7η Αυγούστου
Ο όσιος πατήρ Δαυίδ καταγόταν από
το χωριό Γαρδινίτσα της Λοκρίδος και ήταν υϊός ιερέως. Όταν ο Δαβίδ
έγινε τριών ετών, κάποια νύχτα του φανερώθηκε στον ύπνο του ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος και του είπε «Ξύπνα, παιδάκι μου, και ακολούθησέ με». Το παιδί σηκώθηκε και τον ακολούθησε
σα να ήταν γέροντας, μυαλωμένος και συνετός. Βγήκαν λοιπόν από το σπίτι και
πήγαν σε μια εκκλησία του χωριού εκείνου, αφιερωμένη στον Τίμιο Πρόδρομο και
Βαπτιστή Ιωάννη. Με θεία εντολή η είσοδος του ναού βρέθηκε ανοιχτή. Μπήκαν
μέσα. Ο μεν άγιος Πρόδρομος, όπως είδε το παιδάκι, στάθηκε στην εικόνα, πού
ήταν πανομοιότυπη με τον Προφήτη, ο δε Δαβίδ στάθηκε μπροστά στην εικόνα με ευλάβεια,
έχοντας σταυρωμένα τα χέρια. Έτσι παρέμεινε για έξι ολόκληρες ημέρες, ξυπόλυτος
και φορώντας μόνο ένα πουκάμισο, έχοντας το βλέμμα του διαρκώς στραμμένο προς τον Τίμιο Πρόδρομο.
Όταν
οι γονείς του σηκώθηκαν το πρωί από τον ύπνο και διαπίστωσαν ότι έλειπε το
παιδί, στενοχωρήθηκαν αφάνταστα. Γύρισαν λοιπόν όλο το χωριό ψάχνοντάς το, αλλά
δεν το βρήκαν. Θρηνολογώντας και κατηγορώντας τον εαυτό τους έκλαιγαν για τη
στέρηση του παιδιού τους. Την έκτη όμως ημέρα, πού ήταν Σάββατο, όπως συνήθιζε
ο ιερέας, πατέρας του παιδιού, πήγε με μερικούς συγχωριανούς του να τελέσει τον
Εσπερινό στην εκκλησία εκείνη. Και ξαφνικά, βλέπει το παιδάκι του να στέκεται μπροστά στην εικόνα του Τιμίου
Προδρόμου. Το πρόσωπο του έλαμπε σαν τον ήλιο, επειδή ήταν πλημμυρισμένο από τη
θεία Χάρη. Ο
ιερέας ένιωσε βαθύτατη χαρά για την απροσδόκητη εύρεση του παιδιού του και με
δάκρυα στα μάτια του λέει: Παιδάκι μου αγαπημένο, πού ήσουν τόσες ημέρες; Ποιος
σε έφερε εδώ; Το παιδί αμέσως, ώ του παραδόξου θαύματος, έδειχνε με το δάχτυλο
του την ιερή εικόνα του Προδρόμου, λέγοντας, σαν συνετός γέροντας: Αυτός,
αγαπημένε μου πατέρα, με έφερε από το σπίτι μας σ’ αυτόν τον ιερό ναό. Απόρησαν
όλοι οι παρευρισκόμενοι χριστιανοί, δοξάζοντας τον Πανάγαθο Θεό. Αφού δε
τελείωσε ο Εσπερινός, επέστρεψε ο πατέρας μαζί με τον μακάριο Δαβίδ στο σπίτι
τους. Τόσο δε οι γονείς, όσο και όλοι οι κάτοικοι του χωριού δοξολογούσαν και
υμνολογούσαν το υπεράγιο όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, καθώς και του
Τιμίου Προδρόμου, για το εξαίσιο και αξιάκουστο αυτό θαύμα.Από τότε λοιπόν και
μετά ο θαυμαστός και ευλογημένος Δαβίδ, πλήρης χάριτος του Παναγίου Πνεύματος,
πήγαινε στο ναό του προφήτου Προδρόμου και προσευχόταν.
