Σάββατο 2 Μαΐου 2020

Κυριακή των Μυροφόρων

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ
Εκ του κατά Μάρκου

Αντιμετωπίζουμε τον θάνατο, τις περισσότερες φορές, με λάθος τρόπο. Σαν ένα γεγονός ξένο, διαφορετικό, απόμακρο. Εστιάζουμε σχεδόν πάντα στο σώμα, που ως «σήμα» του προσώπου που αγαπήσαμε, εκλείπει. Και για εμάς, πεθαίνει. Ενώ, ούτε για τον εαυτό μας τον ίδιο, ούτε για τους άλλους ποτέ δεν περιορίσαμε την ύπαρξή μας, ή την ύπαρξη των άλλων στο σώμα.
Εμείς γνωρίζουμε ότι ποτέ σχεδόν δεν αισθανθήκαμε να είμαστε μόνον σώμα, ίσως περισσότερο, βλέμμα….Περισσότερο υπάρξαμε εκεί που ήταν το βλέμμα μας, παρά εκεί που είναι το σώμα μας. Και μετά το θάνατο κάποιου που αγαπήσαμε, το βλέμμα μας, μένει ορφανό ψάχνουμε αλλά δεν βλέπουμε πια το σώμα που αγαπήσαμε, το σήμα, νομίζουμε ότι έχει χαθεί. Και αναζητούμε συχνά, παρηγοριά, στο μόνο, σήμα…..που απομένει, το μνήμα, ο τάφος, ότι υπάρχει ακόμα διαθέσιμο στο βλέμμα μας.
Αυτό όμως που αγνοούμε συχνά, είναι η ψυχή μας και η δύναμή της. Αυτό το αγνοήσαμε, σαν μικρά παιδιά και όταν ζούσαμε μαζί με αυτούς που αγαπήσαμε. Και τότε οι ψυχές μας αγαπιόνταν, πολύ, πολύ δυνατά, η μία ψυχή αγκάλιαζε την άλλη και ζούσαμε την χαρά της κοινωνίας…. Τα σώματα, πάντα άπειρα, αδέξια, προσπάθησαν να αγαπηθούν….
Ο Χριστός ακούμπησε πάντα, τα σώματα για να τα θεραπεύσει, εύκολα με απλές κινήσεις, όμως μίλησε πάντοτε με στόχο τις ψυχές. Η ψυχή Του πονούσε σφόδρα όταν μοιραζόταν το Πάθος μαζί μας και εμείς Μαζί Του.
Και σήμερα, ο Πιλάτος, ο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας και οι Μυροφόρες, το σώμα, σκέφτονται. Ο Ιωσήφ και οι Μυροφόρες θέλουν να Το κρατήσουν λίγο ακόμα κοντά τους, να το αγαπήσουν λίγο ακόμα. Με σινδώνι, καθαρά και αρώματα, σε μνημείο λελατομημένον εκ πέτρας, και μύρα. Και θάρρος το θάρρος που γεννά η έννοια του θανάτου.
Και με ότι καλλίτερο έχουν έρχονται οι Μυροφόρες, ανατείλαντος του ηλίου, όμως αυτό το οποίον ήθελαν, «ουκ έστιν ώδε» «ίδε ο τόπος όπου έθηκαν αυτόν» θα μάθουν ότι δεν είναι εκεί, σε τάφο, αλλά «ότι προάγει υμάς εις την Γαλιλαίαν» εκεί αυτόν όψεσθαι.
Κάθε άνθρωπος μας που τέθνηκε, απλά «προάγει υμάς εις την Γαλιλαία», προάγει, προπορεύεται, έχει προχωρήσει μπροστά και θα μας περιμένει στην Γαλιλαία, όπου εκεί θα τον δούμε.
Ο Χριστός έμεινε δίπλα μας, είναι δίπλα μας, αλλά και προπορεύτηκε «καθώς είπεν υμίν» ότι μας περιμένει, ότι θα συναντηθούμε, θα Τον ιδούμε.
Η έννοια του θανάτου μόνον σαν ολοκλήρωση. Η πραγματικότητα του θανάτου είναι ότι εμείς, ζητάμε «εσταυρωμένον», πάντα εαυτόν και αλλήλους μέσα από την καθήλωση, την υποδούλωση και τον περιορισμό του θανάτου. Ενώ η Ανάσταση και ο νεανίσκος ο περιβεβλημένος στολήν λευκήν, μας θαμβώνουν….μας προάγουν.
Και ενώ αντιμετωπίζουμε τον θάνατο, συχνά, με μύρα, σινδόνας καθαράς και τόλμη και θάρρος, το γεγονός του μη θανάτου, της Ανάστασης, μας γεμίζει τρόμο και έκσταση. Κάθε υπέρβαση αυτών που έχουμε στην σκέψη μας, μας γεμίζει τρόμο και έκσταση.
Αυτό μας μαθαίνει η Ανάσταση.
Αυτό ήλθαμε και σήμερα, όρθρου βαθέως, του ηλίου ανατείλλαντος  να μάθουμε. Το «ουκ έστι ώδε».
Μέσα στην εκκλησία, Πανάγιο Τάφο του Χριστού, εις τον τόπον όπου έθηκαν Αυτόν, θα ακούμε το χαρμόσυνο μήνυμα. Και σιγά σιγά, ο φόβος και η έκστασις θα μεταβάλλεται.
Η τυφλότητα μας θα γίνεται φως, η παραλυσία μας, από καθήλωση θα γίνεται ελευθερία, «ως είπεν υμίν».
Και θα προάγωμεν εις την Γαλιλαία, εκεί Αυτόν οψόμεθα.


