«Προσευχή είναι η εδραίωση της επαφής με τον Θεό»
Κάθε στιγμή μπορεί
να είναι μια
στιγμή προσευχής, όταν
πίνουμε ένα ποτήρι νερό,
όταν κοιτάμε τον
ουρανό, όλες οι
σωματικές μας ενέργειες είναι
προσευχές. Το σώμα
μας δίνει ευγνώμονες ευχαριστίες, όταν
διψά και πίνει
νερό, ή όταν
βουτάμε στην δροσερή θάλασσα καταμεσής
μίας ζεστής ημέρας.
Όλη μας η
ύπαρξη, μελωδεί ύμνο ευχαριστίας προς τον Πλάστη
μας.
Η Παναγία είχε
δοθεί, ολόκληρη, στην
προσευχή, από την
αρχή. Εμείς, έξαφνα, αποσπασματικά, μερικές φορές εν
διαστάσει το σώμα μας
με την ψυχή, αιφνιδιαζόμεθα από την διάσταση
της προσευχής, και από
το πώς ενεργεί πάνω μας.
Η Παναγία ζούσε
την φυσική κατάσταση
της ενότητας της τριμερούς
της ύπαρξής της,
με τον Κόσμο
και την τριαδική Θεότητα.
Έτσι ή
ψυχή και το
σώμα της, διαπνέοντο
από αυτήν την εν χάριτι
ενότητα και επικοινωνία.
Καμία σύγκρουση, καμία
αντιπαράθεση ή ανυπακοή. Εγώ
και εγωκεντρικός εαυτός
στην Παναγία δεν
υπήρξε ποτέ. Γι
αυτό δεν είχε
χώρο ή αμαρτία.
Γιατί το εγώ,
είναι κατά κάποιο τρόπο,
μια επανάσταση κατά
του Θεού, μια
δημιουργία έξω από τη Δημιουργία
του Θεού, ένα
σύνορο εκτός Παραδείσου
και πολλές φορές, για
πολλούς από εμάς,
ή αρχή του
τόπου της κολάσεως μας.
Αυτό το
Εγώ, δεν «έφτιαξε» ποτέ
η Παναγία, για
αυτό έμεινε, ο όντως, εαυτός
της, και εντελώς
φυσικά «έκλεινε» προς τον
Θεό, ολόκληρη την ύπαρξη
της. Και το
ίδιο φυσικά -και
όχι υπερφυσικά -«έκλεινε» και ο
Θεός προς Εκείνη
και την κατέστησε
Θεοτόκο. Διότι στο
σώμα και την ψυχή
της Παναγίας δεν
υπήρξε ταύτιση με
την ύλη ή τον κόσμο, και
έμειναν και τα
δύο ενωμένα προς
τον Θεό και
μεταξύ τους, ώστε να
χωρέσουν τον Αχώρητο.
Διότι εάν
ο άνθρωπος δεν ενσωματώσει την αμαρτία δεν
θα γνωρίσει τον
θάνατο. Γιατί, χάριτι Θεού, ο άνθρωπος είναι
Αθάνατος. Η υπακοή
της Παναγίας, στο
θείο θέλημα, ανα-καλύπτει στην
ίδια την Θεοτόκο,
την ενότητα της ανθρώπινης φύσης, την εσωτερική
ενότητα σώματος και
ψυχής και την υποστατική
ενότητα με την
θεότητα.
Έτσι η
Παναγία μεθίσταται σήμερον από
την Γη προς
τον Ουρανό εν
σώματι, διότι η πυκνότητα του σώματος δεν
την οδηγεί προς τα
κάτω, θεώμενο το σώμα
από την άνευ
όρων παράδοση του
στη θεότητα, «ακολουθεί»
την ψυχή, μιας και
ούτε ένα λεπτό δεν χωρίσθηκαν.
Το σώμα δηλαδή της Παναγίας, ποτέ, δεν «κοίταξε» προς την Γη, δεν αποχωρίσθηκε της ψυχής, για να «ενωθεί» με την ύλη. Και έγινε η Γέφυρα, απ’ όπου μπόρεσε να περάσει ο Χριστός, το μόνο σταθερό
σημείο στο Σύμπαν, απ’ όπου
κατέβηκε ο Υιός
του Θεού προς
τον Κόσμο. Έτσι και
σήμερα, αυτή, ή
ψυχοσωματική ενότητα, παραμένει
ενιαία, δεν διασπάται
ο φυσικότατος δεσμός,
και η Θεοτόκος,
μεθίσταται, ολόκληρη, προς
τον προορισμό της.
