ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ
Εκ του κατά Ιωάννη
«…..έρχεται νυξ, ότε ουδείς
δύναται εργάζεσθε…»
Τα έργα μας πρέπει να είναι
έργα του φωτός….Το φως αποκαλύπτει στα μάτια μας τον κόσμο όπως είναι…Όμως δεν
βλέπουμε τον κόσμο όπως είναι…Εμείς βλέπουμε αυτό που σκεφτόμαστε. Και έτσι
υπάρχουμε μέσα από τις σκέψεις μας, μέσα στις σκέψεις μας. Και για αυτό, συχνά,
αγνοούμε τη ζωή, δεν την καταλαβαίνουμε…σαν τυφλοί, αφού δεν επιτρέπουμε στο
φως να μας συναντήσει και για αυτό όταν λίγο ή πολύ στερηθούμε αυτό το φως,
επιμένουμε να μην το δεχόμαστε, μοιάζει να σταματάμε
μέσα σε μια νύχτα «ότε ουδείς δύναται
εργάζεσθαι»
Βλέπετε, οι συνάνθρωποί του,
που τόσο συχνά έβλεπαν αυτόν τον τυφλό άνθρωπο, άλλοι έλεγον, ούτος εστίν,
άλλοι δε ότι όμοιος αυτώ εστίν. Βιάζονταν να αρνηθούν το θαύμα. Να μην δουν
αυτό που έβλεπαν. Αυτόν που έβλεπαν.
Οι Φαρισαίοι τυφλοί, έβλεπαν
όμως την τήρηση του Σαββάτου και έλεγαν ότι αυτός που δεν τηρεί το Σάββατο,
«ουκ εστί παρά Θεού…» Παρέμεναν και αυτοί τυφλοί, για να μην χάσουν την ιδέα,
την σκέψη που είχαν για τον εαυτό τους.
Ακόμα και οι γονείς του δεν τον
βλέπουν πραγματικά δεν ανατρέπει μέσα τους την σταθερή εικόνα που είχαν για
εκείνον, δεν διευρύνεται η όρασή
τους…..
Είναι η επιμονή μας να βλέπουμε
ότι σκεφτόμαστε πως βλέπουμε.
Έρχεται όμως ο Ιησούς και
λέγει: «όταν εν τω κόσμω ώ, Φως ειμί του Κόσμου».
Το φως είναι παντού, παντού
είναι ο Ιησούς. Ο Θεός είναι παντού και αυτό είναι ημέρα. Είναι μια κατάσταση όπου ο άνθρωπος, εργάζεται
τα έργα του Θεού. Ο άνθρωπος σε ότι βλέπει, βλέπει τον Θεό. Αποκτά ο άνθρωπος
όραση, ακόμα και εάν από πολύ μικρός «εκ γενετής» ίσως, εάν στερήθηκε το φως,
εάν οι «γονείς» του ήταν η αιτία να είναι τυφλός, εάν, ίσως πιο συχνά οι
αμαρτίες μας είναι αυτές που μας γεννούν, μας κάνουν τυφλούς, ακόμα και τότε,
μπορούμε να αναβλέψουμε.
Γιατί κανείς πραγματικά «ουκ ήμαρτεν» για να είμαστε εμείς τυφλοί.
Εμπρός μας στέκεται πάντα ο Χριστός, μέσα στο φως που μας περιβάλλει, αφού
Αυτός είναι το Φως.
Όμως οι οφθαλμοί μας καλυμμένοι
από πηλόν, γήινοι, χρειάζονται νίψη,
στην κολυμβήθρα του Απεσταλμένου, δηλαδή Μετάνοια,
δηλαδή, ο Νους να αλλάζει, να δει.
Και τότε και εμείς, όταν αφυπνισθούμε, θα ρωτήσουμε: «Τις εστί,
Κύριε, ίνα πιστεύσω εις αυτόν;»
Όταν τα μάτια μας απαλλαχθούν
από τον πηλό, όταν ανανήψουμε, θα βγει από μέσα μας ο Αληθινός εαυτός μας,
αυτός που θα ζητά «ίνα πιστεύσει».