Αμήν



ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ
Εκ του κατά Μάρκου

«Και λίαν πρωί της μιας Σαββάτων, έρχονται επί το μνημείον, ανατείλαντος του ηλίου»

Τις περισσότερες φορές ολόκληρη η ζωή μας ,γίνεται μια νεκρική πομπή, μια πορεία σταθερή προς ένα τάφο, μια προσπάθεια φροντίδας για το σώμα μας, για το σώμα άλλων, όρθρου βαθέως, στο μισοσκόταδο.
Σε αυτήν μας την πορεία, κάθε στιγμή η επιθυμία μας να συναντήσουμε αυτό το σώμα γεννά και το ερώτημα, «Τις αποκυλίσει ημίν το λίθο;» είναι γαρ μέγας σφόδρα ο λίθος που μας χωρίζει από το σώμα μας και από το σώμα των άλλων. Όμως όταν πρόκειται για εκείνη την Μίαν, την Μοναδική Συνάντηση που έζησαν και ζουν σήμερα οι Μυροφόρες, αναβλέψαντες θα ιδούμε, ότι αποκεκύλισται ο λίθος. Στην συνάντηση μας με το Χριστό και μόνον, αυτός ο φραγμός καταργείται.
Κι ενώ εμείς βαδίζουμε την οδό που ξέρουμε, προς τάφους, σε αυτόν τον σημερινό τάφο δεν θα μας περιμένει το σώμα έτσι που το έχουμε συνηθίσει αλλά, κενόν μνημείον Και σε μιαν άκρη το σουδάριον, πεπερασμένο περιτύλιγμα, δίχως περιεχόμενο.
Για αυτό το όραμα, τα μάτια μας δεν είναι συνηθισμένα.
Για αυτό πιο εύκολα θα νομίσουμε ότι «ο κηπουρός εστίν» ή θα θελήσουμε να βάλουμε τα δάχτυλα μας επί του τύπου των ήλων, γιατί αυτή η σχέση και η στάση με την ύλη είναι ότι επιτρέψαμε στον εαυτό μας. Αυτή η σχέση με το σώμα μας και με το σώμα των άλλων η τόσο περιορισμένη.
Και για αυτό κάθε φορά που αγαπήσαμε μορφές που προάγουν βρεθήκαμε στο τέλος ξανά και ξανά εμπρός σε τάφους «κενούς» και μόνο το σουδάριο μας θύμισε λίγο τις μορφές που γνωρίσαμε.
Κάτι άλλο συμβαίνει, αφού ο θάνατος όπως τον ξέρουμε δεν υπάρχει. Και Αυτός που βλέπουμε δεν είναι ο κηπουρός και αυτό που ακούμε σαν «ουκ έστιν ώδε» δεν είναι έλλειψη ή απιστία, αλλά η Όντως Παρουσία.
Σήμερα εωρακάμεν τον τόπον όπου έθηκαν Αυτόν. Σήμερα και σε κάθε σήμερα, βλέπουμε τον τόπο που κι εμείς είμεθα τον τόπο που οι άλλοι είναι, αλλά μόνον τον τόπο.
