Οι προφητείες του εκπληρώνονταν. Όλοι τον πλησίαζαν ως άγιο. Το 1929 καταφέρνει να έλθει στην Ελλάδα.

 

Άφιξη στην Ελλάδα

Δοξάζει τον Θεό για την σωτηρία του. Ο Πόντος, η Γεωργία και η Ρωσία μένουν στην μνήμη του ως τόποι αγώνων, μαρτυρίων και θυσιών. Από την Θεσσαλονίκη, όπου φθάνει στις 19 Οκτωβρίου 1929, μεταβαίνει στην Κατερίνη και στα χωριά Αλώνια και Κούκκος, Μικρό Δάσος του Κιλκίς και τέλος το 1930 στην Σίψα της Δράμας. Οι κακουχίες της φυλακής της Γεωργίας τον είχαν αφήσει ημιπαράλυτο, πολύ αδύναμο και πολλές φορές δυσκολευόταν πολύ να περπατήσει, ώστε τον σήκωναν στα χέρια, για να μετακινηθεί. Όλη η περιουσία του ήταν λίγα εκκλησιαστικά βιβλία στην γεωργιανή γλώσσα, ιερατικά άμφια, εικόνες και μέρος των λειψάνων της αδελφής του Άννας. Κόσμος πολύς αρχίζει να τον πλησιάζει για να βοηθηθεί. Ο φιλόθεος, φιλάγιος, φιλάδελφος και φιλάνθρωπος πατήρ κάνει παρακλήσεις, εξομολογεί και νουθετεί. Το 1938 κτίζει το μοναστηράκι της Αναλήψεως. Εκεί θα λειτουργεί, θα εξομολογεί, θα κηρύττει, θα προλέγει, θα θαυματουργεί επί μία ολόκληρη εικοσαετία. Ο ναός και το κελί του γίνονται κολυμβήθρα Σιλωάμ για σωματικές και ψυχικές ασθένειες πολλών. Μεταβαίνει προσκυνητής στα Ιεροσόλυμα και το Άγιον Όρος κι έχει συναντήσεις με ιερές μορφές, που τον πείθουν να μείνει εκεί που είναι, γιατί έχει μεγάλη ανάγκη ο πιστός λαός την παρουσία και την μαρτυρία του. Το 1941 κατά θαυμαστό τρόπο σώζεται από βέβαιο θάνατο από τους Βούλγαρους, που τον είχαν συλλάβει προς εκτέλεση. Όλη η ζωή του κυλά μέσα σ΄ ένα συνεχές θαύμα. Με την βοήθεια του αγίου Νικολάου θεραπεύεται, ώστε να μπορεί κάπως να αυτοσυντηρείται. Πάντα λιτός, απλός, νηστευτής, άγρυπνος, φιλάσθενος και δεόμενος. Λιγομίλητος, προσεκτικός, αυστηρός και σοβαρός. Σε μεγάλη ανάγκη επισκεπτόταν φτωχούς κι ασθενείς. Είχε βοηθηθεί ο ίδιος κι έτσι μπορούσε να βοηθήσει και τους άλλους.

Κατά την αγία προσκομιδή μνημόνευε χιλιάδες ονόματα ζώντων και κεκοιμημένων. Μάλιστα σημείωνε ορισμένα και στο τέλος της θείας Λειτουργίας καλούσε ιδιαίτερα τους συγγενείς και τους έλεγε τα προβλήματα των ζώντων ή των κοιμηθέντων και πως τέλειωσαν τον βίο τους. Καθαροί και αθώοι άνθρωποι τον έβλεπαν ως λειτουργό να μην πατά στην γη.

Στις αναίμακτες θείες ιερουργίες ήταν φωτεινός, ειρηνικός και χαρούμενος. Συλλειτουργούσε με αγίους. «Σπάνια λειτουργώ μόνος μου», έλεγε ο Γέροντας. Είχε ιδιαίτερη ευλάβεια στην Παναγία, στον Τίμιο Πρόδρομο και τον άγιο Γεώργιο! Πολλούς ασθενείς κι αναγκεμένους ανθρώπους τους έστελνε σε διάφορους αγίους και με την ευχή του γίνονταν καλά. Από ταπείνωση δεν ήθελε να τιμάται η αναξιότητά του, αλλά να δοξάζεται ο Θεός από τους αγίους του. Τους αγίους ονόμαζε μουσαφίρηδες. Είχε την χάρη να βλέπει την ψυχική κατάσταση των εκκλησιαζομένων.

 Ο Γέροντας ήταν αυστηρός τηρητής των Ιερών Κανόνων της Εκκλησίας. Δεν ήταν εύκολος σε ανεπίτρεπτες «οικονομίες». Γινόταν πιο αυστηρός στους αμετανόητους. Το λειτούργημα του Πνευματικού το είχε πολύ υψηλά και το είχε λάβει πολύ σοβαρά. Δεν ήθελε οπαδούς να τον κολακεύουν. Είχε πάντα μια διακριτική αυστηρότητα. Αποσκοπούσε συστηματικά στην ταπείνωση του εξομολογουμένου, στην αληθινή συντριβή και μετάνοια προς σωτηρία ψυχών αθανάτων.