Η απάντηση, άμεση, πάντα:
«Και εώρακας αυτόν, και ο λαλών
κατά σου, εκείνος εστίν»
Τόση αγάπη. Και τον βλέπουμε
και μας μιλά. Εμπρός μας.
Εκείνα τα μάτια του σημερινού
τυφλού μοιραζόμαστε σχεδόν όλοι. Εκείνα τα μάτια των άλλων τυφλών της σημερινής
παραβολής, έχουμε και εμείς.
Όμως ο Ιησούς μας περιμένει..
Όταν θα βγούμε έξω από τον κόσμο των ψευδαισθήσεων μας «και εξέβαλον αυτόν έξω» μάλλον όταν οι
ψευδαισθήσεις μας θα μας βγάλουν έξω, θα
μας βρει ο Ιησούς «Συ πιστεύεις εις τον Υιόν του Θεού;»
Και εμείς οι το πριν
τυφλοί, Πιστεύω, θα απαντήσουμε.
Εκ του κατά Ιωάννη
«Καθένας
από εμάς έχει έναν εσώτερο χώρο. Έχουμε όλοι μέσα μας έναν κρυφό σκοτεινό χώρο,
ένα κλειδωμένο δωμάτιο, φτιαγμένο από αγάπη, έναν εσώτερο παράδεισο. Όμως οι
περισσότεροι από εμάς δεν γνωρίζουμε την ύπαρξή του μέσα μας.»
Τυφλοί εκ γενετής, πορευόμαστε με μία
εσωτερική κενότητα, ορφανοί από αγάπη, μη βλέποντες, αφού το φως δεν φθάνει
μέσα μας, περνάει από τα μάτια μας αλλά δεν φθάνει σε αυτόν τον εσωτερικό χώρο,
στο γαμήλιο κοιτώνα, που το φως συναντά την ψυχή μας, την κάθε ψυχή και την φωτίζει.
Η όραση είναι εσωτερική υπόθεση, δεν εξαρτάται
από τα μάτια. Με την ψυχή βλέπουμε,
με αυτήν κατανοούμαι τι βλέπουμε. Και επειδή το φως περνάει μέσα από τα μάτια
αλλά βρίσκει άδειο το δωμάτιο στα μύχια της ύπαρξής μας, λείπει η ψυχή και τότε
στον άνθρωπο γεννιέται ένας πόνος. Ζει σαν τυφλός, εκ γενετής. Και ακόμα και
αυτοί οι μαθητές του Χριστού θεωρούν την τυφλότητα αποτέλεσμα αμαρτίας.
«Ραββί,
τις ήμαρτεν, ούτος, ή οι γονείς αυτού, ίνα τυφλός γεννηθεί;» Μα ο Χριστός
αποκαλύπτει ότι όλα συμβαίνουν «ίνα
φανερωθεί το έργο του Θεού εν αυτώ».
Τα πάντα γύρω μας είναι φανέρωση του Θεού,
αρκεί να το δούμε. Η φύση είναι ένα βιβλίο γραμμένο από το Θεό για να Τον
γνωρίσουμε, τα γεγονότα της ζωής μας διαδρομές προς Αυτόν. Παντού ο Κύριος έχει
αφήσει ένα γράμμα για εμάς να το διαβάσουμε.
Και εμείς τυφλοί εκ γενετής, βλέπουμε αλλά δεν βλέπουμε.
Οι γείτονες του τυφλού της παραβολής, που τόσα
χρόνια τον έβλεπαν, ξαφνικά δεν είναι σίγουροι εάν είναι αυτός, δεν πιστεύουν
στα μάτια τους, δεν βλέπουν, το θαύμα τους τυφλώνει.