Όταν
έφτασε στην κατάλληλη ηλικία, ο Δαυίδ ενεδύθη το μοναχικό Σχήμα ζώντας
με ταπείνωση και αδιάλειπτη προσευχή. Ασκήθηκε σε διαφόρους τόπους
.Όταν ασκούνταν στο όρος Στείριον, συνελήφθη από τους Τούρκους υποβλήθηκε
σε πολλά βασανιστήρια και τον έριξαν στην φυλακή. Αφού αφέθηκε
ελεύθερος, με τη θεϊκή καθοδήγηση έφτασε στο νησί
της Ευβοίας . Θαυμαστός είναι ο τρόπος με τον οποίο πέρασε από
την Αταλάντη, απέναντι στο χωριό Ροβιές της Β. Ευβοίας. Παρακάλεσε ένα
βαρκάρη να τον περάσει, εκείνος όμως βλέποντάς τον ταπεινό και ρακένδυτο, τον
περιφρόνησε. Ο Όσιος χωρίς γογγυσμό, άπλωσε το τριμμένο ράσο του πάνω στο νερό
της θάλασσας, έκαμε το σημείο του Σταυρού και ανεβαίνοντας πάνω σε αυτό, ώ του
θαύματος, άρχισε να ταξιδεύει. Ανηφόρισε πρός το βουνό όπου βρήκε τόπο ησυχίας
εκεί συνέστησε τη μονή της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος. Όταν
λειτουργούσε, ήταν περικυκλωμένος από θείο φως και στεκόταν ψηλά από τη γη.
Έκανε πολλές ελεημοσύνες. Έχοντας δε αξιωθεί το χάρισμα της προορατικότητας,
βοήθησε πλήθος ψυχών να βρουν τη σωτηρία.
Όταν
έφτασε στην ηλικία των 70 ετών, ο Όσιος αποσύρθηκε σε μια σπηλιά όχι πολύ μακρυά από το Μοναστήρι, όπου
έμενε όλη την εβδομάδα προσευχόμενος και μόνο το βράδυ του Σαββάτου επέστρεφε
στην Μονή για να λειτουργήσει και με αγάπη, διάκριση και ταπείνωση να στηρίξει
και να ενδυναμώσει τους πιστούς που έτρεχαν κοντά του. Προέγνωσε την ημέρα του θανάτου του ,κάλεσε τους μαθητές
του και τους έδωσε τις τελευταίες πνευματικές νουθεσίες ,τέλος
ανέπεμψε μιαν ευχή και τους είπε, «Ιδού, αδελφοί, ο Δεσπότης
Χριστός ήλθεν» και παρέδωσε την αγία του ψυχή στα
χέρια του ζώντος Θεού. Στο ίδιο Μοναστήρι στις μέρες μας, έζησε και αγίασε ο
νεοφανής Άγιος Ιάκωβος ο Τσαλίκης .
Ο άλλος Άγιος που τιμούμε σήμερα είναι ο Όσιος Νικάνωρ ο εν
Ζάβορδα. Γεννήθηκε στα 1491 μ.Χ. στην Θεσσαλονίκη. Οι γονείς του Ιωάννης και
Μαρία ήταν ευσεβείς. Όλη η πόλη των Θεσσαλονικέων καλοτύχιζε και επαινούσε τους
γονείς του Αγίου τόσο για τον πλούτο τους όσο και την ευγένεια τους, αλλά
κυρίως για την πίστη και την αρετή που τους διέκρινε. Ήταν ελεήμονες και
σπλαχνικοί και η ζωή τους έργο αγάπης προς τους πάσχοντες αδελφούς. Όμως ο Θεός
ήθελε να τους δοκιμάσει με προσωρινή ατεκνία. Στείρα σαν την Αγία Άννα η μητέρα
του οσίου Νικάνορα. Κάθε μέρα προσευχόταν στην εκκλησία του Αγίου Μηνά να τους
δώσει ο Θεός ένα παιδί για παρηγοριά. Οι προσευχές, οι νηστείες, οι αγρυπνίες
των γονέων του εισακούσθηκαν από τον Κύριο μας και Θεό μας και κατά την ώρα που
η ευσεβής γυναίκα προσευχόταν στο Θεό στο Ναό του Αγίου Μηνά της απεκαλύφθη το
θέλημα του Κυρίου, «Εισήκουσε ο Θεός τας
δεήσεις σου ω γυνή ως ποτέ της χήρας Άννης και έλυσε τα δεσμά της στειρώσεως
σου μόνο πορεύου εις τον οίκον σου και θέλεις συλλάβεις και γεννήσεις Υιών
όστις θέλει γίνει δοχείον καθαρόν του Παναγίου Πνεύματος και πολλούς θέλει
εισάγει εις τον Κύριον δια της αγγελικής αυτού και εναρέτου διαγωγής».
Έτσι, ως Θείο δώρο ήρθε στον κόσμο ο Νικόλαος , αυτό ήταν το κοσμικό όνομα του
αγίου, και οι γονείς του τον παρέδωσαν σ’ ένα ευσεβή δάσκαλο να του μάθει τα
Ιερά γράμματα.
