Κυριακή 15 Οκτωβρίου 2023

Η Παρουσία σου σήμερα.

 

Και παρʾ αυτώ έμειναν την ημέραν εκείνην. Ιωάννου 1,39

Κύριε Ιησού, χάρισες στους μαθητές σου το μόνιμο δώρο της Παρουσίας σου. Τους είπες «Και ιδού εγ μεθ᾿ υμών ειμί πάσας τας ημέρας έως της συντελεας του αιώνος» (Ματθ. 28,20). Να ήμουν ικανός να ζήσω με τη σταθερή αίσθηση αυτής της παρουσίας! Ή, αν δεν μπορούσα να την αισθάνομαι, τουλάχιστον η πίστη μου να ήταν τόσο ζωντανή, ώστε να είμαι βέβαιος πάντοτε ότι είσαι εδώ, μαζί μου. Και να καθιστώ την όλη μου συμπεριφορά σύμφωνη με μια τέτοια βεβαιότητα!…

Αλλά, Κύριε, μετά από τόσα χρόνια ζωής, μόλις αρχίζω. Είμαι τόσο αδύνατος! Πρέπει να αποτοξινωθώ, να απαλλαγώ από τόσα δηλητήρια! Θα ήθελα τουλάχιστον να γεννηθώ εν τη Παρουσία σου, να αυξηθώ εν αυτή. Να η επιθυμία, με την οποία σε πλησιάζω σήμερα.

Οι δύο πρώτοι μαθητές εγκατέλειψαν τον Πρόδρομο και σε ακολούθησαν εν σιωπή. Τότε τους κάλεσες να σε συνοδεύσουν: «Έρχεσθε και ίδετε». Ήλθαν λοιπόν. Είδαν πού έμενες. Και το Ευαγγέλιο λέει, ότι έμειναν κοντά σου «την ημέραν εκείνην» (Ιωάν. 1,39). Δεν καταστάλαξαν ακόμη οριστικά στην Παρουσία σου, διότι, όπως διαβάζουμε στη συνέχεια, επανήλθαν μετά την πρώτη αυτή συνάντηση, στη συνηθισμένη τους εργασία. Μόνον αργότερα άφησαν τα πάντα για να σε ακολουθήσουν. Αλλά «την ημέραν εκείνην» έκαναν ένα πρώτο βήμα: επέτυχαν την ανακάλυψη της Παρουσίας σου. Αν μπορεί να λεχθεί έτσι, πραγματοποίησαν μια πρώτη εξερεύνηση της Παρουσίας σου. Έμαθαν τι είναι το να βρίσκεται κανείς μαζί σου. Κύριε, θα ήθελα να κάνω σήμερα, αυτή τη στιγμή, μια παρόμοια προσπάθεια.

Δέξου, Κύριε, κι ευλόγησε την πρόθεσή μου: να περάσω μια μέρα μαζί σου. Θα ήθελα να δω, αν μπορώ και πώς μπορώ, να ζήσω μαζί σου μίαν ολόκληρη μέρα. Αυτό που θα ήθελα να επιχειρήσω είναι ένα είδος «αναχωρήσεως». Σ’ αυτήν ας είσαι συ ο Ίδιος ο μόνος οδηγός, που θα οδηγεί στην πιο βαθιά, προσωπική σχέση. Η αναχώρησή μου θα κρατήσει, βεβαίως, λίγο. Θα είναι μικρής διάρκειας. Ίσως όμως μέσα σ’ αυτή να βρω τις μεγάλες κατευθυντήριες γραμμές για μια πορεία προς συνάντησή σου.