Ο χαρισματούχος ποιμένας

Η θερμή πίστη, η ασκητική βιοτή, η καθαρή ζωή χαρίτωσαν τον ταπεινό κι άξιο λειτουργό του Υψίστου με χαρίσματα διακρίσεως, διοράσεως, προοράσεως και προφητείας. Ο Θεός φώτιζε τον μακάριο Γέροντα έτσι που τα μακρινά και τα παρελθόντα να τα βλέπει ως πλησίον και παρόντα, όπως και άλλοτε τα μέλλοντα, καθώς διηγούνται με θαυμασμό πολλά πνευματικά του τέκνα. Μερικοί που αμφέβαλλαν για τα χαρίσματα του Γέροντα δεν αργούσαν, όταν τον γνώριζαν καλά, να διαπιστώσουν πως πράγματι ήταν αληθινός άνθρωπος του Θεού. Ο Γέροντας χρησιμοποιούσε τα χαρίσματα προς βοήθεια και σωτηρία των ψυχών κι όχι για να εκθέσει και ντροπιάσει ανθρώπους ή να καυχηθεί και να προβληθεί ο ίδιος. Με δάκρυα πολλά μιλούσε καθαρά για τα επερχόμενα δεινά· την κατοχή του 1940, την επιδρομή των Βουλγάρων, τον εμφύλιο πόλεμο. Διάβαζε τις καρδιές των ανθρώπων σαν ανοιχτό βιβλίο. Για να διατηρείται στην ταπείνωση, μερικές φορές προσποιόταν μωρία, διά Χριστόν σαλότητα. Η αρετή θέλει πολύ κόπο για ν΄ αποκτηθεί και περισσή τέχνη για να διαφυλαχθεί.

 Ο Γέροντας στο ποιμαντικό του έργο έδειχνε ιδιαίτερη προσοχή στις γυναίκες, που λόγω του πλούσιου συναισθηματικού τους κόσμου εύκολα υπερβάλλουν στις τιμές των άλλων. Ήταν διακριτικά αυστηρός μαζί τους. Έκρυβε όμως μια καρδιά με μεγάλη αγάπη για όλους. Η ελεημοσύνη του ήταν πάντοτε μυστική. Μόλις σκοτείνιαζε έστελνε κρυφά μ΄ έμπιστους δικούς του ανθρώπους αναγκαία τρόφιμα και ρούχα στα σπίτια των φτωχών. Παρηγορούσε τους πενθούντες και φρόντιζε προσεκτικά τους νεκρούς. Αγαπούσε τα παιδιά, τα συμβούλευε στοργικά και τους μοίραζε απλόχερα δώρα. Έκρυβε πάντα τον εαυτό του και δεν ήθελε να φαίνεται και να τιμάται. Ο Γέροντας δεν ήθελε κανένας να φύγει από το μοναστήρι νηστικός. Μαγείρευε, φούρνιζε ψωμί και μοίραζε σε όλους ευλογία. Ήταν εργατικός, ακούραστος, ελεήμων και φιλάνθρωπος.

Οι πιστοί έτρεφαν για όλα αυτά σεβασμό και αγάπη στον Γέροντα. Δεχόταν την αγάπη των τέκνων του, αλλά δεν την προκαλούσε και δεν την επιθυμούσε. Ήταν ταπεινός κι αγαπούσε ιδιαίτερα να μιλά για την αγία ταπείνωση. Ζούσε τελικά σε μια ιερή μοναξιά. Οι πολλοί των ανθρώπων δεν τον κατανοούσαν και μερικοί μάλιστα τον παρεξηγούσαν. Λίγοι μπορούσαν να καταλάβουν καλά το βάθος της πνευματικότητος του.

Η κοίμησή του

Προείδε και προείπε επακριβώς το μακάριο τέλος του. Προετοιμα­σμένος από καιρό το ανέμενε με περισσότερη προσευχή δίνοντας τις τελευταίες συμβουλές στ΄ αγαπητά πνευματικά του τέκνα. Τρεις μέρες πριν τον θάνατο του τελέσθηκε το μυστήριο του ιερού ευχελαίου. Μετάλαβε των αχράντων μυστηρίων. Συγχώρεσε, ευλόγησε κι ευχήθηκε όλους. Κοιμήθηκε στις 4 Νοεμβρίου 1959. Οι τελευταίες λέξεις που ακούσθηκαν από τα χείλη του ήταν: «Της ευσπλαγχνίας την πύλην άνοιξον, ευλογημένη Θεοτόκε». Ένα ορφανεμένο, πενθηφόρο κι απαρηγόρητο πλήθος τον ακολούθησε στην τελευταία κατοικία του, πίσω από τον ιερό ναό της Αναλήψεως, όπου λειτουργούσε επί τριάντα περίπου χρόνια. Το πρόσωπο του ήταν ειρηνικό, ιλαρό και φωτεινό. Το νεκρό του σώμα ευλύγιστο, όπως των Αγιορειτών. Τα δύο κυπαρίσσια πλάι στον τάφο του λύγισαν σαν για να τον προσκυνήσουν, όπως είχε προείπει, και πολλά πουλιά συνάχθηκαν την ώρα της ταφής του, δίχως να φοβούνται τον πολύ κόσμο. Όλοι ήταν πλέον βέβαιοι ότι κηδεύεται και θάβεται ένας άγιος, ζήτησε να τον θάψουν με τα άμφιά του, τον σταυρό του και τα λειτουργικά του βιβλία που είχε από την Γεωργία.

Η αγιοκατάταξή του, έγινε το 2008 υπό του Οικουμενικού Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίου στη Δράμα.