Σήμερα
αγαπητοί μου αδελφοί θα μου επιτρέψετε να λοξοδρομήσω λίγο, διότι η ομορφιά του σημερινού
ευαγγελίου, με παρασύρει. Και να σας πάρω
μαζί μου εκεί απ’ όπου η Βία και η Ανάγκη και η ανθρώπινη ματαιοδοξία μας απομάκρυνε. Έξω στα κτήματα, στις
εξοχές.
Σήμερα
αρχές του Ιούλη. Για να καταλάβουμε αυτό
που θέλει η ευαγγελική περικοπή να μας πει. Να νιώσουμε δηλαδή την έγνοια του θεού για όλους και για όλα. Για τα απλά και ταπεινά, για τα μεγάλα. Για όλα.
Εκεί στα κτήματα που για πολλούς από εμάς
παραμένουν θησαυροί ονείρων των παιδικών μας χρόνων, που αυτήν την εποχή γέμουν καρπών. Εκεί που
ακουμπά ο ανθρώπινος κόπος και πόνος. Κι εκεί, η συνάντηση με τον θεό.
«εμβλέψατε εις τα πετεινά του ουρανού, ότι ου σπείρουσιν ουδέ θερίζουσιν, ουδέ συνάγουσιν εις αποθήκας...»
Αυτό λέγει ο Χριστός στον άνθρωπο. Και προσθέτει
«ο Πατήρ υμών ο ουράνιος τρέφει αυτά»
Εδώ είναι ένας πολύ λεπτός διαχωρισμός.
Γιατί ο άνθρωπος και να σπείρει πρέπει και να θερίσει και να
τα
συνάγει σε αποθήκες. Πού είναι λοιπόν
η διαφορά;
Μα, στην καρδιά. Στο που θα δώσεις την καρδιά. Σε
ποιόν κύριο θα
δουλέψεις.
Θεώ ή μαμωνά;
«ου δύνασθε Θεώ δουλεύειν και μαμωνά».
Η καρδιά, όχι τα χέρια. Κι αυτό θα φανεί στον λύχνο
του σώματος.
Στα μάτια.
«και εάν ο οφθαλμός σου πονηρός η, όλον το σώμα σου σκοτεινόν έσται»
Μας μιλάει ξεκάθαρα ο Χριστός για την μεγάλη διαφορά. Να ξέρεις για να ζεις η να ζεις με την πίστη;
Να μεριμνάς για τα καθημερινά με αγωνία η να χαίρεσαι την αγάπη του Θεού;
«καταμάθετε τα κρίνα του αγρού πώς αυξάνει ου κοπιά, ουδέ νήθει.»
Αγαπητοί μου αδελφοί, θέλησα στην αρχή της ομιλίας
μας να σας παρασύρω έξω στους αγρούς. Για δύο
λέξεις:
Εμβλέψατε, καταμάθετε.
Αυτά διδάσκει η φύση πού μας χάρισε ο θεός.
Εάν εμβλέψουμε θα καταμάθουμε.
Από τα πετεινά του ουρανού και τα κρίνα του αγρού.
Για να γλιτώσουμε
από το σκοτάδι. Το σκοτάδι της
Ανάγκης. Πού γεννιέται εκεί που οι φροντίδες γίνονταν
φυλακή, εκεί πού όλα,
ενδύματα,
βρώματα και πώματα μας απομακρύνουν από την χαρά και την ελευθερία. Χωρίς εντέλει να δυνάμεθα να προσθέσουμε επί την
ηλικία ημών πήχυν έν.
Και όλα αυτά θα φανούν στα μάτια μας.
Που είναι λύχνος του σώματος.