Κύριε, μου παραχώρησες ένα πολύτιμο προνόμιο: τον χρόνο και την πρακτική δυνατότητα να απομονωθώ μαζί σου. Και να μπορώ έτσι να σε ατενίσω χωρίς να πιέζομαι από επείγοντα εξωτερικά καθήκοντα. Τι ευθύνη επωμίζομαι αν δεν χρησιμοποιήσω με τον καλύτερο τρόπο αυτό το προνόμιο! Άλλοι έχουν κληθεί να σε ζητήσουν, να σε βρουν, υπό άλλες μορφές, υπό διαφορετικές συνθήκες. Σε συναντούν μέσα στη συζυγική τους ζωή, μέσα στη μέριμνα για τα παιδιά τους (και συχνά με περισσότερο βάθος από τους «προνομιούχους»). Η εμπειρία της Παρουσίας σου, που θα ήθελα να αποκτήσω, ή ακριβέστερα η χάρη της Παρουσίας, που θα ήθελα να πάρω, είναι διαφορετική από τη δική τους. Και όμως πολλές πλευρές αυτών των δύο τόσο διαφορετικών εμπειριών είναι οι ίδιες. Και αν μερικοί από τους ανθρώπους που είναι δεσμευμένοι στην «κανονική», τη μη μοναχική ζωή, διαβάσουν αυτές τις γραμμές, ελπίζω ότι θα νοιώσουν δικά τους πολλά από όσα λέγονται εδώ. Όσο για μένα, Κύριε Ιησού, αφού ανήκω σ’ εκείνους που τοποθέτησες έξω από τους κανονικούς δρόμους ζωής των ανθρώπων, δυνάμωσε μέσα μου την πεποίθηση ότι μόνο εσύ, το πρόσωπό σου, είναι ο άμεσος και αποκλειστικός σκοπός μου και λόγος υπάρξεώς μου. Και ότι οφείλω τώρα, τούτη τη στιγμή, να πλησιάσω τον σκοπό αυτό μ’ έναν τρόπο άμεσο και ευθύ.

Πώς να σε πλησιάσω; Θα το κάνω με τον τρόπο τον πιο απλό. Θα διαβάσω στο Ευαγγέλιό σου αυτά που είπες, αυτά που έκαμες. Θα δοκιμάσω -πολύ απλά, το επαναλαμβάνω- να διαποτίσω με Ευαγγέλιο τις πράξεις στη διάρκεια αυτής της μέρας.

Τιμώ και σέβομαι εκείνους, που ξέρουν περισσότερα από μένα και ενεργούν καλύτερα. Αλλά γνωρίζω τα όριά μου. Δεν θα επιδιώξω εδώ τις υψηλές κορυφές του στοχασμού επί του δόγματος. Δεν θα δοκιμάσω να εμβαθύνω στα μεγάλα μυστήρια της ενσωματώσεώς μας εν τω Χριστώ και στις εκφράσεις και διατυπώσεις τους, τις εκκλησιολογικές και μυστηριακές. Φυσικά ούτε καν διανοούμαι να αγνοήσω ή να υποτιμήσω τις μεγάλες, τις πλούσιες αυτές πηγές που αναβλύζουν και μας προσφέρονται. Αλλά εκείνο που θα ήθελα σήμερα, είναι να έλθω, μικρός, φτωχός κι αδύνατος, μόνο για ν’ ακολουθήσω, και να υπηρετήσω, και ν’ αγκαλιάσω ταπεινά τον ταπεινό Ιησού.

Ναι, θα ήθελα τουλάχιστον κατά τη διάρκεια μιας ημέρας, να σε αγκαλιάσω, να σε φτάσω, να σε «αποκτήσω». Θα ήθελα την Παρουσία σου σήμερα. Διδάσκαλε, κάνε αυτή η μέρα, που θα επιχειρήσω να περάσω κοντά σου, να γίνει στη ζωή μου «η μικρά ζύμη» η οποία «όλον το φύραμα ζυμο» (Α΄ κορ. 5,6).

Lev  Gillet  Ενός μοναχού της Ανατολής, Παρουσία Χριστού, Εκδ. Δόμος, Αθήνα, 1998

 

 

 

 

Παρασκευή 6 Οκτωβρίου 2023

Βίος των Αγίων Σεργίου και Βάκχου.

