Κυριακή 28 Ιουλίου 2019

ΟΙ ΕΝΔΕΚΑ ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΤΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΗ


Η Ανάσταση του Κυρίου, πραγματοποιήθηκε μέσα στον κλειστό, σφραγισμένο και φρουρούμενο από στρατιώτες Πανάγιο Τάφο Του, λίγο πριν την ανατολή του ήλιου, ξημερώματα δηλαδή της Κυριακής του Πάσχα.
Κανείς δεν ήταν αυτόπτης μάρτυς του τί συνέβη μέσα στον Πανάγιο Τάφο και του πώς πραγματοποιήθηκε η Ανάσταση του Χριστού.
Συνέβη όμως ένας σεισμός, καθώς Άγγελος Κυρίου απεκύλισε το βράχο (λίθο) της εισόδου, ο οποίος έγινε αντιληπτός τόσο από τις Μυροφόρες γυναίκες, που κατευθύνονταν προς τον Τάφο, όσο και από τους στρατιώτες, που Τον φρουρούσαν και οι οποίοι  «εγένοντο ωσεί νεκροί» από το φόβο  τους. (Ματθ. κη΄, 1-3 / Μαρκ.ιστ΄,1-2 / Λουκ κδ’, 1-2 /Ιωαν.κ΄,1-2 ).
1. Οι Μυροφόρες ( Μαρία Μαγδαληνή, Ιωάννα σύζυγος Χουζά, Μαρία μήτηρ Ιακώβ του μικρού και Ιωσή, Σαλώμη, Μάρθα και Μαρία (οι αδελφές του Λαζάρου), Μαρία σύζυγος Κλωπά και Σωσσάνα) εισήλθαν στον Τάφο, έγιναν αυτόπτες μάρτυρες του Κενού Μνημείου και πληροφορήθηκαν από Άγγελο Κυρίου την Αγία Ανάσταση του Χριστού.
Εξερχόμενες δε από τον Τάφο, για να αναγγείλουν την Ανάσταση στους Αποστόλους, συνάντησαν τον Κύριο, Τον προσκύνησαν και βεβαιώθηκαν για την Ανάστασή Του.
(Ματθ. κη’,1-10 / Λουκ. κδ’, 1-10)
2. Αφού λοιπόν επέστρεψαν από τον Τάφο του Ιησού, οι Μυροφόρες διηγήθηκαν όλα, όσα συνέβησαν προηγουμένως, στους Μαθητές του Χριστού. Ο Πέτρος και ο Ιωάννης μετέβησαν στον Πανάγιο Τάφο. Πρώτος εισήλθε στο εσωτερικό του Τάφου ο Απόστολος Πέτρος, όπου βεβαιώθηκε για την Ανάσταση του Κυρίου σε μια ιδιαίτερη προσωπική συνάντηση, την οποία είχε με τον Διδάσκαλό του («ώφθη Σίμωνι» Λουκ. κδ’,34) «ώφθη Κηφά» (Α’ Κορ. ιε’, 5)
Επιπλέον ο Απόστολος Πέτρος, αλλά και ο Ιωάννης, που εισήλθε και αυτός στον Τάφο, έγιναν μάρτυρες του Κενού Μνημείου, στο οποίο παρατήρησαν τα «οθόνια» (νεκρικούς επιδέσμους) και το «σουδάριον» (το μαντήλι, που σκέπαζε το πρόσωπο του νεκρού Ιησού) τυλιγμένα και καθαρά τοποθετημένα με τάξη σε κάποιο σημείο του Τάφου (Ιωάν. κ’, 4-8).
Βεβαιωμένοι περί της Αναστάσεως του Κυρίου μετέβησαν προς τους Μαθητές, για να αναγγείλουν το αδιάψευστο του γεγονότος της Ανάστασης του Χριστού, προσθέτοντας το κύρος της δικής τους μαρτυρίας σε όσα προηγουμένως τους είχαν διηγηθεί οι Μυροφόρες, τις οποίες δεν είχαν αρχικά πιστέψει γιατί τους «εφάνησαν ωσεί λήρος (παραλήρημα)» τα λόγια τους. (Λουκ. κδ’, 11)
3.Η Μαρία η Μαγδαληνή όμως (που είχε επανέλθει μαζί με τον Πέτρο και τον Ιωάννη στον Τάφο) παρέμεινε έξω από το Μνημείο και έκλαιγε πικρώς. Ο Αναστημένος Κύριος εμφανίστηκε ιδιαιτέρως σε αυτήν, τον Οποίον όμως θεώρησε ότι είναι ο κηπουρός. Η αναγνώριση έγινε με μια συγκλονιστική στιχομυθία:
-Μαρία, λέγει αυτή ο Ιησούς
-Ραββουνί, εκείνη, λέγει αυτώ (Ιωαν. κ’, 16)
Και την διαβεβαίωση εκ μέρους του Κυρίου για την Ανάσταση και την μελλοντική (μετά σαράντα ημέρες) Ανάληψή Του στους Ουρανούς (Ιωαν. κ’, 17).