Το σημερινό ευαγγέλιο αποζητά την ενότητα. Θέλει να δείξει την ενότητα σώματος, πνεύματος και ψυχής. Μα να μας δώσει με τόσο όμορφες εικόνες να καταλάβουμε
ότι στον άνθρωπο δεν κυριαρχεί το σώμα με τις
ανάγκες του. Ότι ο άνθρωπος βρίσκει την πνευματική
του ελευθερία όταν αφεθεί με εμπιστοσύνη στην αγάπη
του Θεού. Έτσι πού τα πετεινά του ουρανού και τα
κρίνα του αγρού εξασφαλίσουν την
φυσική τους
ελευθερία. Βλέπετε πόση αρμονία υπάρχει στον φυσικό
κόσμο; Αυτή η
αρμονία αναζητάτε από τους έχοντες
πίστη στον Χριστό. Βλέπετε τους ασκητές μας. Πόσο
Κοντά φτάνουν σ αυτήν την «φυσική» αρμονία επειδή αφήνονται στον Θεό;
Πάνω σ αυτήν την Εμπιστοσύνη οικοδομείται η θέωση του ανθρώπου. Δηλαδή απελευθέρωση του από τα
δεσμά τις ύλης και η πορεία του από το κατ εικόνα
στο κατ ομοίωσιν.
Δια τούτο
«ζητείτε δε πρώτον την βασιλείαν του θεού και την
δικαιοσύνην αυτού, και ταύτα πάντα προστεθήσεται
υμίν»
Αμήν.
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΡΙΤΗ
Εκ του κατά Ματθαίον
«…εάν ουν ο
οφθαλμός σου απλούς η…»
Τι
θα πει,να είναι ο οφθαλμός μας απλούς;
Μα
πιο κάτω, στο ευαγγελικό ανάγνωσμα, δίδεται η απάντηση. Ο απλούς είναι ο
οφθαλμός που παντού βλέπει τη Παρουσία του Θεού. Είναι ο οφθαλμός που όταν
βλέπει τα πετεινά του ουρανού, κατανοεί απλά ποιος τρέφει αυτά. Ο οφθαλμός που
βλέπει τα κρίνα του αγρού και από αυτά μαθαίνει πως αυξάνει, δεν κοπιάζουν, ούτε
γνέθουν, είναι όλα αφημένα στην μέριμνα του Θεού. Όλη η φύση γύρω μας είναι άγια
και όταν ο οφθαλμός μας είναι απλούς αυτά όλα έτσι τα βλέπει.
Εάν
όχι, εάν είναι σκοτεινός τότε τα πράγματα περιπλέκονται, και η προσωπική μας
ανταρσία του καθενός μας ξεχωριστά, δημιουργεί σκότος. Μόνον ο άνθρωπος καθ
εικόνα και ομοίωσιν του Θεού, μπορεί να δημιουργήσει. Μέσα στην κτίση να φέρει
στο είναι κάτι καινόν, νέο, σύμφωνα με
τη δωρεά του «καθ’ ομοίωση». Και επειδή τίποτα δεν υπάρχει και δεν θα υπάρξει
ποτέ πέρα από ότι έφτιαξε ο Θεός, πώς μπορεί το κτίσμα κάτι καινόν, νέον να
δημιουργήσει;
«Το
φως το εν σοι σκότος εστί»
Αυτή
είναι η απάντηση. Μας δόθηκε φως, και
το μετατρέπουμε σε σκότος. Στο κόσμο του Θεού δημιουργήθηκε φως και εμείς το κάνουμε σκότος. Και αυτό
ξεκινάει από τους οφθαλμούς μας,δηλαδή από εκεί που βγαίνουμε προς τα έξω από
όπου παραλαμβάνουμε τις εικόνες του κόσμου που μας περιβάλλει, ενός κόσμου φυσικά φωτεινού και επειδή
υπάρχει σκότος μέσα μας, το παραμορφώνουμε σε σκότος και κατά τη προσωπική του
καθ`ενός μας προαίρεση η ποσότητα και η ποιότητα του σκότους μας διαφέρει. Και
το σώμα σκοτεινιάζει και αυτό και ολόκληροι διχαζόμεθα, διαχωριζόμαστε δηλαδή
από τον κόσμο του Θεού, σε ένα δικό μας κόσμο στον οποίον μόνοι κατάμονοι μεριμνούμε, σπέρνουμε, θερίζουμε, συνάγουμε σε αποθήκες και ποτέ δεν
φθάνει. Γιατί νομίσαμε μέσα στην παράλογη αλαζονεία μας ότι ο κόσμος στρέφεται
γύρω από εμάς, ότι εμείς στεκόμαστε στο κέντρο αυτού του κόσμου. Και δεν
μπορούμε να προσθέσουμε στην ηλικία ημών πήχυν ένα. Το σώμα σκοτεινό, μας ταύτισε με τη τροφή, την στέγη, τα ενδύματα.