Ο νεαρός Νικόλαος ευφυής στο νου σε λίγο χρονικό διάστημα
απέκτησε μεγάλη ευχέρεια περί τα εκκλησιαστικά και αγάπη για την εκκλησία του
Χριστού όπως όλοι οι άγιοι. Από μικρός κατάλαβε την κλήση του Θεού μοναδικός
του πόθος ήταν να μονάσει και να γίνει μιμητής των οσίων πατέρων της εκκλησίας
μας. Ήθελε σ' όλη του τη ζωή να υπηρετήσει ολοκληρωτικά ψύχη τε και σώματι τον
Κύριο. Γι' αυτό περνούσε τη ζωή του με νηστείες, αγρυπνίες και προσευχές. Σε
μικρή ηλικία χάνει τον προσφιλή πατέρα του και μένει με τη μητέρα του. Η
ευσεβής του μητέρα μη γνωρίζοντας τον πόθο του παιδιού της ήθελε να τον
παντρέψει με κάποια ενάρετη κοπέλα και ενώ από τη μια μεριά ο όσιος ποθούσε να
εγκαταλείψει κάθε τι εγκόσμιο και να μονάσει, να αφιερωθεί εξολοκλήρου στον
Θεόν. Από την άλλη όμως δεν ήθελε να στενοχωρήσει και τη μητέρα του, γι αυτό
ανέβαλε συνεχώς την πραγματοποίηση της επιθυμίας του να γίνει μοναχός.
Ο Θεός που προνοεί τα πάντα ύστερα από ορισμένο χρονικό
διάστημα πήρε την μητέρα του από τον κόσμο και έτσι άνοιξε ο δρόμος για ν'
ακολουθήσει ο Νικόλαος τη μοναχική ζωή. Χωρίς να χάσει καιρό μοίρασε την
πατρική του περιουσία στους φτωχούς και τα ορφανά και ενώ μπορούσε να λάβει
αξιώματα λόγω της επιφανούς θέσεως των γονέων του, τα θεώρησε όλα αυτά σκύβαλα
μπροστά στη μεγάλη του αγάπη προς το Χριστό. Ελεύθερος πλέον από κάθε φροντίδα
του κόσμου γίνεται μοναχός με το όνομα Νικάνωρ. Ως μοναχός πολλαπλασίασε τα
χαρίσματα που του δώσε ο Θεός.
Η φήμη που απέκτησε έφθασε στον Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης ο
οποίος τον χειροτόνησε διάκο και πρεσβύτερο με σκοπό να τον κάνει διάδοχο του.
Ως κληρικός της Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης ο Νικάνωρ επέδειξε μεγάλο ζήλο και η
προσφορά του ήταν αξεπέραστη. Η ώρα όμως είχε φθάσει για εκείνο που τον είχε
προορίσει ο Θεός. Σε μια από τις νυχτερινές του προσευχές και ενώ ικέτευε με
θερμά δάκρυα τον Θεό άκουσε φωνή από τον ουρανό να του λέγει, «Νικάνωρ έξελθε εκ της γης σου και εκ της
συγγενείας σου και πορεύου εις το Καλλίστρατου όρους και αγωνίσου εκεί καλώς
και εγώ θα είμαι μαζί σου να σε διαφυλάττω όλες τις ημέρες της ζωής σου και θα
κάνω το όνομα σου ξακουστό και θα σε δοξάσω εις πάντας τους αιώνας». Ύστερα
απ' αυτή τη Θεϊκή εντολή ο Άγιος έφυγε από την Θεσσαλονίκη σε σχετικά νεαρή
ηλικία περίπου 27 ετών και τράβηξε να πάει εκεί όπου τον είχε καλέσει ο Θεός.
Στο δρόμο, στα χωριά που συναντούσε δίδασκε ως άλλος απόστολος τους
απελπισμένους χριστιανούς να φυλάγουν την πίστη τους.
Φθάνοντας ο Άγιος Νικάνωρ στο όρος Καλλίστρατου και βλέποντας
το ήσυχο μέρος ο άγιος έλαβε εσωτερική πληροφορία από τον Κύριο ότι εδώ θα είναι
η ασκητική του παλαίστρα. Δόξασε τον Θεόν και άρχισε να επιδίδεται σε
ασκητικούς αγώνες. Πέρασαν 16 ολόκληρα χρόνια σκληρού αγώνα με την σάρκα και
τους δαίμονες. Αγρυπνίες, νηστείες, κόπους για την αγάπη του Χριστού. Σιωπή,
έλλειψη ανθρώπινης παρηγοριάς τον έκανα δοχείο του Άγιου Πνεύματος. Κατόπιν
ίδρυσε τη Μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρα Χριστού ή Ζάβορδας. Το ασκηταριό του σώζεται μέχρι σήμερα. Την Ιερά Μονή ίδρυσε εξ αποκαλύψεως του ιδίου του
Χριστού αφού βρήκε εικόνα του Σωτήρος Χριστού κρυμμένη από την εποχή της
εικονομαχίας.