 

Ο Άγιος Σέργιος και Βάκχος κατάγονταν από τη Ρώμη και έζησαν στα χρόνια του αυτοκράτορα Μαξιμιανού Κατάγονταν από ευγενείς οικογένειες και είχαν λάβει σοβαρή μόρφωση. Η αριστοκρατική τους καταγωγή τους ευνόησε να κάνουν καριέρα στο ρωμαϊκό στρατό. Παρά το νεαρό της ηλικίας τους είχαν αναχθεί σε υψηλά αξιώματα στη «Σχολή Κιντιλίων». Οι «Σχολές» ήταν επίλεκτες στρατιωτικές μονάδες, οι οποίες είχαν καθιερωθεί από τον Διοκλητιανό και υπάγονταν κατ’ ευθείαν στον αυτοκράτορα. Λειτουργούσαν ως σώματα όπου εκπαιδεύονταν οι αξιωματικοί των ρωμαϊκών λεγεώνων. Γι’ αυτό όσοι υπηρετούσαν σ’ αυτές, επιλέγονταν με μεγάλη προσοχή και εκτιμώντο τα φυσικά και πνευματικά τους πλεονεκτήματα και οι σπάνιες στρατιωτικές τους ικανότητες. Οι δύο νέοι αξιωματικοί είχαν διαλεχτεί ανάμεσα σε χιλιάδες άλλους νέους για την αξιοζήλευτη θέση τους στη «Σχολή». Έχοντας επιδείξει ασυνήθιστη ανδρεία και αρετή, σε σύντομο χρονικό διάστημα, ο μεν Σέργιος είχε οριστεί Πριμηκήριος, ο δε Βάκχος Σεκουνικήριος.

Όμως οι δύο νέοι λαμπροί αξιωματικοί γνώρισαν την νέα, χριστιανική πίστη, κατηχήθηκαν και έλαβαν το άγιο Βάπτισμα. Η κοινή τους πίστη στο Χριστό τους ένωσε σε μια αδελφική φιλία. Όμως δεν το αποκάλυψαν σε κανέναν διότι, όπως είναι γνωστό, οι χριστιανοί διώκονταν για την πίστη τους, με εξοντωτική μανία από το ρωμαϊκό κράτος, υπό την παρότρυνση των φανατικών ειδωλολατρικών ιερατείων και του αμαθούς ειδωλολατρικού όχλου. Χιλιάδες χριστιανοί συλλαμβάνονταν και οδηγούνταν με τη βία στα ειδωλολατρικά «ιερά» για να θυσιάσουν στους δαιμονικούς «θεούς» των ειδώλων.

Μάλιστα, οι ρωμαϊκές αρχές είχαν καθιερώσει και τη δημόσια θυσία, ώστε να γνωρίζουν ποιοι είναι νομιμόφρονες και ποιοι όχι. Όσοι αρνούνταν να θυσιάσουν, θεωρούνταν εχθροί του κράτους και άρχιζαν οι διώξεις τους. Μια τέτοια θυσία στους «θεούς» της Ρώμης είχε οργανώσει ο αυτοκράτορας για να διαπιστώσει το στέρεο της εξουσίας του. Οι δύο νεαροί αξιωματικοί του δεν παρουσιάστηκαν να θυσιάσουν. Αυτό έβαλε σε υποψία και ανησυχία τον αυτοκράτορα. Θεώρησε την άρνησή τους ως ανταρσία εναντίον της εξουσίας του και γι’ αυτό διέταξε με οργή να παρουσιαστούν μπροστά του για να απολογηθούν για την ανυπακοή τους.

Οι δύο νεαροί αξιωματικοί οδηγήθηκαν ενώπιών του και ο αυτοκράτορας τους ζήτησε γιατί αθέτησαν τη διαταγή του, Με ένα στόμα του απάντησαν χωρίς φόβο: «Έχουμε υποχρέωση βασιλιά μας, να υπακούμε και να υπηρετούμε την επίγειο στράτευμά σας, ως δούλοι ευγνώμονες. Όμως δεν είμαστε καθόλου υποχρεωμένοι να προσκυνούμε κωφούς και αναίσθητους “θεούς”. Δεν θα αρνηθούμε τον αληθινό Θεό και δεν θα χωριστούμε από Αυτόν με καμιά δύναμη. Δεν θα καμφθούμε ούτε από τα σίδερα, ούτε από τη φωτιά, ούτε από άλλο βασανισμό της σάρκας μας. Διότι τίποτε δεν είναι πιο μακάριο από το να βασανίζεσαι και να πεθαίνεις για την ευσέβεια»!