Οι φαρισαίοι, αντί για την υγεία και τη
σωτηρία των συνανθρώπων τους, προτιμούν να δουν την κατάλυση του Σαββάτου,
αρνούμενοι την εγγύτητα του Θεού. Ακόμα και οι γονείς του τυφλού παραβλέπουν τη
σωτηρία του παιδιού τους από φόβο. Δεν βλέπουν ποιος τον θεράπευσε.
Όλοι αυτοί βλέπουν αλλά δεν βλέπουν.
Όσο τα μάτια μας θα μένουν ορφανά, έτσι θα
είμαστε όλοι μας, τυφλοί εκ γενετής. Όσο ο εσώτερος χώρος, ο θάλαμος της ψυχής
μας θα μένει σκοτεινός, τίποτα δεν θα βλέπουμε. Και αυτό μας δίνει ένα αίσθημα
μεγάλης μόνωσης, γιατί εκεί δεν κατοικεί το φως, δεν έχουμε αφήσει να μπει ο Νυμφίος της ψυχής μας, λείπει ο φίλος
μας. Και όταν ο χώρος αυτός είναι άδειος από Χριστό, γεμίζουμε μοναξιά, φόβο,
μελαγχολία και ανία.
«Μπορεί
να έχεις μεγάλη περιουσία και πολλά πλούτη, τραπεζικούς λογαριασμούς που σε
εξασφαλίζουν, το σπίτι σου μπορεί να έχει τα πάντα, αλλά μέσα σου μπορεί ακόμα να
παραμένεις άδειος. Αν ο Θεός δεν
είναι εκεί, ο πικρός άνεμος της μοναξιάς φυσά μέσα από εσένα. Κάποιες νύκτες, η
ψυχή στερημένη για τόσο πολύ χρονικό διάστημα από το χάδι του Θεού, ξυπνά
τρομοκρατημένη από την ίδια της τη μοναξιά, καταμεσής της νύκτας και θρηνεί...» την τυφλότητά της.
Γι’ αυτό όσο και όταν έρχεται ημέρα, ας εργαζόμαστε τα έργα της ημέρας, γιατί,
όταν πάλιν, μέσα μας, θα νυχτώνει, ουδείς δεν δύναται να εργασθεί.
Όταν ο Χριστός είναι στον κόσμο μας, Αυτός
είναι το φως. Αυτός ξαναπλάθει την
Δημιουργία. Πτύει χαμαί και παίρνοντας
πηλό, τον πηλό με τον οποίον αιώνες
πριν μας έφτιαξε και μας ξαναφτιάχνει. Με την δική του ενανθρώπιση. Κάποτε
φύσηξε σε αυτόν τον πηλό και του έδωσε ζωή και τώρα «πτύει» ανακατεύεται ο ίδιος και μας δίνει το φως μας αφού Αυτός
είναι το φως του κόσμου.
Και όταν όλοι εμείς τυφλοί εκ γενετής,
γείτονες τυφλών, γονείς τυφλών, φαρισαίοι τυφλοί, θα δούμε πραγματικά, τότε θα
ζητήσουμε να τον γνωρίσουμε. Πρώτα θα Τον δούμε και ύστερα σαν φίλος προς φίλο
θα τον ρωτήσουμε: «Και τις εστίν, Κύριε,
ίνα πιστεύσω εις Αυτόν;» Και το θαύμα της ύπαρξής μας θα ολοκληρωθεί όταν η
ψυχή μας θα ακούσει: «και εώρακας αυτόν
και ο λαλών μετά σου, εκείνος εστίν». Είναι η συγκλονιστικότερη στιγμή της
ζωής όλων ημών των εκ γενετής τυφλών.
Όχι όταν θα αναβλέψωμεν, αλλά όταν θα δούμε το πραγματικό φως του κόσμου τούτου.
Και τότε, βλέποντες,
θα πούμε : «Πιστεύω, Κύριε» και
πεσόντες θα προσκυνήσωμεν Αυτόν που εωράκαμεν και ακούσαμεν λαλών μεθ’ υμών.
Αμήν.