Η φήμη του απλώθηκε παντού όπως του είχε πει ο Κύριος. Πλήθος
ανθρώπων από τη γύρω περιοχή έτρεχε στο μοναστήρι να ευλογηθεί από τον άγιο ν’
ακούσουν την ψυχοσωτήρια διδασκαλία το και να θεραπευτούν αφού πολλά ήταν τα
θαύματα που έκανε ο όσιος. Ό Άγιος αφού έζησε ενάρετα και αγγελικώς ήρθε ο
καιρός να μεταβεί στην άλλη ζωή την αιώνια και αληθινή. Προγνώρισε το θάνατό
του και κάλεσε γύρω του μοναχούς και λαϊκούς τους ευλόγησε τους συμβούλεψε και
παρέδωσε το πνεύμα του στο Λυτρωτή μας Χριστό στις 7 Αυγούστου 1549 μ.Χ. Οι
μοναχοί της Μονής θρήνησαν τον άγιο που τους παρηγορούσε και τον έθαψαν σε
παρεκκλήσι της Μονής. Από τότε το αγιασμένο Λείψανο του τελεί ως τα σήμερα
πολλά θαύματα.
Αγαπητοί
εν Χριστώ αδελφοί, ας παρακαλούμε τους Αγίους Δαυίδ και Νικάνορα να εύχονται συνεχώς
για εμάς στο Θεό. Ας ενθυμούμαστε ότι οι Άγιοι δεν είναι κάτι εκτός του κόσμου
τούτου. Ήταν άνθρωποι σαν εμάς, με σάρκα
και οστά. Είχαν όμως πίστη ακλόνητη και αγάπη στο Θεό. Ήταν άνθρωποι που
έδειξαν μεγάλη μετάνοια και βίωσαν ταπείνωση μέχρι τέλους της ζωής τους. Είχαν
τέτοια πίστη τέτοια στο Θεό, που άλλοι υπέμειναν μαρτύρια βασανιστήρια και
θάνατο κι άλλοι πέρασαν το μαρτύριο της
συνειδήσεως και με την δια βίου ταπείνωση και μετάνοια τους κέρδισαν την Βασιλεία των Ουρανών. Κανείς δεν ανέβηκε στην
Βασιλεία των Ουρανών χωρίς κόπους και θυσίες.
Όλοι
οι Άγιοι της Εκκλησίας μας, με τον θάνατό τους, πάτησαν και νίκησαν τον θάνατο
και τον Άδη. Κέρδισαν την αιώνια ζωή στην Βασιλεία των ουρανών δίνοντας αίμα
και παίρνοντας Πνεύμα Θεού. Γι αυτό οι Άγιοι, που με απλά λόγια είναι οι
οικείοι του Κυρίου, οι υιοί του ζώντος Θεού κατά Χάριν, έχουν παρρησία στο Θεό
και γι αυτό μαζευόμαστε όλοι εμείς και κάνουμε αγρυπνίες, Θείες Λειτουργίες,
αρτοκλασίες για να τους τιμήσουνε, και να τους παρακαλέσουμε να εύχονται για
μας στον Κύριο.
Ακόμα
και στους δύσκολους τούτους καιρούς, τους έσχατους, η Χάρις του Κυρίου μας, μας
δίνει Αγίους και θα εξακολουθήσει να μας δίνει μέχρι της συντέλειας των αιώνων,
προς Δόξα του εν Τριάδει Θεού και για παρηγοριά και παραμυθία δικιά μας. Ότι κι
αν κάνουν οι ισχυροί και οι μεγάλοι του κόσμου, η Ορθόδοξη Εκκλησία μας, το
Σώμα του Κυρίου, το πλήρωμα του Παναγίου Πνεύματος, θα μείνει όρθια, ζωντανή,
κραταιά, αταλάντευτη, ακλόνητος κυματοθραύστης στις επιθέσεις του πονηρού
γιατί, «Πύλαι άδου ου κατισχύνουσιν
αυτής».
Ζει Κύριος ο Θεός ημών, αδελφοί μου!