Ακούγοντας ο φανατικός ειδωλολάτρης αυτοκράτορας την θαρραλέα απολογία των δύο χριστιανών αξιωματικών του, έγινε θηρίο από το θυμό του. Διέταξε να καθαιρεθούν αμέσως από το αξίωμά τους και να τους διαπομπεύσουν. Τους έντυσαν γυναικεία ενδύματα, τους κρέμασαν βαρείς σιδερένιους κλοιούς στον τράχηλο και τους περιέφεραν στην πόλη για να τους χλευάσει ο αμαθής και δεισιδαίμονας όχλος.

Κατόπιν παραδόθηκαν στον θηριώδη διοικητή της επαρχίας της Ανατολής Αντίοχο, ο οποίος ήταν διαβόητος για τις ωμότητές του, να τους συνετίσει. Η έδρα του βρισκόταν στις όχθες του Ευφράτη, στην πόλη Βαρβαλισσό, εκατό χιλιόμετρα από το σημερινό Χαλέπι. Οδηγήθηκαν μπροστά του να απολογηθούν. Στην αρχή χρησιμοποίησε κολακείες και ταξίματα για να τους κάνει να θυσιάσουν στα είδωλα, αλλά οι δύο νέοι έμειναν αμετακίνητη στην απόφασή τους να μην προδώσουν την πίστη τους στο Χριστό. Τότε ο Αντίοχος τους έκλεισε στη φυλακή, όπου άρχισε να βασανίζει αρχικά τον Βάκχο. Τον έδερναν αλύπητα για ώρες ατέλειωτες με φοβερά και επώδυνα βούνευρα. Το σώμα του είχε μεταβληθεί σε μια πελώρια πληγή, γι’ αυτό και δεν άντεξε για πολύ. Παρέδωσε την αγία του ψυχή στον Κύριο.

Την άλλη μέρα οδήγησαν τον Σέργιο ενώπιον του Αντιόχου. Ο άγιος νέος ήταν πολύ θλιμμένος διότι ο εν Χριστώ αγαπημένος αδελφός του Βάκχος ήταν πλέον στα ουράνια δώματα του θρόνου της μεγαλοσύνης του Θεού και γι’ αυτό επιθυμούσε να τον ακολουθήσει το συντομότερο. Ο ανελέητος τύραννος του ζήτησε για μια ακόμη φορά να απαρνηθεί το Χριστό για να του χαρίσει τιμές και αξιώματα. Τον απείλησε με φρικτά βασανιστήρια, όμως εκείνος έμεινε αμετακίνητος στην πίστη του.

Η γενναία απάντηση του Σεργίου ήταν τα λόγια του Απ. Παύλου «Εμοί το ζην Χριστός και το αποθανείν κέρδος" Τότε έδωσε διαταγή να αρχίσουν τα μαρτύρια. Του φόρεσαν υποδήματα με αιχμηρά καρφιά στο εσωτερικό τους και τον υποχρέωσαν να τρέχει μπροστά από το άρμα του. Δεκαπέντε ολόκληρα χιλιόμετρα διάνυσε. Τα καρφιά είχαν καρφωθεί στα πόδια του, το αίμα έτρεχε ποτάμι, οι πόνοι ήταν αφόρητοι, αλλά εκείνος υπόμεινε με υπεράνθρωπη καρτερία το μαρτύριο και αντί να ουρλιάζει από τους πόνους, έψελνε ύμνους στο Χριστό! Το βράδυ τον έριξαν στη φυλακή, όπου άγγελος Κυρίου θεράπευσε τις πληγές του. Το πρωί ο Αντίοχος έδωσε διαταγή να τον αποκεφαλίσουν. Ο Μάρτυρας αφού προσευχήθηκε θερμά για τη συγχώρηση των βασανιστών του, έσκυψε το κεφάλι και δέχτηκε το φονικό ξίφος, το οποίο τον ένωσε με το Χριστό και ξαναβρήκε τον αγαπημένο του φίλο Βάκχο.