Τούτο το ιδιαίτερο γεγονός ανήγγειλε η Μαρία η Μαγδαληνή στους Αποστόλους, καθώς και όσα της είπε ο Κύριος  (Ιω, κ’, 18)
4.Το βράδυ της ίδιας μέρας ( της Κυριακής) και «των θυρών κεκλισμένων» εμφανίστηκε ο Ιησούς στους Δέκα Αποστόλους (ο Απόστολος Θωμάς δεν ήταν παρών), οι οποίοι εφοβήθησαν επειδή νόμιζαν πως είχαν δει «φάντασμα» (Λουκ. κδ’, 37).
 Ο Κύριος τους καθησύχασε δείχνοντας τους τα σημάδια από τα καρφιά και τη λόγχη, που είχαν διατηρηθεί πάνω στο Πανάγιο Σώμα Του (Λουκ. κδ’, 39-40) και αφού έφαγε ψητό ψάρι και μέρος από κηρήθρα (Λουκ.κδ’, 42-43), ώστε να πειστούν οι Μαθητές ότι είχαν ενώπιόν τους, το Διδάσκαλό τους Αναστημένο με «σάρκα και οστέα» δηλαδή όχι μόνο με το Πνεύμα Του, αλλά και με το Αναστημένο Σώμα Του (Λουκ.κδ’.39). Οι Απόστολοι επίστευσαν στην Ανάσταση και «εχάρησαν ιδόντες τον Κύριον» (Ιωαν.κ’, 19-21).
5. Και ενώ αυτά συνέβαιναν στην Ιερουσαλήμ, την ίδια μέρα (Κυριακή του Πάσχα) δύο άλλοι μαθητές, ο Λουκάς και ο Κλεώπας (από τους εβδομήκοντα) βάδιζαν προς μια κωμόπολη που ονομαζόταν ΕΜΜΑΟΥΣ. Ο Ιησούς τότε «εγγίσας συνεπορεύετο αυτοίς» (Λουκ. κδ’, 15)
Αν και αρχικά οι δύο μαθητές δεν γνώρισαν τον Κύριο, όταν έφτασαν στους Εμμαούς Τον αναγνώρισαν από τον τρόπο με τον οποίο ευλόγησε τον άρτο, τον έκοψε και τους τον μοίρασε. Τότε «διηνοίχθησαν οι οφθαλμοί (των μαθητών) και επέγνωσαν αυτόν» (Λουκ. κδ’. 31).
Αμέσως επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ και διηγήθηκαν στους ένδεκα μαθητές και όσους ευρίσκονταν μαζί τους όσα έζησαν, είδαν και άκουσαν στην πορεία τους προς Εμμαούς με τον Αναστημένο Ιησού.
Οι Μαθητές τους διαβεβαίωσαν και εκείνοι, με τη σειρά τους για την Ανάσταση του Κυρίου και όλοι μαζί συνεφώνησαν «ότι ηγέρθη ο Κύριος όντως» (Λουκ. κδ’,13-35)
6. «Μεθ’ ημέρας οκτώ» (την ερχόμενη Κυριακή) εμφανίζεται και πάλι ο Κύριος στους ένδεκα Αποστόλους και «Θωμάς μετ’ αυτών» (Ιωαν. κ’, 26). Ο Κύριος διαβεβαίωσε εκ νέου τους Μαθητές για την Ανάστασή Του και ζήτησε ιδιαιτέρως από τον Θωμά να Τον ψηλαφίσει ώστε να βεβαιωθεί και αυτός περί του γεγονότος της Αναστάσεως.
Ο Απόστολος Θωμάς συγκλονισμένος προέβη σε μία ομολογία πίστεως αναφωνώντας: « Ο Κύριος μου και Θεός μου» (Ιωαν. κ’, 24-29 )
7. Μετά από αυτά τα γεγονότα οι Μαθητές, μετέβησαν στη Γαλιλαία, όπως τους είχε παραγγείλει ο Κύριος (Ματθ.κη’,10). Εκεί, κατ’ αρχάς εμφανίστηκε σε επτά Μαθητές ( Σίμωνα Πέτρο, Θωμά, Ναθαναήλ, Ιάκωβο και Ιωάννη τους υιούς Ζεβεδαίου και άλλους δύο τα ονόματα των οποίων δεν αναφέρονται) στη λίμνη της Τιβεριάδος. Ο Κύριος τους κάλεσε να φάνε μαζί Του ψητό ψάρι και άρτο αφού έκανε φανερή την παρουσία Του με θαυμαστό τρόπο γεμίζοντας τα δίχτυα τους με πλήθος ψαριών (153 ψάρια) (Ιωαν. κα’,1-14).
Μάλιστα ακολούθησε και ένας συγκινητικός διάλογος με τον Απόστολο Πέτρο, όπου ο Κύριος του ζήτησε τρείς φορές διαβεβαίωση της αγάπης του προς Αυτόν (Ιω. κα’, 15-17), δίνοντάς του με αυτόν τον τρόπο την ευκαιρία να εξιλεωθεί για τη τριπλή άρνηση του (Ματθ. κστ’, 69-75), την οποία βεβαίως είχε συγχωρήσει ο Κύριος λόγω της ειλικρινούς μεταμέλειάς του (Ματθ. κστ’, 75)
8. Εκεί στη Γαλιλαία και σύμφωνα με όσα τους έχε υποσχεθεί ο Κύριος (Ματθ. κη’, 10) οι ένδεκα Μαθητές συνάντησαν τον Αναστημένο Χριστό σε κάποιο όρος της Γαλιλαίας που ο Κύριος τους είχε ορίσει (Ματθ. κη’, 16).
Οι ένδεκα Μαθητές «ιδόντες αυτόν προσεκύνησαν αυτώ» (Ματθ. κη’,16-17).
Ο Κύριος με την εξουσία που είχε ως τέλειος Θεός, αλλά και αυτή που έλαβε και ως τέλειος άνθρωπος μετά την Ανάστασή Του, εξαπέστειλε τους Μαθητές ως Αποστόλους και Αρχιερείς να κηρύττουν και να αγιάζουν δια των Μυστηρίων (κυρίως δε δια του Αγίου Βαπτίσματος) όλους τους ανθρώπους σε όλη την οικουμένη και να προτρέπουν τους Χριστιανούς να τηρούν το Θείο Θέλημα. Υποσχέθηκε δε ότι θα είναι «μεθ’ υμών πάσας τας ημέρας έως της συντελείας  του αιώνος». (Ματθ. κη’, 16-20).
9.Μετά τεσσαράκοντα ημέρες κατά τις οποίες ο Κύριος παρουσίαζε τον Εαυτό Του Αναστημένο στους Μαθητές και Αποστόλους Του και έτρωγε μαζί τους και τους «εξηγούσε τα
μυστήρια της Βασιλείας του Θεού» (Πραξ.α’, 3-4) «εξήγαγε αυτούς έξω έως Βηθανίαν» (Λουκ. κδ’, 50).
Εκεί, «επάνω πεντακοσίοις αδελφοίς» (Α Κορινθ. ιε’, 6), επάνω σε μία φωτεινή νεφέλη ο Κύριος Ανελήφθη «εν δόξη» στους Ουρανούς (Πραξ. α’, 9), ενώ δύο Άγγελοι Κυρίου διαβεβαίωναν τους παρευρισκόμενους ότι, με τον ίδιο τρόπο που ο Κύριος «ανέβη» στον Ουρανό, με τον ίδιο θαυμαστό τρόπο θα «κατέβη» από τον Ουρανό κατά την Δευτέρα Παρουσία Του. (Πραξ.α’, 11).
Οι Μαθητές επέστρεψαν «μετά χαράς μεγάλης» στην Ιερουσαλήμ «αινούντες και ευλογούντες τον Θεόν».
 (Λουκ.κδ’, 52-53).
10. Επίσης ο Αναστημένος Κύριός μας «ώφθη Ιακώβω» (Α’ Κορ. ιε’, 7) σε μία κατ’ ιδίαν συνάντηση μαζί του, η οποία υπήρξε η αιτία να πιστεύσει ο αδελφόθεος Ιάκωβος (ήταν ο μεγαλύτερος από τα επτά παιδιά του Μνήστορος Ιωσήφ) και μάλιστα να διατελέσει και Πρώτος Αρχιεπίσκοπος (Πατριάρχης) Ιεροσολύμων.
11. Τέλος «ωσπερεί τω εκτρώματι» (Α’ Κορ. ιε’, 8) ο πρώην διώκτης των Χριστιανών, Παύλος, «αιχμαλωτίστηκε από τη Θεία Σαγήνη στο δρόμο προς τη Δαμασκό. (Πραξ. θ’, 1-9)
Ο Αναστημένος Ιησούς όχι απλώς κάλεσε τον διώκτη Σαούλ στη Χριστιανική Πίστη, αλλά τον έκανε Πρωτοκορυφαίο Απόστολο Του (όπως και τον Απόστολο Πέτρο). Τον εξαπέστειλε δε να γίνει ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ «ανοίξαι οφθαλμούς αυτών, του επιτρέψαι από σκότους εις φως και της εξουσίας του σατανά επί τον Θεόν, του λαβείν αυτούς άφεσιν αμαρτιών και κλήρον τοις ηγιασμένοις πίστει τη εις εμέ»(Πραξ. κστ’, 17-18).
Μετά την Ανάληψη του Αναστημένου Κυρίου μας στους Ουρανούς και την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος, κατά την ημέρα της Πεντηκοστής, ο Χριστός, ως τέλειος Θεάνθρωπος, παραμένει ενωμένος για πάντα με την Εκκλησία Του, αλλά και με κάθε ψυχή Ορθοδόξου Χριστιανού, ο οποίος μετέχει των Ιερών Μυστηρίων (κυρίως της Ιεράς Εξομολογήσεως και της Θείας Ευχαριστίας) και που αγωνίζεται, με τη βοήθεια του Θεού, να τηρεί το Άγιο Θέλημά Του.
Αμήν.
Ι.Β.ΑΝ