Και ξεχνάμε ότι η ψυχή πλείον εστί
της τροφής, και το σώμα του ενδύματος.
Δουλεύομε
σε δύο αφεντικά και για αυτό δεν μας χωράει η γη.
Και
όλα γύρω μας ευημερούν, ευτυχούν και δοξάζουν κάθε μέρα το Κτίστη, και τα
πετεινά του ουρανού, και τα κρίνα του αγρού και τα χόρτα ακόμα του αγρού που
ούτε γνέθουν, ούτε συνάγουν σε αποθήκες, αλλά ζουν μέσα στην χούφτα του Θεού.
Σήμερα ζουν και αύριο βάλλονται εις κλίβανο γιατί έτσι θέλει ο Θεός.
Μόνο
εμείς αντιστεκόμαστε στη ζωή και τη
κάνουμε δική μας, χτίζουμε έναν άλλο κόσμο,
ξένο στη φύση, το δικό μας εγωτικό κόσμο και το πιο παράλογο από όλα. Με όλα
αυτά αγωνιζόμαστε να ξεφύγουμε από το θάνατο, τη φθορά και την απώλεια. Γιατί
τα θεωρούμε θάνατο, φθορά και απώλεια. Ενώ μέσα στον κόσμο του Θεού δεν υπάρχει
ούτε θάνατος, ούτε φθορά, ούτε απώλεια.
Αλλά
έτσι λάθος τα βλέπει ο δικός μας οφθαλμός που δεν είναι απλούς, αλλά τον
κάνουμε πονηρό και σκοτεινό, σκοτεινιάσαμε και το σώμα και τον κόσμο. Και
βλέπουμε λάθος και καταβάλλουμε τεράστιες προσπάθειες να υπερασπιστούμε αυτό το
λάθος. Από ολιγοπιστία.
Ενώ
Εκείνος που μας έφερε εις το είναι γνωρίζει τις ανάγκες μας πάντες. Και εμείς
γνωρίζουμε ότι ο πονηρός μας οφθαλμός μας προβάλλει μέσα μας.
Για
να τα ανατρέψουμε όλα αυτά πρέπει να ζητήσουμε πρώτον τη βασιλεία του Θεού και
τη δικαιοσύνη αυτού.
Αυτό
είναι το κλαδί, αυτό θα μας αποτραβήξει από αυτήν την πολυπλοκότητα της ζωής
μας, από όλα αυτά τα άχρηστα που νομίσαμε χρήσιμα, από όλα τα περιττά που
κάναμε αναγκαία αλλά επειδή ήταν περιττά και άχρηστα, ποτέ δεν μας χόρτασαν.
Πάντα πινώντες και διψώντες καταναλώνουμε ο ένας τον άλλο δανείζοντες και
δανειζόμενοι από το κενό στο κενό.
Ενώ
παντού γύρω μας ένα σύμπαν αφθονίας δεν το βλέπουμε. Και ο πατήρ ημών ο
ουράνιος, γνωρίζει τι χρήζουμε, και λέγει ότι αν τον αναζητήσουμε «ταύτα πάντα
προστεθήσεται υμίν».Με τέτοια αφθονία εκδηλώνεται ο Λόγος του Θεού: «ταύτα πάντα».