Σήμερα όλη ἡ Ελλάδα μοσχοβολά από το ευωδέστατο σκήνωμα της Παναγίας, που είναι η μητέρα των αρφανεμένων, η ελπίδα των απελπισμένων, η χαρά των θλιμμένων, το ραβδί των τυφλών, η άγκυρα των θαλασσοδαρμένων. Κι απ’ άκρη σε άκρη της Ελλάδας, στις πολιτείες, στα χωριά, στα μοναστήρια και στις σκήτες, απάνω στα δασωμένα βουνά, στα λαγκάδια, στις σπηλιές, στα γαλανά τα κύματα που δροσοαφρίζουνε από τον πελαγίσιον αγέρα, στα νησιά και στα ρημόνησα, στους κάβους, παντού αντιλαλεί η υμνολογία που ψέλνουνε οι ψαλτάδες για την ταπεινή βασίλισσα που κοιμήθηκε. Το μελτέμι που φυσά τώρα το Δεκαπενταύγουστο και δροσίζει τον κόσμο τα δεντρικά που ‘ναι φορτωμένα με λογής λογής οπωρικά, τα άγρια τα ρουμάνια, με τις αντρειωμένες βαλανιδιές και με τα έλατα και με τα κέδρα, τα άσπρα σύννεφα που αρμενίζουνε στον γαλανό ουρανό, όλα είναι χαροποιά και μακάρια, όλα είναι ιλαρά από την γλυκύτητα της Παναγίας. Στα πέλαγα ταξιδεύουνε λογής-λογής καράβια και καΐκια πώχουνε γραμμένο απάνω στο μάγουλο τους το γλυκύτατο τ’ όνομά της. Ω! Αληθινά δική μας είναι η Παναγία, δικό μας είναι το Ρόδον το Αμάραντον!
Ποιος θα μπορούσε να την υμνήσει όπως την υμνολογήσανε οι υμνωδοί της Εκκλησίας μας; Αρχαγγελικές σάλπιγγες θαρρείς πώς ακούγονται παντού, με ύψος και με σεμνότητα, μ’ ένα κάλλος πνευματικό που βρίσκεται μονάχα στην Ορθοδοξία. Στον Εσπερινό της παραμονής ψέλνουνε τούτα τα τροπάρια που γεμίζουνε την ψυχή μας με κάποιον αγιασμένον ενθουσιασμό: «Ω του παραδόξου θαύματος! η πηγή της ζωής, εν μνημείῳ τίθεται, και κλίμαξ προς ουρανό, ο τάφος γίνεται. Ευφραίνου Γεθσημανή, της Θεοτόκου το Άγιον τέμενος. Βοήσωμεν οι πιστοί, τον Γαβριήλ κεκτημένοι ταξίαρχον, Κεχαριτωμένη χαίρε, μετὰ σου ο Κύριος, ο παρέχων τω κόσμῳ διά σου το μέγα έλεος».
Από τί καρδιές, από τί χρυσά σπλάχνα βγήκε τούτος ο πλούτος! Εδώ δεν είναι συνταίριασμα τεχνικό από λόγια κι από ήχους. Εδώ είναι αληθινά «η φωνή του Γαβριήλ μελωδούντος» από τας ουράνιους αψίδας, ύμνος αθανασίας. Αμὴ εκείνη η θ΄ ωδή που λέγει: «Νενίκηνται της φύσεως οι όροι, εν σοι Παρθένε άχραντε, παρθενεύει γαρ τόκος, και ζωὴν
προμνηστεύεται θάνατος. Ἡ μετὰ τόκον Παρθένος, και μετὰ θάνατον ζώσα, σῴζοις αεί, Θεοτόκε, την κληρονομίαν σου». Ἡ εκείνο το απολυτίκιο που είναι σοβαρό και γλυκό σαν το εικόνισμά της: «Ἐν τῇ γεννήσει την παρθενίαν εφύλαξας, εν τη κοιµήσει τον κόσµον ου κατέλιπες, Θεοτόκε. Μετέστης πρός την ζωήν, Μήτηρ υπάρχουσα της ζωής, και ταις πρεσβείαις ταις σαις λυτρουµένη εκ θανάτου τας ψυχάς ηµών».
Ἢ ο α΄ ειρμός στις Καταβασίες που λέγει: «Πεποικιλμένῃ τη θείᾳ δόξῃ, ἡ Ιερά και ευκλεής Παρθένε μνήμη Σου, πάντας συνηγάγετο, πρὸς ευφροσύνη τοὺς πιστούς, ἐξαρχούσης Μαριάμ, μετὰ χορών και τυμπάνων, τω Σω άδοντας, Μονογενή, ενδόξως ότι δεδόξασται».
Από τούτη την άγια μέθη, που μεταδίνει η «Πεποικιλμένη», μέθυσε κι ο αγιασμένος γλάρος της Σκιάθου, κ’ έγραψε τους καημούς του Δεκαπενταύγουστου σκιρτώντας από την αγγελική υμνωδία που άκουγε μυστικά, καθισμένος μπροστά στ’ αφρισμένο πέλαγο, «ὁ φιλέρημος γέρων». Από το ίδιο νέκταρ της Παναγίας μέθυσε κι ο Σολωμός και ψέλνοντας και κείνος με ενθουσιασμό την Πεποικιλμένη, έγραψε στον Ύμνο της Ελευθερίας τούτα τα λόγια:
«Ακολουθεί την αρμονία ἡ αδελφή του Ααρών, ἡ προφήτισσα Μαρία μ’ ένα τύμπανον τερπνόν. Καὶ πηδούν όλες οἱ κόρες μὲ τσ’ αγκάλες ανοικτές τραγουδώντας ανθοφόρες με τὰ τύμπανα κ’ εκείνες».
Η Μαριάμ, η συνονόματη της Παναγίας, ήτανε η αδελφή του Ααρών, που άρχισε να ψέλνει για να φχαριστήσει το θεό, που καταπόντισε
τον Φαραώ στην Ερυθρή θάλασσα. Και τη συντροφεύανε οι άλλες οι κόρες, χορεύοντας και παίζοντας τα τύμπανα. «Λαβούσα δε Μαριὰμ η προφήτις, η αδελφή του Ααρών, το τύμπανον εν τη χειρὶ αυτής, και εξήλθοσαν πάσαι αι γυναίκες οπίσω αυτής μετὰ τύμπανων και χορών»(Ἐξόδ. ιε΄, 20).
Αυτή είναι η αγιασμένη Ελλάδα, κι από το γάλα της βυζάξανε και θραφήκανε οι ποιητές της, το γάλα της Παναγίας.
Εμείς αυτό το γάλα το σιχαθήκαμε, αλίμονο!
Από το βιβλίο «Παναγία και
Υπεραγία» εκδ. Αρμός, του Φώτη Κόντογλου.