Επιζητούμε την ησυχία με τρόπο ανθρώπινο όπως και θεϊκό: Πρέπει δηλαδή
και να τη ζητούμε από μόνοι μας και να ελπίζουμε πως θα μας έρθει σαν δώρο. Η
ανθρώπινη αναζήτηση περιγράφεται με καταπληκτικό τρόπο στα μεσαιωνικά
συγγράμματα του π. Λαυρεντίου περί της Ασκήσεως επί της Παρουσίας του Θεού. Με
πολύ πιο απλό τρόπο θα ήθελα να διηγηθώ την αληθινή ιστορία μιας ηλικιωμένης
γυναίκας που προσευχόταν επί πολλά χρόνια χωρίς ποτέ ν’ αντιλαμβάνεται την
παρουσία του Θεού, και που τελικά τη βρήκε στη σιωπή.
Λίγο μετά τη χειροτονία μου σε ιερέα μ’ έστειλαν να τελέσω τη Θεία
Λειτουργία των Χριστουγέννων σ’ ένα γηροκομείο. Με πλησιάζει μια υπέργηρος
κυρία και μου εκμυστηρεύεται ότι επί χρόνια έλεγε την προσευχή του Ιησού, αλλά
ποτέ δεν είχε νιώσει την παρουσία του Θεού. Νέος καθώς ήμουν βρήκα μια απλοϊκή
απάντηση στο πρόβλημά της: «Πώς είναι δυνατό ο Θεός να σταυρώσει λέξη μαζί σου
όταν εσύ μιλάς ασταμάτητα; Δώσε του την ευκαιρία. Πάψε να μιλάς». «Και πώς
μπορώ να το κάνω αυτό;» ρώτησε. Της έδωσα τότε κάποια συμβουλή, που τη λέω και
σε άλλους μια και σε κείνη την περίπτωση έφερε αποτελέσματα. Τη συμβούλεψα,
κάθε μέρα μετά το πρωινό της, να συγυρίζει το δωμάτιό της και να το κάνει όσο
πιο ευχάριστο γίνεται, να κάθεται σε μια γωνιά απ’ όπου θα μπορεί να παρατηρεί όλο
το χώρο, το παράθυρο που βλέπει στον κήπο, τις εικόνες με
το καντηλάκι… «Όταν θα ’χεις καθίσει, ησύχασε για ένα τέταρτο της ώρας με την
αίσθηση του Θεού γύρω σου, αποφεύγοντας να προσευχηθείς. Κάθισε όσο ήσυχη
μπορείς και μια και δε σου είναι εύκολο να μείνεις άπραχτη, πλέκε μπροστά στον
Θεό και έλα να μου πεις τι απέγινε».
Μετά από μερικές
ημέρες επέστρεψε πανευτυχής. Είχε αισθανθεί την παρουσία του Θεού! Με
περιέργεια τη ρώτησα τι ακριβώς συνέβη. Μου είπε πως είχε ενεργήσει όπως της
είχα υποδείξει. Είχε καθίσει και κοίταζε γύρω της ήσυχα ήσυχα, πεπεισμένη πως
είχε το δικαίωμα να μένει αδρανής και χωρίς να προσεύχεται, και για πρώτη φορά
μετά από χρόνια, όπως είπε, παρατήρησε ότι το δωμάτιο ήταν ειρηνικό κι
ευχάριστο. Το κοίταζε κι ήταν σαν να το βλέπε για πρώτη φορά. Έκανε λοιπόν μια
γνωριμία με το χώρο στον οποίο ζούσε επί χρόνια χωρίς να τον έχει προσέξει.
Ύστερα συνειδητοποίησε την ειρήνη και την ηρεμία που την κύκλωναν, μια ειρήνη
και ηρεμία που την τόνιζε το τικ τακ του ρολογιού της και το κτύπημα από τις
βελόνες του πλεξίματος στα χέρια της πολυθρόνας της. Σιγά – σιγά η σιωπή που
βασίλευε γύρω της ήρθε εντός της και την πλημμύρισε. Η ησυχία του
δωματίου τη μετέφερε σε μια άλλη ησυχία πιο πλούσια έξω από τον εαυτό της, που
δεν ήταν απλώς η απουσία των θορύβων, αλλά μια πολύτιμη ησυχία στο κέντρο της
οποίας ανακάλυψε μια παρουσία. Κι όταν ένιωσε αυτή την παρουσία, παρακινήθηκε
να προσευχηθεί τούτη τη φορά από τα βάθη αυτής της ησυχίας, όχι με πλημμύρα
λόγων ή με μια θύελλα σκέψεων, αλλά απαλά, σιωπηλά, παίρνοντας κάθε λέξη
μέσα από τη σιωπή και προσφέροντάς τη στον Θεό.
Από μόνη της η
προσευχή της είχε γίνει η έκφραση της εσωτερικής της ησυχίας και μέρος της
ησυχίας του Θεού την οποία είχε νιώσει.
Να μια εύκολη
μέθοδος που προσφέρεται προς δοκιμή στον καθένα. Προϋποθέτει φυσικά κάποιο
αγώνα με τη θύελλα των σκέψεων, τους δισταγμούς της καρδιάς, την ανυπομονησία
του σώματος και την αστάθεια της θέλησης. Υπάρχουν πολλοί τρόποι προσευχής
βασισμένοι στην άσκηση ή στην ψυχολογία, αλλά και χωρίς αυτούς, με το ν’
αφήνουμε τον εαυτό μας ελεύθερο ενώπιον του Θεού να εμβαθύνει στην όποια
ησυχία μπορούμε να πετύχουμε, θα κάνουμε μεγάλη πρόοδο.
Είναι φορές που αυτή
η ησυχία μας έρχεται από τον Θεό πολύ πιο απλά. Χωρίς καμιά προειδοποίηση
ξαφνικά ο εαυτός μας βρίσκεται να ησυχάζει ειρηνικά ενώπιον του Θεού.
Το να προσευχόμαστε
για τους άλλους είναι μια αφαίμαξη, καθώς αναλώνουμε τον εαυτό μας στα όριά
του, συμπονώντας και συμπάσχοντας. Προσευχή για τους άλλους όμως σημαίνει και
συμπόρευση με τον Χριστό, σημαίνει ότι γινόμαστε μια έκφραση της μεσιτείας
Του, ότι συνδεόμαστε μαζί Του στην προσευχή και στην ενσάρκωσή Του.
Συλλαμβάνουμε τους αλάλητούς στεναγμούς του Αγίου Πνεύματος στις καρδιές μας.
Κι όσο πιο πολύ συμπάσχουμε ή ταυτιζόμαστε μέσω της συμπόνιας μ’ εκείνους για
τους οποίους προσευχόμαστε, τόσο πιο τέλεια γίνεται η κοινωνία μας με τον
πολυεύσπλαχνο Θεό. Η προσευχή μας, καθώς περνάει μέσα από τον ανθρώπινο πόνο,
μας οδηγεί στην καρδιά του Θείου Μυστηρίου: Στην αρχή πονώντας συνειδητοποιούμε
την ανθρώπινη δυστυχία, κατόπιν, καθώς η προσευχή μας προχωρεί στη
συνειδητοποίηση της θεϊκής παρουσίας, έρχεται μια στιγμή που δε βλέπουμε πια τα
ανθρώπινα και μεταφερόμαστε στον απώτατο χώρο του Θεού. Ηρεμία, ησυχία, ειρήνη
και κατόπιν μέσα στην καρδιά του μυστηρίου της αγάπης βρίσκουμε ξανά εκείνους
για τους οποίους νιώσαμε τόση συμπόνια. Το Πνεύμα της αγάπης, το πνεύμα του
Θεού εισέρχεται εντός μας και μας φέρνει πίσω στη γη. Αλλά τώρα πια η γήινη
εμπειρία μας συνδέεται με την ενατένιση του ζώντος Θεού, του Θεού της αγάπης.
Αυτή η ησυχία μας
οδηγεί σε συνάντηση του Θεού, με μια πίστη απλή
και μακάρια, σ’ αυτό που συχνά ονομάζουμε «προσευχή του απλού κοιτάγματος»,
όπως το αποδίδει τόσο όμορφα η ιστορία του χωρικού από το Ars. Όταν τον ρώτησε
ο καλός παπάς της ενορίας του τι ακριβώς έκανε καθισμένος επί ώρες στην
εκκλησία χωρίς καν να μετράει το κομποσκοίνι που κρατούσε, απάντησε πως «να,
τον κοιτάζω και με κοιτάζει και είμαστε ευτυχισμένοι ο ένας με τον άλλο».