Οι ευσεβείς κάτοικοι της περιοχής περιμάζεψαν τα τίμια λείψανα και τα έθαψαν με τιμές σε ασφαλές τόπο. Μετά τη λήξη των διωγμών, μετονόμασαν την περιοχή σε Σεργιούπολη. Το 547 ο Ιουστινιανός έκτισε περίλαμπρο ναό στην Κωνσταντινούπολη, προς τιμή των αγίων μαρτύρων Σεργίου και Βάκχου τον επονομαζόμενον «Μικρή αγία Σοφία» όπου εναπέθεσε τα τίμια λείψανά τους.

 Η μνήμη τους εορτάζεται στις 7 Οκτωβρίου.

          

Κυριακή 1 Οκτωβρίου 2023

Η πλημμύρα της Θείας αγάπης γεμίζει τη ψυχή από χαρά και αγαλλίαση.

 

Να αγαπήσομε τον Χριστό. Τότε από μέσα μας θα βγαίνει με λαχτάρα, με θέρμη, με θείο έρωτα το όνομα του Χριστού, θα φωνάζομε το όνομά Του μυστικά, αλάλητα. Να στεκόμαστε απέναντι στον Θεό με λατρεία, ταπεινά, πάνω στα χνάρια του Χριστού. Να μας ελευθερώσει ο Χριστός από κάθε πτυχή του παλαιού μας ανθρώπου. Να παρακαλούμε να μας έλθουν δάκρυα πριν την προσευχή. Αλλά προσοχή! «Μ γνώτω αριστερά σου τί ποιεί δεξιά σου». Να προσεύχεσθε με συντριβή: «Είμαι άξιος να μου δώσεις τέτοια χάρι, Χριστέ μου;». Και τότε τα δάκρυα αυτά γίνονται δάκρυα ευγνωμοσύνης. Συγκινούμαι. Δεν έκανα το θέλημα του Θεού, αλλά ζητώ το έλεός Του.

Να προσεύχεσθε στον Θεό με λαχτάρα κι αγάπη, μέσα σε ηρεμία, με πραότητα, μαλακά, χωρίς εκβιασμό. Κι όταν λέτε την ευχή, «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με”, να τη λέτε αργά, ταπεινά, απλά, με θείο έρωτα. Με γλυκύτητα να λέτε το όνομα του Χριστού. Να λέτε μία μία τις λέξεις, «Κύριε… Ιησού Χριστέ… ελέησον με», απαλά, τρυφερά, αγαπητικά, σιωπηλά, μυστικά, νοερά, αλλά και με έξαρση˙ με λαχτάρα, με έρωτα, δίχως ένταση, βία ή απρεπή έμφαση, χωρίς σφιξίματα και σπρωξίματα. Πώς εκφράζεται η μάνα, που αγαπάει το παιδί της; «Παιδάκι μου!… κορούλα μου!… Παναγιωτάκη μου!… Χρηστάκη μου!». Με λαχτάρα. Λαχτάρα! Αυτό είναι όλο το μυστικό. Εδώ μιλάει η καρδιά. «Παιδάκι μου, ψυχή μου!». «Κύριε μου, Ιησού μου, Ιησού μου, Ιησού μου!…».

Αυτό που έχεις στην καρδιά σου, στο νου σου, αυτό εκφράζεις «εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της ισχύος σου και εξ όλης της διανοίας σου».

Όταν, όμως, ερωτευθείς τον Χριστό, προτιμάεις τη σιωπή και τη νοερά προσευχή. Τότε παύουν τα λόγια. Είναι η εσωτερική σιωπή, η σιγή, που προηγείται, συνοδεύει και ακολουθεί τη θεία επίσκεψη, τη θεία ένωση και σύγκραση της ψυχής με το θείον. Όταν βρεθείς σ’ αυτή την κατάσταση, δεν χρειάζονται λόγια. Αυτό είναι κάτι που το ζεις. Κάτι που δεν εξηγείται. Μόνο αυτός που τη ζει αυτή την κατάσταση την καταλαβαίνει. Το αίσθημα της αγάπης σε πλημμυρίζει, σε ενώνει με τον Χριστό. Γεμίζεις από χαρά και αγαλλίαση, που δείχνει ότι έχεις μέσα σου τη θεία αγάπη, την τελεία αγάπη. Η θεία αγάπη είναι ανιδιοτελής, απλή, αληθινή.