Εμείς, καθημερινά, βιώνουμε
την απόσταση, ανάμεσα
στο σώμα μας και την
ψυχή μας, ανάμεσα
σε μας και
τον Θεό, σαν
απείρως τεράστια ,ενώ
απόσταση ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ. Βιώνουμε την απόσταση
με τον συνάνθρωπό μας,
τον πλησίον μας,
σαν τεράστια, τόσο
πού ούτε βλέπουμε, πραγματικά, ούτε ακούμε
κανέναν. Μόνο τον
ίδιο μας τον
«εαυτό» αναζητούμε στους γύρω ή στα κτίσματα. Διότι
απ’ τη στιγμή πού
θα απολέσουμε την τριαδική
μας υπόσταση (λόγω
αμαρτίας, λόγω του εγώ)
αυτόματα εκπίπτουμε του
Παραδείσου της διαρκούς συνομιλίας με
τον Θεό και
της συμπαντικής ενότητας
με τους άλλους και
με τον Κόσμο.
Αυτό μας ακυρώνει
την δυνατότητα της
θέωσης μας μέσω της
Θεοτοκίας και μας
οδηγεί προς τον
«φυσικό» θάνατο,
δηλαδή τον μη
φυσικό χωρισμό σώματος
και ψυχής. Διότι,
πρέπει εδώ να το
πούμε, θάνατος πραγματικός δεν υπάρχει. Αυτό που εμείς αντιλαμβανόμαστε σαν
θάνατο, είναι η
απώλεια της μορφής,
έτσι όπως την γνωρίζουμε
σαν σωματο-ψυχική.
Έτσι, αφού λόγω
της επανάστασης μας
απέναντι του Θεού,
χάσαμε την όραση της
καθόδου και της
ανόδου ολόκληρης της κτίσης προς τον Θεό,
παραμένουμε έντρομοι εμπρός,
στο μυστήριο του
θανάτου.
Σήμερα, όμως, αναγνωρίζουμε στο πρόσωπο της
Παναγίας, αυτή την άνοδο
ολόκληρης της ανθρωπότητας προς το Όλον.
Να δούμε στη
Μετάσταση, όχι ένα
θαύμα, αλλά την πραγματικότητα. Να
δούμε στον δικό
μας φόβο θανάτου,
μόνο την αντίσταση και
την αμαρτία. Και
να εντρυφήσουμε όλοι, σήμερα σε αυτή την
εορτή, τον φόβο
μας, σαν ποιότητα
και ποσότητα, και μέσα
από αυτή την
διαπίστωση, ο καθ’
ένας μας προσωπικά,
ας μετρήσει πόσο θάνατο,
έχει επιτρέψει να
φιλοξενεί ή πόσο
Θεό Μέσα Μας. Δηλαδή,
πόσο Θεοτόκοι, εν
χάριτι ή πόσο
θανατο-τόκοι εν θελήματι έχουμε
γίνει.
Και από αυτό το
μέτρημα, σήμερα, ας
ξεκινήσουμε, εκούσια, την πορεία
εκ του θανάτου,
προς τη Ζωήν,
έτσι ώστε, η
ποσότητα και η ποιότητα
του Θεού, που
κυοφορούμε μέσα μας,
έτσι και αλλιώς,
από την στιγμή της
σύλληψής μας, να
αυξάνεται πνεύματι και
δυνάμει, ώστε να
πραγματώσουμε συνειδητά, τον
σκοπό της ζωής
μας.
Την επιστροφή μας εκεί απ’ όπου προήλθαμε.
ΕΙΣ ΤΗ ΚΟΙΜΗΣΙΝ ΤΗΣ YΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ
«Μάρθα, Μάρθα, μεριμνάς και τυρβάζεις περί πολλά, ενός δε εστί χρεία. Μαρία δε, την αγαθήν μερίδα εξελέξατο….»
Μόνοι μας έχουμε επιλέξει αυτά τα
πολλά για τα οποία μεριμνάμε και τυρβάζουμε. Μόνοι μας έχουμε χτίσει αυτόν τον
πολύπλοκο κόσμο γύρω μας και μέσα μας, με δική μας ευθύνη. Είναι πολλά όλα αυτά
γιατί τις περισσότερες φορές μας έλειψε το
ένα, αυτό που πραγματικά έχουμε χρεία. Ποτέ όμως, ούτε ένα λεπτό της ζωής
μας, αυτό το ένα δεν έπαψε να
λειτουργεί μέσα μας, αφού είναι αυτό που μας δόθηκε από καταβολής Κόσμου, από
την Αρχή της δικής μας καταβολής.
Έτσι ότι και αν κάναμε, φτιάξαμε,
ή σκεφτήκαμε μέσα μας, αυτό το ένα ψάχνουμε.
Την ουσία της ουσίας μας. Γιατί όσο και όπου και εάν περιπλανηθήκαμε, από Αγάπη
περιπλανηθήκαμε και για την Αγάπη.
Από το κατ’ εικόνα, στο καθ’
ομοίωση.
Όμως μεριμνήσαμε και τυρβάσαμε
περί πολλά, γιατί το Ένα μας φάνηκε λίγο, γιατί ήταν λίγο, μας πήρε πολύ να
καταλάβουμε ότι ήταν αρκετό! Η Μαρία όμως από την αρχή, την αγαθή μερίδα
εξελέξατο, ήτις ουκ αφαιρεθήσεται απ’ αυτής.
Γιατί αυτό, το αιώνιο τίποτα και
κανείς δεν μπορεί να μας το αφαιρέσει, όσο αιώνια είναι η ψυχή μας, τόσο αιώνιο
είναι αυτό το ένα.
Όμως, μην αδικήσουμε την ολότητα
του εαυτού μας. Πάντα η Μάρθα υποδέχεται τον Κύριο, πάντα η Μάρθα περισπάται
περί πολλήν διακονία, αλλά ας μην ζητήσουμε, ας μην αφήσουμε ποτέ, την ψυχή μας
«ίνα συναντιλάβηται.»
Η ψυχή μας θα μένει παρά τους
πόδας του Ιησού, πάντα δίπλα στην Μάρθα της διακονίας, αλλά χωρίς να συναντιλαμβάνονται.
Ολόκληρος ο εαυτός μας, θα
διακονήσει τον Κύριο τελικά εφ’ όσον αντιληφθούμε πού, είμαστε και ποιοι
είμαστε και γιατί και για ποιόν τυρβάζουμε. Όλα τα άλλα είναι τα «πολλά», το
«ένα» είναι του οποίου «εστί χρεία».
Αυτό το ένα μας διδάσκει και η σημερινή εορτή και όλες οι εορτές.
Αυτό το Ένα ερχόμαστε να βρούμε πολλοί εμείς ανάμεσα σε πολλούς.
Αυτόν τον Ένα θα συναντήσουμε με ολόκληρο τον εαυτό μας και θα τον καταλάβουμε με την αθάνατη ψυχή μας και θα παρακαθήσουμε παρά τους πόδας Αυτού.
Ας δούμε στην ζωή μας το περιττό
που μας κούρασε, αυτό που ζήσαμε αλλά δεν μας έζησε, αυτά που μας περιέσπασαν
σε διακονία πολύ αλλά δίπλα μας, εύκολα, είναι αυτό που κανείς δεν μπορεί να
μας αφαιρέσει.
Μέσα μας…..
Αυτή η ωραία θέση, δίπλα στους πόδας του Ιησού, αυτό το
ωραίο άκουσμα των λόγων Αυτού……
Και σήμερα, δικαίως, ας σηκώσουμε
τη φωνή μας, αφού είδαμε, ακούσαμε και καταλάβαμε και ας πούμε και εμείς:
«Μακαρία η κοιλία η βαστάσασά σε,
και οι μαστοί, ούς εθήλασας….»
Και θα ακούσουμε τελικά την φωνή Αυτού να λέγει:
Ναι μεν αλλά, μακάριοι αυτοί που ακούν το λόγον του Θεού και τον φυλάττουν.
Βοήθεια μας
η Παναγία