Όμως, αυτή η
προσευχή του «απλού κοιτάγματος» δεν είναι μόνο ένα είδος προσευχής, είναι
συγχρόνως και μια δύναμη που μεταμορφώνει. Στο αξιόλογο βιβλίο του Alphonse de
Chateaubriand «Η απάντηση του Κυρίου» θα βρούμε το ακόλουθο απόσπασμα που
περιγράφει πώς η πνευματική προσευχή του «απλού κοιτάγματος» μεταμόρφωσε όχι
μόνο εσωτερικά αλλά και εξωτερικά κάποιο παιδί που από μόνο του προσευχόταν
κατ’ αυτό τον τρόπο.
«Συνέβη σ’ ένα
απόμερο ορεινό χωριό κουρνιασμένο κάτω από έναν τεράστιο γρανιτένιο βράχο, που
από κάποια ιδιομορφία της φύσης είχε χαραγμένο επάνω του το τεράστιο πρόσωπο
ενός ανθρώπου. Αυτή η φιγούρα κυριαρχούσε στη γύρω περιοχή όχι μόνο εξαιτίας
του μεγέθους της αλλά και της επιβλητικής έκφρασής της. Από κάτω της το χωριό
έμοιαζε με μικρό περιστέρι ή αετοφωλιά. Οι κάτοικοι του χωριού πίστευαν πως μια
μέρα ένας αγαθός γέροντας, που θα έμοιαζε ακριβώς στη μορφή του βράχου, θα
’φθάνε στο χωριουδάκι τους για να ζήσει υποδειγματικά και να τους κάνει μεγάλο
καλό.
Αυτό έλεγαν στις
βεγγέρες τους, για να το μεταδώσουν στα παιδιά τους, για να ξυπνήσουν
ευχάριστες αναμνήσεις στους γέροντες και να δώσουν ελπίδα στους ασθενείς.
Ανάμεσά τους ήταν κι ένα μικρό αγόρι που κι αυτό είχε ακούσει την ιστορία και
του είχε κάνει τόση εντύπωση, που δε σταματούσε να τη σκέπτεται και να κοιτάζει
τη μορφή στο βράχο. Συχνά καθόταν στα σκαλοπάτια του σπιτιού του, το κεφάλι
στοχαστικά ακουμπισμένο στην παλάμη του χεριού, κι ατένιζε ψηλά τον πελώριο
γίγαντα που δέσποζε πάνω από τους μικροσκοπικούς ανθρώπους. Άλλοτε πάλι
σταματούσε το παιχνίδι για να στοχαστεί την υπέροχη εκείνη υπόσχεση. Ποια δώρα
άραγε θα τους έφερνε ο ήρωας; Καθώς περνούσε ο καιρός, ταυτιζόταν όλο και
περισσότερο με την ανάγλυφη μορφή και σιγά – σιγά άρχισε να της μοιάζει.
Αυτό κράτησε σ’ όλη
την παιδική του ηλικία… Ώσπου μια μέρα περπατούσε στην πλατεία του χωριού κι οι
φίλοι και γείτονές του το έβλεπαν ξαφνιασμένοι, καθώς ανακάλυπταν πως το
πρόσωπο για το οποίο μιλούσε η αρχαία παράδοση είχε έρθει ανάμεσά τους».
Πρόκειται για το
μοναχό Συλβάνο κι η ιστορία του μας δείχνει ότι η προσευχή μας χαρίζει όχι μόνο
τον Θεό αλλά και τον άνθρωπο, τον άνθρωπο και τον Θεό. Όπως είπαμε και στην
αρχή, αυτή η θέαση εις βάθος των πραγμάτων μας χαρίζει την επίγνωση της
αλήθειας, τη γνωριμία με τους ορατούς συνανθρώπους και τον αόρατο Πλησίον μας.
Επίσκοπος Αντώνιος
του Σουρόζ, Θέλει τόλμη η προσευχή, μετάφραση Δημήτριος Κ.
Κόκκινος, 6η έκδ., Αθήνα, Ακρίτας, 2000