Παρασκευή 18 Αυγούστου 2023

Η Παναγία και ο λαός.

 

Σή­με­ρα όλη Ελλάδα μοσχοβολά από το ευωδέστατο σκή­νω­μα της Πα­να­γί­ας, που είναι η μη­τέ­ρα των αρφανεμένων, η ελ­πί­δα των απελπισμένων, η χαρά των θλιμ­μέ­νων, το ραβδί των τυφλών, η άγκυρα των θα­λασ­σο­δαρ­μέ­νων. Κι απ’ άκρη σε άκρη της Ελλάδας, στις πολιτείες, στα χω­ριά, στα μο­να­στή­ρια και στις σκήτες, απάνω στα δα­σω­μέ­να βου­νά, στα λαγ­κά­δια, στις σπη­λιές, στα γαλανά τα κύ­μα­τα που δρο­σο­α­φρί­ζου­νε α­πό τον πε­λα­γί­σιον αγέρα, στα νησιά και στα ρη­μό­νη­σα, στους κά­βους, παντού αντιλαλεί η υμνολογία που ψέλ­νου­νε οι ψαλ­τά­δες για την ταπεινή βα­σί­λισ­σα που κοι­μή­θη­κε. Το μελ­τέ­μι που φυσά τώ­ρα το Δε­κα­πεν­ταύ­γου­στο  και δρο­σί­ζει τον κό­σμο τα δεντρικά που ‘ναι φορ­τω­μέ­να με λογής λογής οπωρικά, τα άγρια τα ρου­μά­νια, με τις αντρειωμένες βαλανιδιές και με τα έλατα και με τα κέ­δρα, τα άσπρα σύν­νε­φα που αρμενίζουνε στον γαλανό ουρανό, όλα είναι χαροποιά και μα­κά­ρι­α, όλα είναι ιλαρά από την γλυ­κύ­τη­τα της Πα­να­γί­ας. Στα πέ­λα­γα τα­ξι­δεύ­ου­νε λογής-λογής κα­ρά­βια και κα­ΐ­κια πώ­χου­νε γραμ­μέ­νο απάνω στο μά­γου­λο τους το γλυ­κύ­τα­το τ’ όνομά της. Ω! Αληθινά δι­κή μας είναι η Πα­να­γί­α, δι­κό μας είναι το Ρό­δον το Αμάραντον!

Ποιος θα μπορούσε να την υμνήσει όπως την υμνολογήσανε οι υμνωδοί της Εκκλησίας μας; Αρχαγγελικές σάλ­πιγ­γες θαρρείς πώς ακούγονται παντού, με ύψος και με σε­μνό­τη­τα, μ’ ένα κάλ­λος πνευματικό που βρί­σκε­ται μο­νά­χα στην Ορθοδοξία. Στον Εσπερινό της παραμονής ψέλ­νου­νε τούτα τα τρο­πά­ρι­α που γε­μί­ζου­νε την ψυ­χή μας με κά­ποιον αγιασμένον ενθουσιασμό: «Ω του παραδόξου θαύματος! η πηγή της ζωής, εν μνημεί τίθεται, και κλίμαξ προς ουρανό, ο τάφος γίνεται. Ευφραίνου Γεθσημανή, της Θεοτόκου το Άγιον τέμενος. Βοήσωμεν οι πιστοί, τον Γαβριήλ κεκτημένοι ταξίαρχον, Κεχαριτωμένη χαίρε, μετ σου ο Κύριος, ο παρέχων τω κόσμ διά σου το μέγα έλεος».