Για αυτό από σήμερα και στο εξής, ο Αναστάς Χριστός «προάγει υμάς εις την Γαλιλαίαν» εκεί αυτόν οψόμεθα. Αυτό συμβαίνει από σήμερα, σε όλους μας αδελφοί μου.
Ο Χριστός «καθώς είπεν υμίν» μας προάγει, για να παύσουμε αυτήν την νεκρική μας πορεία. Αυτήν την αναζήτηση νεκρών σωμάτων που δεν υπάρχουν. Εμείς βλέπουμε μόνον σουδάρια, το περιτύλιγμα ή δύο 
Αγγέλους που μας δείχνουν τα όρια, ένας προς την κεφαλήν και ένας προς τις ποσί. «Ουκ έστιν ώδε» όμως. Γιατί θάνατος δεν υπάρχει. Κενός χώρος μέσα στον κόσμο του Θεού δεν υπάρχει. Και αυτό το μνημείον «λελατομημένον εκ πέτρας» από το συμπαγές προήλθεν και κανείς δεν είχε τοποθετηθεί πριν σε αυτό μα ούτε και μετά.
Γιατί δεν υπήρξε ποτέ σαν νεκρός ο Χριστός.
Κανένα κλάσμα του δευτερολέπτου δεν υπήρξε μέσα στο Σύμπαν του Θεού για θάνατο. Ποτέ, ούτε μια στιγμή ακινησίας.
Αλλά από την Ζωή στην Ζωή. Μόνον οι μορφές αλλάζουν έτσι που να θυμίζουν αλλά να μην είναι.
Αυτή η ελευθερία έναντι του θανάτου που συναντούν σήμερα οι Μυροφόρες και εμείς προϋποθέτουν την συνάντηση με μορφές που είναι αλλιώτικες, νεανίσκοι περιβεβλημένοι, στολήν λευκή.
Και εκθαμβούμεθα.
Όλα αυτά είναι δύσκολο να τα καταλάβουμε και κάθε φορά που συναντόμεθα με τον θάνατο με τα δικά μας περιορισμένα μάτια, μέσα σε μνημεία στενά, λελατομημένα εκ πέτρας, εξερχόμεθα ταχύ, φεύγουμε εκ του μνημείου και μας κατέχει τρόμος και έκστασις, φοβούμαστε γαρ. Όχι μόνον τον θάνατο, όπως τον ξέρουμε, αυτόν έτσι κι αλλιώς τον φοβόμαστε. Όμως εμείς φοβόμαστε και το «ουκ έστιν ώδε» αυτήν την καινήν ανατροπή και αυτό το πρώτο καινόν μνημείον.
Όμως, ας έχουμε θάρρος αφού φθάνουμε ως εδώ, αφού ζητούμε Ιησούν τον Ναζαρηνόν τον Εσταυρωμένον, που εύκολα δίπλα μας, αναγνωρίσαμε, αφού η πίστη και η αγάπη μας, μας φέρνουν πάντα εις τον τόπον όπου έθηκαν αυτόν, θα συνεχίσουμε και έως της Γαλιλαίας του καθενός από εμάς.
Εκεί θα τον δούμε πραγματικά. Και αν καταλαβαίνουμε σήμερα τι εορτάζουμε «ουδενί ουδέν» ας μην πούμε.
Είναι μεγάλα πράγματα αυτά…
Είναι μεγάλα πράγματα αυτά…

Δεν υπάρχουν σχόλια: