Σάββατο 11 Δεκεμβρίου 2021

Κυριακή ενδεκάτη εκ του κατά Λουκά (των Προπατέρων).

Ερχόμαστε σε αυτόν τον κόσμο, από Θείο θέλημα, τέλειοι. Κι όμως πάντα μ’ ένα συναίσθημα ατέλειας. Αφού πρώτα γεννιόμαστε μέσα στην ουσία του Θεού, πλήρεις, αφού τίποτε το ατελές ή ελλιπές δεν μπορεί να προέλθει από έναν τέλειο Θεό.

Κι όμως πολύ γρήγορα μας καταλαμβάνει ένα άγχος έλλειψης, ένα αίσθημα παράξενο, κενού, φτιάχνεται μέσα μας, μια αναπηρία, μια χωλότητα, μια τυφλότητα που μας άγει και μας φέρει.

Και ο καθένας από εμάς, κατά τη δύναμη του αγοράζει αγρούς, δένεται πίσω από ζεύγη βοών πέντε, παντρεύεται γυναίκα και αρνείται την ζωή σαν σύνολο. Αυτήν τη θαυμάσια ολότητα στην ύπαρξή του που του χάρισε ο Θεός απ’ αρχής, ανταλλάσσει με έναν δικό του κόσμο αγρών και βοδιών τόσο περιορισμένων που οι λέξεις «ανάγκην έχω», ή «ου δύναμαι»να σηματοδοτούν τη πλέον αναπηρία μας. Να ζωγραφίζουν την τυφλότητά μας εκεί που θα ‘πρεπε να βασιλεύει το φως το της γνώσεως.

Γι αυτό κι όταν, καταμεσήμερο, ένας δούλος του Κυρίου αυτού του κόσμου εμφανίζεται εμπρός μας και μας λέγει: «Έρχεσθε, ότι ήδη έτοιμα εστί πάντα» εμείς καθηλωμένοι σε αγρούς, ζεύγη βοών πέντε και οικογένειες αρνούμεθα.

Ίσως πούμε ότι αγρόν αγοράσαμε, ή ζεύγη βοών πέντε, ή ότι παντρευτήκαμε και ου δυνάμεθα ελθείν. Οι περισσότεροι όμως από εμάς θα πούμε, έχω πρόβλημα με τον αγρό που αγόρασα, πρόβλημα με τα βόδια πίσω από τα οποία πορεύομαι, έχω πρόβλημα με την γυναίκα και τα παιδιά μου και δια τούτο ουκ δύναμαι ελθείν.

Όλα αυτά που μας έγιναν πρόβλημα ενώ νομίσαμε ότι θα μας κάνουν πλήρεις, μας έκαναν ελλιπείς.

Και ποιο είναι αδελφοί μου, το πρόβλημα τελικά;

Μα ότι ποτέ δεν υπήρξε κανένα πρόβλημα, ούτε υπάρχει, ούτε θα υπάρξει ποτέ μέσα στο Κόσμο του Θεού.

Σε ολόκληρο το Σύμπαν τα πάντα δονούνται από τη τελειότητα του Δημιουργού και πουθενά δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα.

Μόνο στον άνθρωπο, τον ελεύθερο και αυτεξούσιο άνθρωπο, σε μένα και σε σας, υπάρχει πρόβλημα. Και φαίνεται και στη σημερινή παραβολή.

Το υπαρξιακό «πρόβλημα» του ανθρώπου είναι:αφ’ ενός η εκ του μη όντος εις το είναι γέννησις και αφ’ ετέρου το κατ’ εικόνα και το καθ’ ομοίωσιν μας με τον Δημιουργό. Το κατ’ εικόνα είναι δεδομένο. Όλοι μας είμεθα εικόνα και κατ’ εικόνα του Θεού. Το καθ’ ομοίωσιν όμως εμπεριέχει ενέργεια, δείχνει κίνηση, απαιτεί ελεύθερη βούληση.

Ο άνθρωπος έχει το κατ εικόνα και σαν σκοπό της ζωής του το καθ’ ομοίωσιν. Και πάνω σ’ αυτό πάσχει.

Έχουμε όμως και κάτι άλλο που μας διαφοροποιεί από την κτίση και άλογα ζώα: Έχουμε μέσα στο υποσυνείδητο μας την μνήμη της εκ του μηδενός δημιουργίας μας. Εκ του μη όντος εις το είναι.

Αυτό αν δεν το λειτουργήσουμε ενεργειακά, μας ρουφά σαν στρόβιλος προς τα μέσα, είναι ένας εσωτερικός κίνδυνος, μια ανάποδη κίνηση προς το μηδέν. Όλοι το νοιώθουμε αυτό.

Σε ανθρώπους που έχασαν τα λογικά τους φαίνεται πιο έντονα, σε όλες μας τις δημιουργίες που κρύβουν φόβο θανάτου, σε πολέμους, σφαγές, λεηλασίες σε κάθε έγκλημα και σε κάθε τιμωρία, είναι αυτό το άγγιγμα του κενού, αυτή η αίσθηση του μηδενός που αν ο άνθρωπος αρνείται να στραφεί προς τον Θεό, βιώνει με απίστευτο πόνο.

Στο Σύμπαν διακρίνεται και περιγράφεται σαν Μαύρη Τρύπα, Σκοτεινό Σύμπαν, κενό. Στην ανθρώπινη ψυχολογία σαν τρέλα. Είναι μια ροπή που υπήρξε και στις Νοερές Δυνάμεις και έφερε την πτώση του Τάγματος του Εωσφόρου.

Μόνο που στο Σύμπαν αυτοπεριορίζεται και στις Νοερές Δυνάμεις σταμάτησε μια για πάντα με το «Στώμεν Καλώς» που ειπώθηκε και ακούστηκε.

Στην ανθρώπινη ψυχή όμως, την ώρα του δείπνου, αποστέλλεται δούλος ειπείν τοις κεκλημένοις. Και αυτό είναι όλο.

Στον άνθρωπο ο θεός κάνει πρόσκληση σε δείπνο, έτοιμα εστί τα πάντα. Αλλά εμείς παραιτούμεθα, γιατί έχουμε πρόβλημα. Και δια τούτο ου δυνάμεθα ελθείν.

Το αίσθημα ότι κάτι λείπει, αυτό το λάθος μας, μας έκανε να αρνηθούμε αυτό το έτοιμο, χάριν της ψευδαίσθησης ενός μικρού, περιορισμένου, ατομικού μας κόσμου. Η εικόνα του εαυτού μας έγιναν όλα αυτά, κτήματα, βόδια, σχέσεις και έτσι αρνούμεθα την πρόσκληση.

Όμως ο οίκος πρέπει να γεμισθεί. Η Δημιουργία θα βρει τη πληρότητά της εν Θεώ.

Αφού την τελειότητα της ύπαρξής μας την κάναμε ανάπηρη, χωλή και τυφλή, αφού έτσι χάσαμε το Παράδεισο του Θεού αλλά και τον όποιον δικό μας παράδεισο, και βρεθήκαμε κυριολεκτικά στο δρόμο. Και πάλιν Αυτός, ο Δούλος του Κυρίου, έρχεται και θα μας συναντήσει. Και θα μας αναγκάσει να εισέλθουμε στη χαράν.

Αυτός ο Δούλος ο Γενητός του Πατρός με ένα «ν» θα γεννηθεί με δύο «ν»και εντός μας σε λίγο. Θα γεννηθεί μέσα σε κάθε κύτταρο της ύπαρξής μας, εκούσια και ελεύθερα, για να μας δώσει την δυνατότητα να δούμε ποιοι, πραγματικά είμαστε. Στο πρόσωπό Του πρέπει να δούμε το πρόσωπό μας. Το πραγματικό. Την όντως ύπαρξή μας, την εν Χριστώ ύπαρξή μας.

Μόνο να παρακάμψουμε, αδελφοί, τα Ιεροσόλυμα του Νου μας, τους Ηρώδηδες του κόσμου τούτου και να φθάσουμε στη Βηθλεέμ της

καρδιάς μας και εκεί να μείνουμε, μέσα στην καρδιά μας, όπου γεννιέται ο Χριστός.

Κι έτσι εν Χριστώ ανάπηροι, χωλοί και τυφλοί χωρίς εστία χωρίς κτήματα, βόες και σχέσεις, έξω από τις φυλακές των δεσμεύσεων μας, να μας συναντήσει ο Δούλος του Κυρίου, και έτσι μισούς να μας οδηγήσει στην πληρότητα, όπου ήδη έτοιμα εστί πάντα και από πάντα

Αμήν.


 ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΠΡΟΠΑΤΕΡΩΝ

Εκ του κατά Λουκά

«Έρχεσθε, ότι ήδη έτοιμα εστί πάντα»..

Τι καλλίτερο θα μπορούσαμε να ακούσουμε δύο εβδομάδες πριν τα Χριστούγεννα; «Έρχεσθε», μια πρόσκληση γεμάτη βεβαιότητα «ότι ήδη έτοιμα εστί πάντα», όλα είναι από πριν έτοιμα.

Από κάποιον οικοδεσπότη, τον οικοδεσπότη του κόσμου ετούτου. Ο οποίος στην πιο όμορφη στιγμή του χρόνου, ποιεί δείπνον μέγα, έτσι Μέγας που είναι και ο ίδιος και καλεί πολλούς, έτσι πολύ που είναι η αγάπη του. Τα πάντα, ήδη έτοιμα. Για εμάς. Η πρόσκληση του Θεού μια πρόσκληση σε γιορτή, που ορίζεται από τη λέξη «έρχεσθε».

Κάθε στιγμή της ζωής μας , αδελφοί, κάποιος μας καλεί σε μια έτοιμη γιορτή. Σε μια έτοιμη χαρά.

Αν το σκεφθείτε, από το χάραμα που μέσα σε μια έκρηξη χρωμάτων η μέρα διαδέχεται την νύχτα, μια πρόσκληση είναι και αυτή σε μια χαρά. Την χαρά της καινούργιας μέρας, μια πρόσκληση να πετύχουμε και να χαρούμε αυτό το θαύμα που θα συντελεσθεί και σήμερα μπροστά στα μάτια μας, για εμάς.

Κι όταν το δειλινό, τα χρώματα ηρεμούν και μας οδηγούν στην μυστική ομορφιά της νύχτας, άλλη μια πρόσκληση για γιορτή, για χαρά, να ευφρανθούμε για τον όμορφο κόσμο που μας χάρισε ο Μεγάλος Θεός και να συμμετάσχουμε, να τον κοινωνήσουμε αυτόν τον κόσμο, να τον μεταλάβουμε σε δείπνο χαράς.

Και κάθε άνθρωπος που μας πλησιάζει είναι ένας δούλος του οικοδεσπότη αυτού του κόσμου, που μας καλεί να συνυπάρξουμε εμείς και οι άλλοι, εκλεκτοί, πλάσματα του Δημιουργού εκλεκτά.

Και σήμερα, Κυριακή των Προπατόρων, στην καρδιά ενός χειμώνα, στα προεόρτια των Χριστουγέννων, όλα, μια ετοιμασία για δείπνο χαράς.

«Έρχεσθε» το μόνο που ακούν τα αυτιά μας.

Όμως δεμένοι σε αγρούς που αγοράσαμε και νομίζουμε ότι μας ανήκουν, ακολουθώντες ζεύγη βοών των  πέντε αισθήσεων μας που καταντούν παραισθήσεις έτσι που τα ζεύσαμε και μας έζευσαν και πορευόμαστε οπίσθω τους, δοκιμάζοντας συνεχώς επιθυμίες και αισθήματα…

Ή δεμένοι με γυναίκα απομονώσαμε τα πάντα γύρω και δεν δυνάμεθα πλέον ελθείν μιας και νομίσαμε, ότι ο γάμος θα μας έκανε εμάς τους ίδιους οικοδεσπότες κάποιου μικρού στενού χώρου. Μπερδεμένοι, μέσα στον ελάχιστο ιδιόκτητο αγρό μας, ακολουθούντες τις διπλές, πάντα, επιθυμίες μας, έγινε ακόμα και ο σύντροφός μας, άρνηση για έξοδο από τον εαυτό μας. 

Και απαντάμε « ου δύναμαι ελθείν». Πάντα για κάποιον άλλον.

Όμως κάποιοι άλλοι, έμειναν πτωχοί, δίχως αγρούς και δεσμεύσεις. Με πολλές ελλείψεις, τυφλοί για τον κόσμο και ανάπηροι, τόσο που ποτέ δεν δέθηκαν πίσω από βόδια κι άφησαν τους εαυτούς τους σε πλατείες και ρύμες της πόλεως. Εκτέθηκαν. Οι ελλείψεις τους, τους άφησαν έξω, στο δρόμο, εκεί που ίσως θα συναντούσαν αυτό που τους λείπει.

Αν καταλάβαμε ποτέ πόσο πτωχοί, ανάπηροι και τυφλοί είμαστε, θα μείναμε έξω, σε πλατείες και ρύμες, ψάχνοντας, επαιτώντας.

Ζητιάνοι, ανέστιοι και πένητες, από ταπείνωση, παρίες.

Αν γελαστήκαμε και δεν αναγνωρίσαμε τη χωλότητα και τη τυφλότητά μας, τότε αγοράσαμε αγρούς που δεν ήταν δικοί μας, πήραμε από πίσω βόδια και κάναμε τη γυναίκα που παντρευτήκαμε άρνηση για πιο πέρα. Και οργίσαμε με την ανοησία μας το Θεό.

Γιατί ο οίκος του Θεού θα γεμίζει πάντοτε από εκείνους τους τυφλούς και τους ανάπηρους, από εκείνους του δρόμου. Και πάντοτε θα προσέρχονται σ’ αυτόν οι άνθρωποι  «του δρόμου».

Ας σκεφτούμε, αδελφοί μου, τι θεωρούμε τον εαυτό μας…Γιατί η αναπηρία μας, η τυφλότητά μας, η χωλότητά μας, είναι η ανθρωπιά μας. Και μέσα σ’ αυτή την αδυναμία μας θα δεχθούμε την πρόσκληση. Θα αναγκασθούμε να προχωρήσουμε προς το δείπνο.

Όλα τα άλλα, που έχουμε, νομίζουμε ότι κατέχουμε, θα μας οδηγούν πάντα στο «έχε με παρητημένον»

Στην άρνηση της χαράς, της όντως χαράς.

Αδελφοί, η ζωή μας είναι Δρόμος. Είναι ο Δρόμος.

Μη γελιόμαστε με αγρούς… Ο δρόμος που μας οδηγεί στην Χριστού Γέννηση.

Εντός μας, εκτός Βηθλεέμ. Στην πτωχεία και στην ελευθερία του σπηλαίου.

Στην βασιλεία των ουρανών.

Καλά Χριστούγεννα!!