Ο τελειότερος τρόπος προσευχής είναι ο σιωπηλός. Η σιγή. «Σιγησάτω πάσα σρξ βροτεία». Εκεί γίνεται η θέωση. Μες στη σιγή, στη σιωπή, στο μυστήριο. Εκεί γίνεται η πιο αληθινή λατρεία. Για να το ζήσετε όμως αυτό, πρέπει να φθάσετε σε μέτρα. Τότε τα λόγια υποχωρούν. Θυμηθείτε: «Σιγησάτω πάσα σαρξ βροτεία». Αυτός ο τρόπος, της σιγής, είναι ο πιο τέλειος. Έτσι θεούσαι. Μπαίνεις στα μυστήρια του Θεού. Δεν πρέπει εμείς να μιλάμε πολύ. Να αφήνουμε να μιλάει η χάρις.

Έλεγα το “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με» και νέοι ορίζοντες άνοιγαν. Δάκρυα χαράς κι ευφροσύνης κυλούσαν απ’ τα μάτια μου για την αγάπη και τη σταυρική θυσία του Χριστού. Λαχτάρα! Εδώ κρύβεται το μεγαλείο, ο Παράδεισος. Επειδή αγαπάεις τον Χριστό, λέεις τα λόγια αυτά, αυτές τις πέντε λέξεις λαχταριστά, με καρδιά. Και σιγά σιγά τα λόγια χάνονται. Είναι τόσο γεμάτη η καρδιά, που αρκεί να πεις μία λέξη, «Ιησού μου!», και τέλος καμία λέξη. Η αγάπη εκφράζεται καλύτερα χωρίς λόγια. Όταν μία ψυχή όντως ερωτευθεί τον Κύριο, προτιμά τη σιωπή και τη νοερά προσευχή. Η πλημμύρα της θείας αγάπης γεμίζει την ψυχή από χαρά και αγαλλίαση.

Αυτή η ψυχή προηγουμένως είχε διαπρέψει στο Ψαλτήρι, στην Παρακλητική, στα Μηναία κ.λπ. Τώρα έπαυσαν τα λόγια. Βιώνει μέσα της βαθιά τη θεία ταπείνωση. Έχει εγκύψει ο Χριστός μέσα της κι αισθάνεται τη θεία φωνή. Είναι μέσα στον κόσμο κι εκτός του κόσμου, μέσα στον Παράδεισο, δηλαδή στην Εκκλησία, στον άκτιστο Παράδεισο. Λέει ο Ιγνάτιος Μπριαντσιανίνωφ:

«Πολύ επιθυμητή είναι η προσευχή της καρδιάς, πολύ επιθυμητή η σιωπή της καρδιάς, πολύ επιθυμητό είναι να ζούμε στην πιο απομονωμένη έρημο, γιατί αυτές οι συνθήκες είναι ιδιαίτερα ευνοϊκές για την προσευχή της καρδιάς και τη σιωπή της καρδιάς».

Η σιωπή της καρδιάς είναι να μη σε αποσπάει τίποτα. Να ζεις μόνος μόν Θεώ.

Ο Θεός είναι πανταχού παρών και τα πάντα πληρών. Προσπαθώ να πετάξω μες στο άπειρο, μες στ’ άστρα. Ο νους μου πελαγώνει μες στο μεγαλείο της παντοδυναμίας του Θεού, ανολογιζόμενος τις αποστάσεις των εκατομμυρίων ετών φωτός. Τον παντοδύναμο Θεό Τον αισθάνομαι ενώπιόν μου κι ανοίγω την ψυχή μου, να ενωθώ μαζί Του. Να μεταλάβω της θεότητος…

Άγιος Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης, Λόγοι περί προσευχής και μετανοίας, Ιερά Μονή Χρυσοπηγής, Χανιά, 2015.