Από τί καρ­διές, από τί χρυσά σπλά­χνα βγήκε τούτος ο πλούτος! Εδώ δεν είναι συν­ταί­ρια­σμα τεχνικό από λό­γι­α κι από ήχους. Ε­δώ είναι αληθινά «η φωνή του Γαβριήλ μελωδούντος» από τας ουράνιους αψίδας, ύμνος αθανασίας. Α­μ εκείνη η θ΄ ωδή που λέ­γει: «Νενίκηνται της φύσεως οι όροι, εν σοι Παρθένε άχραντε, παρθενεύει γαρ τόκος, και ζων προμνηστεύεται θάνατος. μετ τόκον Παρθένος, και μετ θάνατον ζώσα, σζοις αεί, Θεοτόκε, την κληρονομίαν σου». εκείνο το απολυτίκιο που είναι σοβαρό και γλυκό σαν το εικόνισμά της: «ν τ γεννήσει την παρθενίαν εφύλαξας, εν τη κοιµήσει τον κόσµον ου κατέλιπες, Θεοτόκε. Μετέστης πρός την ζωήν, Μήτηρ υπάρχουσα της ζωής, και ταις πρεσβείαις ταις σαις λυτρουµένη εκ θανάτου τας ψυχάς ηµών».

ο α΄ ειρμός στις Κα­τα­βα­σί­ες που λέ­γει: «Πεποικιλμέν τη θεί δόξ, Ιερά και ευκλεής Παρθένε μνήμη Σου, πάντας συνηγάγετο, πρς ευφροσύνη τος πιστούς, ξαρχούσης Μαριάμ, μετ χορών και τυμπάνων, τω Σω άδοντας, Μονογενή, ενδόξως ότι δεδόξασται».

Από τού­τη την άγια μέ­θη, που με­τα­δί­νει η «Πε­ποι­κιλ­μέ­νη», μέ­θυ­σε κι ο αγιασμένος γλά­ρος της Σκι­ά­θου, κ’ έγραψε τους καημούς του Δε­κα­πεν­ταύ­γου­στου σκιρ­τών­τας από την αγγελική υμνωδία που άκουγε μυ­στι­κά, κα­θι­σμέ­νος μπροστά στ’ αφρισμένο πέ­λα­γο, « φι­λέ­ρη­μος γέ­ρων». Από το ίδιο νέ­κταρ της Πα­να­γί­ας μέ­θυ­σε κι ο Σολωμός και ψέλ­νον­τας και κείνος με ενθουσιασμό την Πε­ποι­κιλ­μέ­νη, έγραψε στον Ύμνο της Ελευθερίας τούτα τα λό­γι­α: 

«Ακολουθεί την αρμονία αδελφή του Ααρών, προ­φή­τισ­σα Μα­ρί­α μ’ ένα τύμ­πα­νον τερ­πνόν. Κα πηδούν όλες ο κό­ρες μ τσ’ αγκάλες ανοικτές τρα­γου­δών­τας ανθοφόρες με τ τύμ­πα­να κ’ εκείνες».

Η Μα­ρι­άμ, η συ­νο­νό­μα­τη της Πα­να­γί­ας, ήτανε η αδελφή του Ααρών, που άρχισε να ψέλ­νει για να φχα­ρι­στή­σει το θε­ό, που κα­τα­πόν­τι­σε τον Φαραώ στην Ερυθρή θά­λασ­σα. Και τη συν­τρο­φεύ­α­νε οι άλ­λες οι κό­ρες, χο­ρεύ­ον­τας και παί­ζον­τας τα τύμ­πα­να. «Λα­βού­σα δε Μα­ρι­μ η προ­φή­τις, η αδελφή του Ααρών, το τύμ­πα­νον εν τη  χει­ρ αυτής, και ε­ξήλ­θο­σαν πά­σαι αι γυναίκες ο­πί­σω αυτής με­τ τύμ­πα­νων και χορών»(­ξόδ. ιε΄, 20).

Αυτή είναι η αγιασμένη Ελλάδα, κι από το γά­λα της βυ­ζά­ξα­νε και θρα­φή­κα­νε οι ποι­η­τές της, το γά­λα της Πα­να­γί­ας.

Εμείς αυτό το γά­λα το σιχαθήκαμε, αλίμονο!


Από το βιβλίο «Παναγία και Υπεραγία» εκδ. Αρμός, του Φώτη Κόντογλου.